Μισό λεπτό όμως. Αλήθεια πώς βγήκε αυτό το προσωνύμιο που τον ακολουθεί εδώ και δεκαετίες συνδέοντάς τον με τον επιθεωρητή του Χαβάη 5-0; Υπάρχει ιστορία. Μία από τις πολλές. Από τις πάμπολλες (που σύντομα θα τις δούμε και μαζεμένες). «Ο Χάρρυ Κλυν με έβγαλε έτσι. Μια φορά είχα πάει να τον δω στο Ζυγό στην Πλάκα. Καθόταν μπροστά η Ρίτα Σακελλαρίου, την παίρνει χαμπάρι και το τι καλαμπούρι της έκανε, δε λέγεται. Κάνω να πάμε να κρυφτούμε πίσω πίσω μπας και τη γλιτώσουμε, με αντιλαμβάνεται. Λέει στο μικρόφωνο: “Είναι κι ο Γιωργάρας μας εδώ, το κελί με -ήτα το γράφεις; Δικέ μου, εμείς θα τη βρούμε μια μέρα…”, και πετάει και το Μαγκάρετ. Ακόμα μιλάμε και στο τηλέφωνο. Πολλά χρόνια αργότερα έπαιξα και στο μαγαζί του Νίκου, του γιου του».
Συναντιόμαστε με αφορμή τις δύο εμφανίσεις του στο Γυάλινο (17 και 24/3, με το ενδεχόμενο να συνεχιστούν). «Θα πω τραγούδια από μια μεγάλη γκάμα της καριέρας μου, αλλά θα ειπωθούν και μερικά που δεν έχουν γνωρίσει την επιτυχία που τους άξιζε. Δεν έχει σημασία και δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες γιατί -και πώς- δεν έγιναν πολύ γνωστά. Είναι τραγούδια που μπορώ να πω ότι ήταν και πιο ωραία από τις επιτυχίες, αλλά η πατρίδα μας -όπως ξέρεις- δύσκολα αναγνωρίζει τα ωραία. Μπορεί να πούμε με την ορχήστρα μου και μερικά ακόμα, εκείνα των μεγάλων δημιουργών. Είμαι από τους πιο δύσκολους τραγουδιστές, γιατί τα θέλω τα πράγματα στη θέση τους. Τα τραγούδια των μεγάλων δημιουργών δεν πρέπει να τα πειράζουμε και πολύ, μη σου πω καθόλου».
Συμφωνα με τις σημειώσεις μου φέτος κλείνει 50 χρόνια στο τραγούδι. Με διορθώνει. Είναι 47, από το 1971, αν υπολογίσει κανείς και τη δεκαετία που ήταν άσημος πριν βγάλει τον πρώτο του δίσκο Εσύ Μιλάς Στην Καρδιά Μου το 1981. Τότε που τραγουδούσε παντού, προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, κάνοντας όνομα στις ταβέρνες. «Εκεί λέγαμε τα καλά τραγούδια αφού υπήρχαν οικογένειες με παιδάκια που βιώνανε το καλό τραγούδι. Δε χρειαζόταν να φωνάζουμε, εγώ δεν είμαι φωνακλάς τραγουδιστής κι αν με έχετε ακούσει έτσι καμιά βραδιά θα είχα τα μπουρίνια μου. Στις ταβέρνες, λοιπόν, έμπαιναν κι αλανιάρηδες αλλά εγώ ήξερα πως να το διαχειριστώ. Έλεγα το “Αντιλαλούν οι φυλακές” αλλά και τη “Φραγκοσυριανή”. Στα νυχτομάγαζα τα βάρβαρα μπήκα 35 χρονών, είχα ψηθεί και ήμουν έτοιμος. Στο Σεραφίνο, που έγινα γνωστός, έψαχνα στο πατάρι για καμιά οικογένεια όπως στις ταβέρνες. Και παρεξηγιόντουσαν τα πρώτα τραπέζια επειδή δεν τους κοίταγα. Είχα βέβαια και το χούι να κλείνω και τα μάτια μου όταν τραγουδούσα».
Κάνω πράγματα που δεν τα έκανα στην αρχή της καριέρας μου αλλά ούτε και στη μέση. Σε αυτό που υπηρετώ εγώ έμεινα μόνος μου. Στο λαϊκό τραγούδι.
