Όταν ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη αποφάσισαν να κάνουν μια εκπομπή αφιερωμένη στον Γιώργο Σεφέρη διαπίστωσαν ότι παραδόξως υπήρχαν ελάχιστα στοιχεία για τον νομπελίστα ποιητή μας. Αυτό στάθηκε αφορμή να γεννηθεί στο μυαλό τους η ιδέα μιας εκπομπής αφιερωμένης σε σημαντικές προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι γεννήθηκε το ιστορικό Μονόγραμμα που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη. Ονόματα όπως οι Τσαρούχης, Ανδρόνικος, Ελύτης, Καραμανλής, Αρβελέρ διηγήθηκαν την ιστορία τους μέσα σε ένα μισάωρο (ενίοτε και δύο) μπροστά στην κάμερα της εκπομπής που εισήγαγε στην ελληνική τηλεόραση την «αυτοβιογραφία».
Αναζητήσαμε και τους δύο δημιουργούς για να μιλήσουν για την κοινή του πορεία τους στη δουλειά και στη ζωή. Η ασθένεια της Ηρώς Σγουράκη όμως δεν της επέτρεπε συνεντεύξεις. Μέχρι που. δυστυχώς, πριν λίγο καιρό έφυγε από τη ζωή. Βρεθήκαμε όμως με τον Γιώργο Σγουράκη και μας μίλησε για τη ζωή του, για το Μονόγραμμα, τον Ελύτη και τηη Μπέλλου, αλλά και για το πώς κατέληξε να βαφτιστεί στα 13 του!
Ήταν η δική του σειρά, επιτέλους, να αυτοβιογραφηθεί στην Popaganda…
Γεννήθηκα στα Χανιά και μεγάλωσα στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είχε εστιατόρια, με εντυπωσιακότερο τον Κρυστάλλη στην Πεντέλη.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι νονός μου, εγώ τον επέλεξα. To ‘46 o πατέρας μου τάχθηκε μαζί του, παραμένοντας φίλος με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Και οι δύο ήθελαν να με βαφτίσουν, αλλά όταν έφτασε η μέρα να φύγουμε για Αθήνα, το απολυτήριο του δημοτικού έγραφε «Αβάφτιστος». Στο γυμνάσιο δε με δέχονταν κι έτσι ο πατέρας μου με πήγε και στους δύο για να διαλέξω εγώ τον νονό μου.
Με το γυμνάσιο ολοκλήρωσα και σπουδές δημοσιογραφίας στη σχολή Ομήρου. Μετά, δούλεψα στην Ελευθερία, σημαντικότατη μεταπολεμική εφημερίδα, ενώ παράλληλα, ξεκίνησα σπουδές στην Πάντειο όπου γνώρισα την σύζυγό μου Ηρώ. Σαν φοιτητής, ασχολιόμουν με πολιτική, μέσω της ΕΔΗΝ (Νεολαία της Ένωσης Κέντρου) με γραμματέα τον Νίκο Κωνσταντόπουλο. Επίσης, έκανα μια πρωτοποριακή κίνηση για την εποχή, εκδίδοντας την εφημερίδα «Φοιτητικός τύπος».
Το ’77 αποφάσισα να ασχοληθώ με την τηλεόραση, αν και υπήρχαν ήδη καθιερωμένοι παραγωγοί. Έπρεπε να ξεκινήσω κάτι που δεν θα τους ενοχλούσε. Πήρα τους ύμνους του Ρωμανού Μελωδού για εκπομπή της Μεγάλης Εβδομάδας. Η σχέση μου με τους ποιητές ήταν εξαιρετική. Εξέφρασα στον Νίκο Καρούζο την σκέψη μου λέγοντας ότι ήθελα κάτι διαφορετικό από μεταδόσεις εκκλησιών. Ο Καρούζος ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Είχαμε να λέμε για εκείνον: «Μαοΐστής μπορεί, αλλά ορθόδοξος». Επίσης, ήμουν συμμαθητής στη Λεόντειο με τον Χριστόδουλο Χάλαρη που εκείνη την εποχή έκανε τα Βυζαντινά του και μου ερχόταν κουτί. Όσο για ψάλτες, θα είχαμε τραγουδιστές. Στις μπουάτ είχα γνωριστεί με τους Μητσιά και Γαλάνη, ενώ με τον Ξυλούρη γνωριζόμασταν από τα Χανιά. Έβαλα και τον Φυσσούν σαν αφηγητή και στήθηκε η εκπομπή. Πήγαμε για γύρισμα την Μεγάλη Δευτέρα. Παραδώσαμε Μεγάλη Τετάρτη και την Μεγάλη Πέμπτη μου ζήτησαν να ανέβω στη διοίκηση. Βρεθήκαμε, με τους Χάλαρη και Δάμπαση (σκηνοθέτης) απέναντι στον διευθυντή τηλεόρασης και τους δύο βοηθούς του. Ξεκίνησε λέγοντας «Κύριοι, μας εξαπατήσατε. Κάνατε ένα ανοσιούργημα, ένα γελοίο πράγμα». Όταν ήρθε η σειρά μου, είπα: «Γιατί μας τα λέτε αυτά; Δεν θα το προβάλλετε;». Τελικά, προβλήθηκε και την Τρίτη του Πάσχα βγήκαν οι εφημερίδες με διθυράμβους. Την Τετάρτη ανέβηκα πάλι στην ΕΡΤ κι από την άλλη μεριά του διαδρόμου ο διευθυντής τηλεόρασης ερχόμενος προς το μέρος μου έτοιμος να με αγκαλιάσει. «Ρε Γιώργο, τι φτιάξαμε!», έλεγε χαρούμενος.
