Ο Γιώργος Βαλσαμής βγήκε ξημερώματα στους δρόμους της Ταϊπέι όταν έμαθε ότι κέρδισε τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα

Η Ταϊβάν βρέθηκε φέτος στην ίδια πρόταση με τις λέξεις «υπόδειγμα» και «διαχείριση», σε μια χρονιά που η πρώτη είδηση είναι σταθερά ο κορωνοϊός και τα παρελκόμενά του. «Μοιάζει με παράδεισο» όπως θα μου πει ο Γιώργος Βαλσαμής  στα πρώτα λεπτά της επικοινωνίας μας και εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφει το τοπίο της Ταϊπέι όπου βρίσκεται από τα μέσα Σεπτεμβρίου. 

Τα πανδημικά νέα είναι μάλλον ο νέος τρόπος για να σπάει ο πάγος. Τη μέρα που η νησιωτική χώρα είχε συμπληρώσει διακόσιες και μία μέρες χωρίς ούτε ένα κρούσμα, ο νεαρός διευθυντής φωτογραφίας περίμενε κάποια άλλα σημαντικά νέα. Όσο κι αν ανανεώνει τις διαδικτυακές καρτέλες του δεν τα μαθαίνει. Μέχρι που δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Αθήνα. Στην άλλη άκρη του ακουστικού είναι ο σκηνοθέτης Βασίλης Κεκάτος. Θα του πει «το πήρατε!». 

Είμαι βέβαιη πως αν η βράβευση δεν συνέπιπτε με την έναρξη του δικού μας δεύτερου εγκλεισμού κι αν γνωρίζαμε λίγα παραπάνω πράγματα για τους διευθυντές φωτογραφίας και τον ρόλο τους σε μια ταινία, το εγχώριο ίντερνετ θα είχε γεμίσει με σύντομες ειδήσεις για τον Έλληνα διευθυντή φωτογραφίας με τους δύο συνεχόμενους Χρυσούς Φοίνικες, για δύο ταινίες μικρού μήκους από δύο χώρες που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ αυτή τη διάκριση σε αυτό τον κορυφαίο κινηματογραφικό θεσμό. 

Σε αυτές τις ειδήσεις σημειώνεται συνήθως και ένα σημαντικό βιογραφικό. 

Ανήκει στα παιδιά του 1991 κι έχει μεγαλώσει στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Βρέθηκε να φοιτά στο τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής της ΑΣΟΕΕ και το 2012 επέλεξε να κάνει erasmus στο Ρέικιαβικ για έξι μήνες. Πριν από αυτό δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με τη φωτογραφία, δεν είχε καν φωτογραφική μηχανή. Αλλά όταν είδε το αλλιώτικες, σεληνιακές εικόνες της χώρας όπου μετακόμισε θέλησε να αποκτήσει μία. Παρήγγειλε μια ψηφιακή Nikon V1 και την παρέλαβε ταχυδρομικά από Ελλάδα, στην Ισλανδία ήταν πανάκριβη, όπως όλα. 

Καταπιάστηκε λοιπόν με τη στατική φωτογραφία. Την ίδια περίοδο, ο Βασίλης Κεκάτος σπούδαζε σκηνοθεσία στο Λονδίνο. «Επικοινωνούσαμε αρκετά συχνά μέσω skype και κάποια στιγμή του έστειλα μερικές από τις φωτογραφίες που είχα βγάλει. Είπε ότι θα μπορούσαν να είναι κινηματογραφικά πλάνα, ότι βλέπει μια κίνηση σε αυτές παρότι είναι στατικές. Και απλά με ρώτησε “γιατί δεν γίνεσαι διευθυντής φωτογραφίας να κάνουμε τις ταινίες μου μαζί;”. Κάπως έτσι άρχισα να το σκέφτομαι κι όταν μετά από μήνες γύρισα στην Ελλάδα το είχα πάρει απόφαση. Ξεκίνησα μαθήματα διεύθυνσης φωτογραφίας στη Σχολή Σταυράκου, ήδη τα χρηματοικονομικά δεν μου έλεγαν κάτι. Παράλληλα αναζητούσα δουλειές ως βοηθός κάμερας σε διαφημιστικά και σταδιακά άρχισα να ασχολούμαι με τις πρώτες μικρού μήκους ταινίες». 

«Νύχτα, παλιά Εθνική Οδός. Σ’ ένα ξεχασμένο βενζινάδικο δύο άγνωστοι συναντιούνται για πρώτη φορά. Ο ένας έχει σταματήσει για να βάλει βενζίνη στη μηχανή του. Ο άλλος έχει ξεμείνει εκεί. Για να γυρίσει στην Αθήνα τού λείπουν 22,50€. Όσο ακριβώς κοστίζει η απόσταση που τους χωρίζει από τον ουρανό». Στις Κάννες που διοργανώθηκαν τον Μάιο του 2019,  «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» έγινε η πρώτη ελληνική ταινία που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ Καννών.