Έρχονται λίγο κόντρα όλα αυτά με την εικόνα του μάγκα, του βαρύ, του αυθεντικού αρσενικού που ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστή αυτής της μυθολογίας του λαϊκού τραγουδιού που ακόμα και σήμερα γοητεύει τις επόμενες γενιές, ακόμα κι αν μουσικά έχουν άλλες αναφορές. «Δεν μπορούσε να ξεκουραστεί ο λαιμός μου και σε όλους τους δίσκους μου εκείνα τα χρόνια ο λαιμός μου ήταν κουρασμένος. Γιατί σχολάγαμε από το μαγαζί και πηγαίναμε κατευθείαν στο στούντιο. Εγώ δε χρειάζομαι νύχτα για να τραγουδάω, μια χαρά το κάνω και στις 10-11 το πρωί. Θέλω να είμαι και της μέρας άνθρωπος, έλα όμως που δε γίνεται. Και τώρα όσο περνάνε τα χρόνια ζητάω να προσθέσουν κι άλλες ώρες στην ημέρα. Τώρα επειδή η δουλειά μας έγινε 1-2 Σάββατα, δόθηκε η δυνατότητα στον τραγουδιστή να κάνει τη δισκογραφία του πιο ωραία».
«Μισός αιώνας Μαργαρίτης, λοιπόν…», του επισημαίνω λίγο προβοκατόρικα κι εκείνος, ελέγχοντας πάντα την κατάσταση, μου λέει πώς τα καλύτερα έρχονται. Κι ετοιμάζει όντως αρκετά πράγματα. Μέχρι το Πάσχα θα έχει κυκλοφορήσει κι ένας δίσκος με ανέκδοτα τραγούδια που γράφτηκαν πριν 20 χρόνια από τον αείμνηστο Θοδωρή Δερβενιώτη σε στίχους το Θάνου Σοφού. «Κι όμως ακούγονται μια χαρά σήμερα, ο άλλος έγραψε “Πρέπει λίγο να με νιώσεις, έχω δάνεια και δόσεις…” σαν να τα είχε δει όλα».
»Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι», συνεχίζει, «απλώς περνάνε τα χρόνια, ο άνθρωπος ωριμάζει και τα βλέπει όλα με ένα διαφορετικό μάτι, δε βιάζεται να δώσει απαντήσεις. Εμένα ευτυχώς με έχει καλά ο Θεός και κάνω πράγματα που δεν τα έκανα στην αρχή της καριέρας μου αλλά ούτε και στη μέση. Σε αυτό που υπηρετώ εγώ έμεινα μόνος μου. Στο λαϊκό τραγούδι».
Μεγάλη κουβέντα, αλλά κι αληθινή. Το καλούπι που έβγαζε τραγουδιστές σαν τον Μαργαρίτη έχει σπάσει. Γιατί άλλαξε η εποχή. Λείπουν άραγε οι ερμηνευτές-προσωπικότητες ή οι συνθέτες; «Κάθε γενιά έχει τους δικούς της ρυθμούς και τις δικές της μουσικές. Η κάθε γενιά που έρχεται έχει τα δικά της ακούσματα (και τα δικά της βιώματα), και πρέπει να το σεβαστούμε. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν καλά τραγούδια ή ότι δεν υπάρχουν συνθέτες και τραγουδιστές. Υπάρχουν, αλλά είναι πιο λίγοι. Και είναι και τα μέσα ενημέρωσης που τους κάνουν όλους γνωστούς σε μια μέρα, σε ένα μήνα, σε ένα χρόνο. Βγάζει γρήγορα ο κόσμος τα συμπεράσματά του.
Όταν ξεκινούσα εγώ ήθελε να έχεις κάτι ιδιαίτερο, αλλά να δείχνεις και διάρκεια. Υπήρχαν και τρικλοποδιές και κόντρες, τα πάντα μεταξύ των μεγάλων. Αλλά τους μικρούς, όπως εγώ, τους καλωσόριζαν. Έβγαιναν τοσο πολλοί δίσκοι που ο κόσμος ήταν συνέχεια στην τσίτα. Πότε θα βγάλει ο Στελάρας; Πότε ο Μανώλης Αγγελόπουλος; Θα ήθελα να υπήρχαν και άλλοι και να είχαμε ανταγωνισμό όπως τότε. Έπαιζε ρόλο, βέβαια, ότι ο κόσμος άκουγε περισσότερο (στο ραδιόφωνο) και λιγότερο έβλεπε τους τραγουδιστές.