Το Νόμπελ του Ελύτη έσωσε μια δουλειά που κάναμε καταγράφοντας το λόγο πνευματικών ανθρώπων από τον ελλαδικό χώρο, στην αρχή είχε απορριφθεί. Επειτα, ξεκινήσαμε το ντοκιμαντέρ Εδώ Γεννήθηκε η Ευρώπη και παρά την αντικομμουνιστική υστερία και καχυποψία που ακόμα υπήρχε, επιβίωσε κι ένα επεισόδιο με κείμενα του Καζαντζάκη, τα οποία ενέκρινε πρώτα ο Τσαλδάρης και στη συνέχεια τα έστειλαν με ελικόπτερο από την Αθήνα στο Ναύπλιο για να τα δει ο Καραμανλής.
Το ’79-’80 είπα να κάνω αφιέρωμα στον Σεφέρη. Σκέφτηκα ότι θα υπήρχε κινηματογραφικό υλικό. Δέχθηκε μάλιστα να μιλήσει κι ο Ελύτης, παρόλο που δεν έδινε συνεντεύξεις. Τελικά, μου το απέρριψαν και με έκαναν έξαλλο. Συνέχισα τα γυρίσματα γιατί ήθελα να είναι έτοιμη η εκπομπή για τις 29 Φεβρουαρίου, αφού ο Σεφέρης ήταν γεννημένος στις 29/2/1900, δηλαδή είχε γενέθλιά κάθε τέσσερα χρόνια.. Αποδέχτηκαν την εκπομπή τελικά δίνοντάς μου τα μισά από τις 300.000 δραχμές, που είχα ζητήσει, δεδομένου ότι η ΕΡΤ ήταν μονοπώλιο και δε θα μπρούσα να πάω αλλού. Δεν με πείραξε, ήξερα ότι μια τέτοια δουλειά θα έχει διαχρονικότητα.
Για το αφιέρωμα του Σεφέρη είδα ότι δεν υπήρχαν στοιχεία. Μόνο στη Γεννάδιο βρήκα φωτογραφικό υλικό και μια δωδεκάλεπτη ταινία από την τελετή του Νόμπελ, να δίνει μια μικρή συνέντευξη σε ένα Βρετανό δημοσιογράφο και να διαβάζει ζωντανά την «Ανδρομέδα». Σκέφτηκα ότι υπήρχαν σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι για τους οποίους δεν είχαμε κανένα ντοκουμέντο. Το μετέφερα στον Ελύτη, με την σκέψη για μια εκπομπή με αυτοβιογραφίες. Μέχρι τότε, δεν υπήρχε ο όρος «αυτοβιογραφία». Σκοπός ήταν να αφήσω τον καλεσμένο να πει αυτά που θέλει, όπως θέλει, χωρίς παρέμβαση από σκηνοθέτες ή άλλους επαγγελματίες. Στοχεύαμε να αφήσουμε κάτι για τις επόμενες γενιές, ακόμα και μετά από 50-100 χρόνια. Ο Ελύτης βρήκε καταπληκτική την ιδέα και πρότεινε σαν όνομα της εκπομπής το Μονόγραμμα από το ομώνυμο έργο του.