Η σκηνοθεσία και το σενάριο του Βασίλη Κεκάτου, η κάμερα του Γιώργου Βαλσαμή που σχεδόν ένιωσα να αναπνέει μαζί με τους πρωταγωνιστές Νικολάκη Ζεγκίνογλου και Ιώκο Ιωάννη Κοτίδη, η πιο όμορφη σκηνή που έχω δει πάνω σε δίκυκλο και η συνεργασία δύο παιδικών φίλων επιβραβεύτηκε με το πιο εξέχων ευρωπαϊκό κινηματογραφικό βραβείο. «Λίγο πριν ανακοινωθεί το βραβείο ήρθε μια κάμερα και στήθηκε ακριβώς μπροστά μας. Δεν είπαμε κάτι μεταξύ μας αλλά είχαμε συνειδητοποιήσει και οι δύο τι θα γίνει. Είχα στο μυαλό μου ότι όταν παίρνεις ένα μεγάλο βραβείο είσαι φοβερά χαρούμενος και ενθουσιασμένος, αλλά το συναίσθημα είναι λίγο διαφορετικό όταν σου συμβαίνει. Γιατί πολύ απλά δεν πίστευα ότι θα συμβεί πραγματικά.  Ήμουν σε πραγματικό σοκ». 

«Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς»

«Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς»

Γυρίζουμε τον χρόνο λίγο πιο πίσω, μεταφερόμαστε στο 2016 και στην Πολωνία, εκεί που ο Γιώργος Βαλσαμής γνωρίζει για πρώτη φορά  τον Αιγύπτιο σκηνοθέτη Σαμέχ Αλαά. «Ο Βασίλης θα παρακολουθούσε ένα workshop σεναρίου κι επειδή εκείνη την περίοδο δεν έκανα κάτι είπα να πάω στο ταξίδι μαζί του. Εκεί γνώρισα τον Σαμέχ και ταιριάξαμε αμέσως. Την επόμενη φορά που τον ξαναείδα ήταν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο όπου είχε πάει «Η Σιγή των Ψαριών όταν Πεθαίνουν», τότε μου είπε να κάνουμε μια ταινία μαζί και στην πορεία η σχέση μας έγινε περισσότερο φιλική παρά επαγγελματική. Τελικά, μετά από πολλές αναβολές γυρίσαμε την ταινία τον Φλεβάρη ακριβώς πριν το αλυσιδωτό lockdown σε όλο τον κόσμο».  

Στο Κάιρο, οι ερωτευμένοι δεν συνηθίζουν να φιλιούνται στον δρόμο. Κι όσο ήταν εκεί για τα γυρίσματα του “I’m Afraid to Forget your Face” του Σαμέχ Αλαά, ο Γιώργος Βαλσαμής γνώρισε αρκετα μέλη τους συνέργειου που αν και ήταν μικρότεροι σε ηλικία από εκείνον ήταν ήδη μερικά χρόνια σε γάμο.

Η ταινία που του χάρισε τον δεύτερο συνεχόμενο Χρυσό Φοίνικα είναι ένα road trip στην πυκνοδομημένη πόλη, η διαδρομή ενός αγοριού που θέλει να συναντήσει για τελευταία φορά το κορίτσι που το συγκινεί, μια ιστορία αγάπης που η αιγυπτιακή κοινωνία δεν άφησε να ευοδωθεί.

Ο Βασίλης Κεκάτος και ο Γιώργος Βαλσαμής λίγο μετά τη βράβευση τους στις περσινό Φεστιβάλ Καννών.