Εγώ έγινα γνωστός τραγουδώντας εννιά όγδοα, σε αυτό το ρυθμό τραγουδούσαν όλοι οι τραγουδιστές εκείνης της εποχής και είχαν επιτυχία. Από τον Αντώνη Ρεπάνη, τον Καζαντζίδη (“Στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου”) και τον Αγγελόπουλο (“Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι”) στον Μπιθικώτση (“Ρολόι κομπολόι”) και τον Διονυσίου (“Εγώ καλά σου τα ‘λεγα”). Και ήρθα εγώ να τραγουδήσω “Δεν πρέπει, δεν πρέπει να σβήσει ο δικός μας ο δεσμός” και με δέχτηκαν. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήρθε στο τότε σπίτι μου στην Κυψέλη, ξέρετε να το έκανε σε πολλούς αυτό; Τον άκουγα με πολλή προσοχή, όταν μιλούσε ήταν το ίδιο ωραίος με όταν τραγουδούσε. Το έχω μετανιώσει γιατί δεν τον έπεισα ποτέ να κάνει έναν δίσκο με απαγγελία, τόσο γλυκός ήταν όταν μιλούσε. Τα μεγαθήρια αυτά με κάνανε και δικό τους άνθρωπο, τρώγαμε και πίναμε μαζί».
Κι εκείνος ήρθε να συνεχίσει την παράδοση των μεγάλων λαϊκών ερμηνευτών που κρατούσε, όπως σημειώνει επίμονα, απο πιο παλιά «με τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Οδυσσέα Μοσχονά, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Εκτός του ότι όλοι οι μεγάλοι συνθέτες τραγουδούσαν κιόλας. Τα έλεγε ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου».
Ο Γιώργος Μαργαρίτης δεν έκανε crossover το 2000 που κυκλοφόρησε το Δρόμοι του Πουθενά με τους 667 του Θοδωρή Μανίκα. Ήταν πάντα αγαπητός και συνδεδεμένος με άλλα ακροατήρια, με τα δικά μας ακροατήρια, με αυτή την αδιόρατη κλωστή που μπορεί να συνδέει το «Μα τι λέω» με το heavy metal. Όμως με το ομώνυμο τραγούδι, που τον αποκάλυψε σαν έναν bluesman εν υπνώσει, έκανε ίσως την τελευταία μεγάλη επιτυχία της ελληνικής δισκογραφίας πριν παραδώσει κι αυτή το πνεύμα της. «Αυτό το επάγγελμα θέλει τεράστιες θυσίες. Ένα μήνα να εξαφανιστείς, ισχύει η παροιμία “μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται”. Εγώ τότε ψαχνόμουν για το τι πρέπει να κάνω για τη γενιά που είχε έρθει. Κι έκανα ένα τραγούδι που όντως αγαπήθηκε πολύ. Ήρθαν τριγύρω μου καινούργια πρόσωπα και θαμώνες. Κάποια στιγμή έκανα με τον Μαχαιρίτσα, τη Ράντου και τον Γιάννη Μαύρο και το “Πεθαίνω για σένα”. Και ήρθε αμέσως μετά κι άλλο ένα που λέει “Το καλύτερο μπεγλέρι είναι τα κλειδιά στο χέρι” σε στίχους του Λογό(θετη). Εγώ είπα και τραγούδια της εργατιάς, είπα και για τους ναυτικούς. Γιατί να ξέρετε, η μισή Ελλάδα βρίσκεται στις θάλασσες και η άλλη μισή ετοιμάζεται να πέσει μέσα. Δεν είναι λοιπόν μόνο ο έρωτας και η καψούρα. Άλλωστε, δεν τραγούδησα το “Κελί 33” του Γιώργου Μάμμου (που δεν τον ξέρει κι ο κόσμος) κι επισκίασε όλη τη δισκογραφία μου;».