Γυρίσαμε την αυτοβιογραφία του Ελύτη στην Πάτμο, μετά από δική του επιλογή, παρόλο που δεν είχε πάει ποτέ. Ήταν έντονη η πίστη του. Επίσης, τότε συζητιόταν η μεταφορά του Πατριαρχείου και ο Ελύτης ανήκε στην ομάδα που κάλεσαν οι Καραμανλής και Τσάτσος για να δούνε τι θα γινόταν αν η κατάσταση έφτανε στα άκρα. Μία σκέψη ήταν η μεταφορά στην Πάτμο.
Αν και παιδί της ένωσης κέντρου, από πολιτικούς έκανα εκπομπές μόνο για τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Μητσοτάκη. Είχα ετοιμάσει και για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η Μαργαρίτα μου είχε δώσει κινηματογραφικό υλικό της οικογένειας. Τότε όμως, όλα γίνονταν άρπα-κόλλα.
Με τον Καραμανλή είχαμε άλλη σχέση. Όταν ήταν πρόεδρος του πρότεινα να κάνουμε την αυτοβιογραφία του, κάτι που θεωρούσα ότι θα ήταν μεγάλη επιτυχία. Μεσολάβησαν οι Τσάτσος και Λούρος. Είχε ενδοιασμούς σχετικά με τη φωνή του. Του είπα ότι θα έστελνα το υλικό στη Γερμανία για να το «καθαρίζαμε». Μεσολάβησαν κάποιες πολιτικές εξελίξεις και στη συνέχεια, με δική μου επιμονή, κάναμε και δεύτερη συνάντηση. Έτσι ξεκίνησε η συλλογή του υλικού. Πριν γνωριστούμε τον θεωρούσα δύστροπο. Δεν υπήρξα ποτέ καραμανλικός, αλλά όταν τον γνώρισα διαπίστωσα ότι δεν είχα συναντήσει πιο ευαίσθητο και γλυκό άνθρωπο.
Ωραίες στιγμές ήταν με τον Καρούζο. Ήταν ήρεμος με την παρέα, αλλά αν δεν συμφωνούσε σε κάτι γινόταν έκρηξη. Πήγαμε στο Ανάπλι να κάνουμε το Μονόγραμμά του και ήθελε να μιλήσει στο σπίτι του. Φτάσαμε, αλλά δεν έβρισκε τη μάνα του. Χτύπαγε την πόρτα φωνάζοντας ήρεμα «μαμά» για κάμποση ώρα, μέχρι που στο τέλος άρχισε να την κλωτσάει! Γελάγαμε με τις εκρήξεις του.
Ο Τσαρούχης είχε ακουαρέλες του ’50 που δεν τις είχε βγάλει ποτέ. Τις είχε σε τράπεζα! Όταν του είπα ότι ήθελα να κάνω εκπομπή, μου είπε: «Καλά, θα πάω στην τράπεζα και θα τις φέρω». Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Πήγαμε στο ξενοδοχείο που έμενε στην Ερμού όταν ζωγράφισε την Πλάκα. Ήταν μια εκπληκτική προσωπικότητα κι έκανε συνεχώς πλάκες. Επίσης, στην τηλεόραση με βοήθησε πολύ η δική του παρουσία γιατί η πιο εντυπωσιακή δουλειά των πρώτων μου εκπομπών ήταν «Ο Πειραιάς του Τσαρούχη» που θεωρείται κλασική εκπομπή.
Ο Κατράκης ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος. Κυνηγούσε τον Ειρηναίο για να του φιλήσει το χέρι. Κάποτε, έκανε μια ταινία στην Κρήτη και βρήκα αφορμή να κατέβω για να κάνουμε το Μονόγραμμά του. Ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω κάτι ιδιαίτερο για εκείνον. Από το Καστέλλι που γεννήθηκε, ήταν ο περίφημος λαουτιέρης Γιώργης Κουτσουρέλης, είναι εκείνος που δίδαξε τον Ζορμπά στον Μίκη. Είπα στον Κουτσουρέλη να πάει στο καφενεδάκι του και να περιμένει. Πρότεινα του Μάνου να κάνουμε μια βόλτα στο Καστέλλι και χάρηκε πολύ. Τον ρώτησα αν γνώριζε τον Γιώργη. «Τον Γιώργη δεν ξέρω; Είχε ένα καφενείο εδώ, αλλά μάλλον θα το έχει παρατήσει». Παρόλα αυτά, πήγαμε να δούμε τι γίνεται. Μόλις μπήκε στο καφενείο ο Κατράκης, αρχίσανε τις μαντινάδες. Μετά, ζήσαμε μια συγκλονιστική στιγμή ακούγοντας τον Κουτσουρέλη να παίζει λαούτο και τον Κατράκη να ερμηνεύει Ερωτόκριτο!