«Περίμενα αρκετή ώρα, δεν έβρισκα τα αποτελέσματα κάπου, ο Βασίλης όμως τα είδε σε ένα τοπικό σάιτ των Καννών και μου τηλεφώνησε. Δεν μπορώ να πω ότι το σοκ ήταν μικρότερο από το πρώτο, όσο κι αν οι πιθανότητες να κερδίσεις ένα βραβείο είναι περισσότερες από το να είσαι υποψήφιος όταν από τις τέσσερις χιλιάδες ταινίες περνάνε οι έντεκα». Την ώρα που έμαθε το αποτέλεσμα στην Ταϊπέι ήταν δυόμιση τη νύχτα. «Δεν μπορούσα να το γιορτάσω κάπως, ήμουν και μόνος μου. Ξεκίνησα να περπατάω στους δρόμους για να ηρεμήσω λίγο, δεν κατάφερα να κοιμηθώ όλη νύχτα από την υπερένταση. Αν με ρωτούσες αν θα μου ξανασυμβεί θα σου έλεγα ότι δεν πρόκειται ποτέ ξανά». Ο 29χρονο διευθυντή φωτογραφίας  συμμετείχε στο ειδικό τριήμερο των Φεστιβάλ Καννών -που οργανώθηκε για λίγες ημέρες με φυσικές προβολές- με μία ακόμα ταινία, με το “The last Ferry from Grass Island”, του Λιν Χαν Ζανγκ από το Χονγκ Κονγκ, στο τμήμα Cinéfondation. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Νομίζω πως αν κάποιος δεν ασχολείται επισταμένα με τον κινηματογράφο δεν είναι απίθανο να μην γνωρίζει ακριβώς το μερίδιο του διευθυντή φωτογραφίας σε μια ταινία. «Μέχρι να γραφτώ στη σχολή ούτε κι εγώ ήξερα τη δουλειά ενός διευθυντή φωτογραφίας, νόμιζα ότι είναι εκείνος που στήνει την κάμερα και κάνει ένα ωραίο κάδρο. Τελικά, τα πάρα πολλά πράγματα που έχει να διαχειριστεί σε μία ταινία χωρίζονται για μένα σε δύο κομμάτια, στο καλλιτεχνικό και στο πιο τεχνικό, τα βρίσκω και τα δυο εξίσου σημαντικά». 

Διάβασα ότι η σχέση μεταξύ διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη ποικίλλει, ότι κάποιοι σκηνοθέτες δίνουν ελευθερία κινήσεων ενώ άλλοι δεν επιτρέπουν στους διευθυντές τους να κάνουν όσα τους αναλογούν. Από τη μέχρι τώρα δική του εμπειρία, ο διευθυντής φωτογραφίας είναι ο πιο κοντινός συνεργάτης του σκηνοθέτη. «Είναι εκείνος με τον οποίο θα διαβάσουν αρκετές φορές το σενάριο μαζί, θα βρουν αναφορές κι θα δουν άλλες ταινίες. Είναι αυτός που κάποιες φορές όντως θα στήσει το κάδρο με τις οδηγίες του σκηνοθέτη κι άλλες εντελώς μόνος του, ενώ μαζί θα συναποφασίσουν την “ατμόσφαιρά” της. Ο διευθυντής φωτογραφίας θα προσπαθήσει να συμβάλει στο όραμα του σκηνοθέτη με όποιον τρόπο μπορεί». Ο Γιώργος Βαλσαμής που θέλει να αποτυπώνει φωτογραφικά αυτό το όραμα με φυσικό φως. 

“I’m Afraid to Forget your Face”

“I’m Afraid to Forget your Face”

Η δουλειά είναι η φωτογραφία να αποτελέσει ένα δυνατό αφηγηματικό μέσο στην ιστορία που θέλει να πει ο σκηνοθέτης ενώ οι ηθοποιοί είναι δική του υπόθεση. Εκτός όμως από τη ματιά και την καλλιτεχνική του άποψη, ο διευθυντής φωτογραφίας είναι ο άνθρωπος που σκέφτεται οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί για ένα γύρισμα: ποια κάμερα θα χρησιμοποιηθεί, ποιος φακός, ποια φώτα, ποια ώρα θα τραβηχτεί τι, πώς οι σκηνές θα μοιραστούν σε πλάνα, ποιο πλάνο θα γίνει τώρα και ποιο ακολουθεί. «Τότε ξεκινάει το μαθηματικό κομμάτι, πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου πάρα πολλούς παράγοντες και να είσαι προετοιμασμένος για τα πάντα. Ο διευθυντής φωτογραφίας πρέπει να έχει μια λύση για κάθε πρόβλημα που μπορεί να παρουσιαστεί στο γύρισμα, πρέπει να παίρνει  πρωτοβουλία και να είναι εφευρετικός».

Ο πρώτος διευθυντής φωτογραφίας που πρόσεξε ήταν ο Γιώργος Αρβανίτης στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «ήταν ο πρώτος διευθυντής που έμαθα το όνομά του και τον θαύμασα, ήταν η πρωτη μου επιρροή. Αργότερα άρχισα να βλέπω ταινίες μόνο και μόνο για να δω τη δουλειά κάποιων διευθυντών φωτογραφίας, πράγμα που τελικά κατάλαβα ότι είναι λάθος. Αν πρέπει να διαλέξω κάποιους αγαπημένους μπορώ σίγουρα να πω ότι μου αρέσει ο Κρίστοφερ Ντόιλ (που έχει κάνει τις ταινίες του Γουόνγκ Καρ Γουάι, μου αρέσει πολύ ο Ρόμπι Μιούλερ («Παρίσι, Τέξας» και στις περισσότερες του Βιμ Βέντερς), ο Ρόμπι Ράιαν (διευθυντής φωτογραφίας του Κεν Λόουτς, της Άντρεα Άρνολντ και του Γιώργου Λάνθιμου στο “The Favourite”)». 