Τον Μάιο του 2017, ο Γιώργος Μαργαρίτης επισκέφτηκε τις φυλακές Κορυδαλλού εκπληρώνοντας την προφητεία. Τα «άλλα» ακροατήρια που λέγαμε πριν σημείωναν χρόνια περί «δικού μας Johnny Cash». Στον Κορυδαλλό, ο Μαργαρίτης έζησε τα δικά του Folsom Prison και San Quentin, όπως ο μακρινός αμερικάνος συγγενής του 50 χρόνια πριν. «Έκανα ένα μικρό πέρασμα κι εγώ, μη με ρωτήσεις γιατί, νέος άνθρωπος ήμουν. Είναι άτιμο πράγμα η φυλακή. Δεν περιγράφεται η ώρα που έρχεται ο κλειδοκράτορας να σε κλειδώσει το βράδυ κι άντε να σε αφήσει έξω την άλλη μέρα να βγεις στο προαύλιο… Αυτό έγινε πριν γίνω γνωστός και το είχα μέσα μου από τη στιγμή που έκανα δισκογραφία. Είναι δύσκολο να πάει ένας τραγουδιστής εκεί μέσα να κάνει εμφάνιση. Μου έλεγαν άλλοι “δε φοβάσαι;” κι έλεγα “τι να φοβηθώ;”, κι αυτοί άνθρωποι είναι που θέλουν να ξεσκάσουν. Μπορεί να βγουν καλύτεροι άνθρωποι στην πορεία, δεν είναι όλοι αλλά έχει και πολλούς αδικημένους εκεί μέσα.
Το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, με δέχθηκαν με τέτοια καλοσύνη τα παιδιά της φυλακής στον Κορυδαλλό, κι ο διευθυντής είχε οργανώσει πολύ ωραία τη γιορτή αυτή. Ηλικιωμένο δεν είδα, η απορία μου ήταν πώς γίνεται τόση νεολαία να είναι μέσα; Να σου πω και δυο στιγμιότυπα. Βλέπω δύο τρία παιδιά μελαχρινά, δε μιλούσαν τη γλώσσα. Λέω στον μπουζουξή, τον Μανώλη τον Καραντίνη: “Αυτό το παλικάρι εδώ πέρα ξέρεις τι θέλει; Θέλει τσιφτετέλι”. Του έπαιξε ένα σόλο κι έγινε αετός. Τους μάζεψα μετά και τους λέω “ελάτε, πάμε στο κελί 33”. Μαζευτήκαμε σχεδόν 100 άτομα εκεί πέρα και το τραγουδήσαμε».
Και δεν σταμάτησε εκεί. Σε μια εποχή που τα λαϊκά κάποτε είδωλα της κάποτε κραταιάς νύχτας, βγάζουν την μάσκα και πίσω από τους πύργους με τα λουλούδια τραγουδάνε τον φασισμό, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, ο Γιώργος Μαργαρίτης επισκέπτεται τον καταυλισμό των τσιγγάνων στους Σοφάδες Καρδίτσας («ξέρει ο κόσμος τι ρόλο έχουν παίξει οι Ρομά στο λαϊκό τραγούδι;»). Ή συνδυάζει τις εμφανίσεις του στη Μυτιλήνη με επίσκεψη στον καταυλισμό του Καρά Τεπέ («έχει γίνει καλή δουλειά από τον τον Σταύρο Μυρογιάννη, τον διοικητή του κέντρου φιλοξενίας»). Ή βγαίνει στα πρωινάδικα τους μικροαστικού συντηρητισμού και τους τρελαίνει δηλώνοντας υπέρ του gay γάμου και της τεκνοθεσίας από gay ζευγάρια («άμα τα καταφέρουν, εγώ περισσεύω…»).