Το Μονόγραμμα του Ανδρόνικου ήταν από τα πρώτα που έγιναν. Ανεβήκαμε στη Βεργίνα και μετά κάτσαμε για έναν καφέ. Του ζήτησα να μας δώσει κάτι επιπλέον. Μας τράβηξε παραπέρα και είχαμε την τύχη να είμαστε οι πρώτοι που κινηματογραφήσαμε την αρπαγή της Περσεφόνης. Έτυχε να γίνουν φίλοι μου οι τρεις σημαντικότεροι αρχαιολόγοι του 20ου αιώνα, οι Σακελλαράκης, Ανδρόνικος και Μαρινάτος που συνήθως πετάγανε βαρβάτες σπόντες ο ένας για τον άλλον. Για να κάνω το Μονόγραμμα του Σακελλαράκη πήρα τον Ελύτη και πήγαμε στην Κρήτη. Εκείνος για να ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης Ηρακλείου, με την ευκαιρία του πρότεινα να επισκεφτούμε τον Σακελλαράκη κι έμεινε καταγοητευμένος. Όταν όμως ο Σακελλαράκης μίλησε για την ανθρωποθυσία, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι τον ξεφτιλίσανε ενυπόγραφα. Μάλιστα, υπέγραψαν και άνθρωποι που είχαν υποστεί τα ίδια, όπως ο Ανδρόνικος με την ανακάλυψη του τάφου της Βεργίνας. Όλοι οι αρχαιολόγοι τον περιθωριοποίησαν. Είναι περίεργος ο χώρος της αρχαιολογίας. Στην τηλεόραση μπορεί να συνυπάρχουν πολλοί σημαντικοί άνθρωποι. Αρχαιολόγοι όμως, θα βγουν 1-2 σε όλον τον αιώνα.
Είχα την τύχη να ζήσω τους πνευματικούς ανθρώπους σε πιο ανθρώπινες στιγμές. Στην Κέρκυρα παίξαμε τάβλι με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και στον Πειραιά κάναμε τραμπάλα με τον Τσαρούχη. Το πατρικό του γκρεμίστηκε γρήγορα για να μην θεωρηθεί διατηρητέο, αλλά απέναντι υπάρχει ακόμα ένα νεοκλασικό που όταν γυρίζαμε το Μονόγραμμά του ήταν παιδικός σταθμός. Εκεί λοιπόν, βρήκαμε παιδική χαρά και χωθήκαμε. Ο κόσμος έχει άλλη ιδέα για τους πνευματικούς ανθρώπους. Ξεχνάει ότι είναι κι εκείνοι άνθρωποι. Κάποτε βρέθηκα σε μια εκδήλωση. Μια κυρία είπε ότι έτυχε να γνωρίσει τον Ελύτη σε κάποιο γεύμα και της έκανε κακή εντύπωση που εκείνος της μιλούσε για φασολάκια. Μα, οι περισσότεροι ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι.
Ένας από τους καλύτερους φίλους μου είναι ο Μητσιάς. Κάποιο διάστημα που τραγουδούσε μαζί με την Μπέλλου, μπήκε κι εκείνη στην παρέα μας. Κάθε μέρα όλο και με κάποιον θα έπαιζε χαρτιά, με αποτέλεσμα να σκίζει καθημερινά μια τράπουλα. Όταν έγινε υπουργός εξωτερικών ο Σαμαράς τον πήρε η Μπέλλου ζητώντας να τον δει την επόμενη μέρα στις 12. Ο Σαμαράς ακύρωσε ό,τι άλλο είχε για να την συναντήσει, αλλά η ώρα περνούσε χωρίς να εμφανιστεί, με αποτέλεσμα να ανησυχήσει και να βάλει την γραμματέα του να τηλεφωνήσει. Ο διάλογος ήταν απολαυστικός:
-Ναι;
-Κυρία Μπέλλου;
-Ναι μωρή, εγώ είμαι.
-Από το γραφείο του υπουργού τηλεφωνώ,
-Μωρή, γιατί δεν με ξύπνησες;
Πριν πεθάνει η Μπέλλου, είχε δώσει ένα πανί τυλιγμένο στη Σοφία Αδαμίδου για να το βάλει στον τάφο της. Στην κηδεία ήμασταν παρέα με τον Μητσιά. Εκείνος ζήτησε από την Αδαμίδου να ανοίξει το πανί για να δούμε τι είχε βάλει. Αν και στην αρχή δεν ήθελε, μετά το άνοιξε και μείναμε έκπληκτοι. Ήταν δύο ζάρια!