Στο φετινό -διαδικτυακό λόγω των συνθηκών- Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Βαλσαμής ήταν ο ένας από τους οκτώ Έλληνες διευθυντές φωτογραφίας που συμμετείχε στην πρωτοβουλία “Meet the Future” με μια μονόλεπτη μικρού μήκους ταινία.  Για πρώτη φορά, ένα μεγάλο, διεθνές Φεστιβάλ, θα στρέψει την προσοχή επαγγελματιών και κοινού στον κλάδο των διευθυντών φωτογραφίας, τόσο ουσιαστικό στη μορφή και στην ουσία κάθε ταινίας.

Εν μέσω μιας πανδημίας, με πρεμιέρες που αναβάλλονται και ταινίες που προβάλλονται απευθείας στο Netflix, με φεστιβάλ που κάνουν σινεμά με κάθε τρόπο αλλά δεν έχουν τις δια ζώσης ζυμώσεις που έχουν συνηθίσει, ποιο πιστεύει ότι είναι το μέλλον της κινηματογραφικής παραγωγής; «Αισιοδοξώ ότι το μέλλον της δεν θα είναι πολύ διαφορετικό, οι ταινίες ανήκουν στους κινηματογράφους, αυτός είναι ο φυσικός τους χώρος κι εκεί πρέπει να παίζονται. Καλό είναι και το Netflix, κι εγώ βλέπω σ’ αυτό ταινίες αλλά δεν ξεκίνησαν από εκεί. Μπορεί οι διαδικτυακές πλατφόρμες να κερδίζουν περισσότερο χώρο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αλλάξει το σινεμά και ο τρόπος που γίνεται μέχρι σήμερα, ούτε ότι ο κόσμος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό δεν θα γυρίσει στις αίθουσες».

Στην Ταϊπέι βρέθηκε για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, για το “American Girl” της Φιόνα Φενγκ Ρόαν, για να κινηματογραφήσει την ιστορία μιας οικογένειας που εγκαταλείπει μετά από πολλά χρόνια την Αμερική και επιστρέφει στην Ταϊβάν και το πώς βιώνει αυτή την αλλαγή η μεγαλύτερη κόρη. Πώς είναι να κάνει σινεμά σε μια περίοδο που επιβάλλονται οι αποστάσεις, σε μια εποχή που όταν παρακολουθούμε ταινίες αυθόρμητα σκεφτόμαστε ότι η χαλαρότητα στην επαφή των πρωταγωνιστών μοιάζει με κάτι μακρινό; «Στο γυρισμα φοράμε μασκες και δεν τις βγαζουμε καθόλου, ειναι πιο αυστηρά εδώ τα πράγματα. Η μόνη δυσκολία που αντιμετωπίζω είναι η σωματική κόπωση. Δεν μπορείς να ανασάνεις καλά όταν φοράς μια μάσκα κι έχεις την κάμερα στο χέρι η οποία ζυγίζει δέκα κιλά και κουνιέται πέρα δώθε. Αλλά δεν αλλάζει κάτι άλλο στο πως δημιουργούμε». 

Θα ήθελε να σκηνοθετήσει; «Δεν με ενδιαφέρει καθόλου, δεν ήταν αυτό που με τράβηξε στον κινηματογράφο, οπότε δεν είναι κάτι που το έχω σκεφτεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι θέλω να το κάνω». 

Το γεγονός ότι μπορούσαμε να πετάξουμε με αεροπλάνο αλλά οι κινηματογράφοι λειτουργούσαν εδώ με 30% πληρότητα το βρίσκει παραλογισμό. Έχει διαπιστώσει πως το εμπλακεί κανείς με το σινεμά δεν είναι εύκολο, όποια κι αν είναι η εποχή. «Επικρατεί περισσότερο η άποψη ότι πρόκειται για χόμπι κι όχι για επάγγελμα, οπότε είναι δύσκολο να βιοποριστείς από αυτό -πόσο μάλλον όταν ασχολείσαι με τις μικρού μήκους. Ο μόνος τρόπος για να έχεις κάποιο εισόδημα είναι να δουλεύεις στα διαφημιστικά. Όσα χρόνια ασχολούμαι εγώ οι ταινίες γίνονται με τον ίδιο τρόπο, με πολλές θυσίες και πολύ κόπο. Οι άνθρωποι που κάνουν ταινίες ασχολούνται με αυτές από την αγνή αγάπη που έχουν για τον κινηματογράφο ,όχι για να πλουτίσουν. Και δεν νομίζω να πλουτίσουν και ποτέ». 

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.