Αν η πατρίδα μας είχε πόρους και μπορούσε τους μετανάστες να τους κάνει δικούς της ανθρώπους, δε θα είχε τίποτα να χάσει. Άνθρωποι είναι κα αυτοί, ξέρεις τι θα πει ξεριζωμός; Να σε διώχνουν από εκεί που είναι όλοι οι δικοί σου; Να αφήνεις τα πάντα πίσω;
Γιατί βγήκε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια από το καβούκι του τραγουδιστή και πήρε θέση. Η απλούστατη απάντηση είναι γιατί μιλάμε για έναν άνθρωπο με πηγαία καλοσύνη που έχει περπατήσει τόσο τη ζωή, ώστε να μην κολλάει σε στερεότυπα. Αλλά, ας δούμε τι λέει και ο ίδιος… «Δεν είμαι πολιτικός, πολλά γράμματα δεν ξέρω. Απ’ ό,τι έμαθα από το επάγγελμα μου κι από τη νύχτα, μέσα κι έξω από την Ελλάδα, μου βγαίνει να πω ότι αν η πατρίδα μας είχε πόρους και μπορούσε τους μετανάστες να τους κάνει δικούς της ανθρώπους, δε θα είχε τίποτα να χάσει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει δύναμη, είναι μικρή χώρα. Άνθρωποι είναι κα αυτοί, ξέρεις τι θα πει ξεριζωμός; Να σε διώχνουν από εκεί που είναι όλοι οι δικοί σου; Να αφήνεις τα πάντα πίσω;»
Αλλάζουμε φύλλο. Ξαναμοιράζουμε και πάμε στη νύχτα. «’Εγινε ό,τι γίνεται σε κάθε επάγγελμα, για την πτώση φταίνε κι αυτοί που το εξασκούν. Η κρίση στη νύχτα έφερε πολλή ανεργία, μπορεί να δούλευε και 1 εκατομμύριο κόσμος σε διάφορα πόστα. Η πατρίδα μας δεν έχει εργοστάσια, δεν έχει μεταλλεία για να πάει να δουλέψει ο κόσμος. Αλλά μας έχουν βάλει και στο μάτι οι ξένοι. Τους έχει φάει η ζήλια γιατί έχουμε τον ήλιο, τα νησιά μας, την ελευθερία μας τη νύχτα και το γλέντι το ωραίο. Τουλάχιστον γι’ αυτό μπορούμε να καυχηθούμε», σκάει ένα τσαχπίνικο χαμόγελο που αυτόματα υπονομεύει και λιγάκι αυτό που μόλις είπε.
Τα έζησε όλα στη νύχτα. Μεθυσμένους, ερωτοχτυπημένους, βαρύμαγκες και παρεξηγημένους. «Ο μεθυσμένος ο φουκαράς εδώ θα πέσει-εκεί θα πέσει. Ο άλλος που πονάει ξέρει που θα πέσει και του χρειάζεται να προσέχει. Έχουν δει τα μάτια μου πολλά. Παλαιότερα ήταν πιο σκληρά τα πράγματα. Χόρευε ένας και χτυπούσαν παλαμάκια 50 άτομα, έκανε μισή ώρα να σηκώσει το πόδι για τη φιγούρα κι άλλη μισή να το κατεβάσει. Εμένα όμως μου αρέσει πιο πολύ τώρα γιατί οι νέοι χορεύουν όλοι μαζί, ξεφαντώνουν παρέα…».
Κι ο ίδιος; Έρωτες λεφτά, αναγνώριση; «Κι έρωτες κι απ’ όλα είχε η πορεία. Και καλούς έρωτες. Οι κοπέλες ήταν όλες καλές, εγώ δεν ήμουν έτοιμος. Του Θεού πράγματα είναι αυτά, δεν είναι για κακό.
Δεν έπαιρνα όλες τις δουλειές, τις διάλεγα. Ήθελα να με αναζητάει ο κόσμος. Γι’ αυτό δεν έβγαλα και πολλά λεφτά. Η επιτυχία γίνεται όταν ανταμώνει η μέρα με τη νύχτα. Είναι ωραίο πράγμα αυτή η αγάπη που παίρνω, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Μου περισσεύει. Καμιά φορά περπατάω με φίλους μου και με παρατάνε, επειδή με σταματάνε συνέχεια. Και θέλω να το ανταποδίδω, όπως εγώ έχω ανάγκη από δύναμη, έτσι θέλω να δίνω π.χ. στο εργατόπαιδο που θα συναντήσω στο δρόμο».
Μάλλον ψάχνοντας μια ωραία ατάκα κλεισίματος, παρά επειδή έχει ουσιαστικό περιεχόμενο η ερώτηση τον ρωτάω αν σκέφτεται καμιά φορά και το μεγάλο φινάλε, αν το φοβάται… «Τι είμαι εγώ να μην σκέφτομαι το θάνατο; Από τσιμέντο είμαι; Φοβάμαι κι εγώ. Εδώ φοβούνται οι πιο πεπειραμένοι πιλότοι που πετούν τα αεροπλάνα. Έλα Παναγιώτη, αγόρι μου, τελειώσαμε…Πάμε να φύγουμε».