Με αφορμή τα κείμενα που γράφτηκαν για τα δύο τελευταία μας μουσεία, παρατήρησα πως σπάνια κάποιος Έλληνας δημοσιογράφος μπαίνει στον κόπο να υπογραμμίσει ότι ένα κτίριο δεν είναι ένα UFO που ήρθε από τον ουρανό, πως δεν φύτρωσε αλλά κάποιοι μόχθησαν να το συλλάβουν και να το σχεδιάσουν. Ένας βιβλιοκριτικός δεν θα παρέλειπε ποτέ το όνομα του συγγραφέα, γιατί το κάνουν αυτό με τους αρχιτέκτονες; Δεν καταλαβαίνουν πως η αρχιτεκτονική είναι ένας τομέας που παράγει πολιτισμό; Έναν πολιτισμό που δεν είναι καν εφήμερος, μένει για 100 χρόνια ή και πολύ περισσότερα, διαμορφώνει το περιβάλλον μας. Αυτή είναι και η τεράστια ευθύνη του αρχιτέκτονα.
Στη δεκαετία μεταξύ ‘50 και ‘60, όταν οι αρχιτέκτονες ήταν λίγοι και δημιούργησαν εκλεκτά έργα, στην περίφημη αρχιτεκτονική άνοιξη της Ελλάδας που μας έδωσε τα Ξενία, υπήρχε μια σύμπνοια και μια δεοντολογία, τόσο μεταξύ των συναδέλφων όσο και από τους τρίτους. Σήμερα, πρέπει να είναι κανείς ή διεθνής star architect ή να πεθάνει ώστε σε μια νεκρολογία να τον μνημονεύσουν γράφοντας για το τι ωραία πράγματα μας άφησε.
Μετά τον μεσοπόλεμο, ο μοντερνισμός ήρθε να καλύψει σχεδιαστικά ζωτικές ανάγκες τεραστίων μεγεθών και πληθυσμού, σε μια περίοδο δηλαδή που είναι δύσκολο να παραχθεί ποιοτική αρχιτεκτονική. Στα πρώτα του βήματα υπήρξε ένα μανιφέστο που υπολόγιζε τι θα γίνει στο μέλλον, ήταν μια επανάσταση στην αρχιτεκτονική. Τα κτίρια του μοντερνισμού όμως, κόντρα σε κάθε ακαδημαϊσμό του παρελθόντος, έχουν κατασκευαστεί με υλικά τα οποία – δυστυχώς για το τώρα- είναι φθαρτά.
Οι διάφορες εκδοχές του μοντερνισμού που ακολούθησαν προσπάθησαν να απαντήσουν στα όποια μειονεκτήματά του, χωρίς αυτό να τον καταδικάζει σαν κίνημα, ακόμη και όσοι τον έζησαν δεν κατάλαβαν την αξία του. Η απάντηση σ’ αυτή την κατάπτωση της ποιότητας που τη ζήσαμε και στην Ελλάδα μεταξύ ‘70 και ‘80, είναι κάποια κύματα όπως του μεταμοντερνισμού και του κονστρουκτιβισμού, κινήσεις δηλαδή εφήμερες. Το να μιλάμε για κάποιο σύγχρονο κίνημα το θεωρώ πολύ δύσκολο, σήμερα αυτό που θα έπρεπε να απασχολεί τον αρχιτέκτονα είναι η σχέση με τον τόπο και το πως δένει το έργο του με αυτόν. Δίχως εθνικές ιδεοληψίες, μακριά από την ελληνικότητα που παλιότερα ήταν στο επίκεντρο της αναζήτησης πολλών αρχιτεκτόνων και την επιστροφή στις αρχιτεκτονικές μας ρίζες που προκύπτει είτε γιατί έχουμε ενοχές και τύψεις για τις όποιες ζημιές κάναμε στο περιβάλλον μας, είτε γιατί αναζητούμε κάποιες αφετηρίες για να συνθέσουμε την αρχιτεκτονική μας.
Ο μύθος της αρχιτεκτονικής συνέχειας έπρεπε να τελειώσει από την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου που έφερε μαζί του και την σαφή αλλαγή του τοπίου. Δε μπορούμε να δημιουργούμε σε σημερινά κτίρια ένα αέτωμα σε ανάμνηση μιας αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής, δε μπορεί να είναι κάτι νεοβυζαντινό ή κάτι νεο-νεοκλασικό το νέο που δημιουργήσουμε, δεν γίνεται να γεμίζουμε τις πόλεις με καρικατούρες σε μια προσπάθεια απομίμησης παλαιότερων έργων.
Στο μουσείο Μαστίχας Χίου, το πρώτο και καίριο ερώτημα ήταν πως θα δεθεί αυτό το έργο με τον τόπο του, ένα ερώτημα που έβαλαν και οι ντόπιοι, οι μαστιχοκαλλιεργητές οι οποίοι λατρεύουν το μέρος. Όταν πρωτοπήγα σε εκείνη την ράχη με πλησίασαν και μου ζήτησαν να μην χαλάσω το τοπίο της πρότυπη καλλιέργειας που έχει σαν θέα ένα μεσαιωνικό χωριό. Στην αρχή νόμιζα πως έμπλεξα αφού μου ζητούσαν να το κάνω υπόσκαφο. Τους εξήγησα πως κατανοώ την ευαισθησία τους και μακάρι να την είχαν όλοι, όμως η αρχιτεκτονική κατά την γνώμη μου πρέπει να φαίνεται, να είναι όμως τόσο προσεκτικά φτιαγμένη ώστε να μην μοιάζει παράταιρη με το περιβάλλον γύρω της, αν είναι δυνατόν κοιτάζοντας την να λες που φυτρώνει από τον τόπο. Μια αρχιτεκτονική λοιπόν είναι ισχυρή όταν νιώθεις πως έχει βλαστήσει από τον τόπο της, σαν το δέντρο.
Όταν ένα κτίριο πρέπει να δημιουργηθεί σε ένα υφιστάμενο κέλυφος υπάρχει μια κάποια προβληματική για το πως θα εντάξεις τη νέα χρήση του μέσα στο παλιό κτίριο, όπως μου συνέβη με το Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων. Θα πρέπει να συνδυάσεις την αποκατάσταση των υλικών, την αναστήλωση του υπάρχων σκελετού με την νέα χρήση και τις σύγχρονες κατασκευές, το πως παράγεις ένα νέο περιβάλλον που δεν θα ακυρώνει το παλιό αλλά δεν θα υποβαθμίζει και το καινούργιο και τη μελλοντική χρήση του. Όταν όμως έχεις να καταπιαστείς με ένα καινούργιο έργο, ένα κτίριο από το μηδέν, τότε οι προκλήσεις είναι πολλαπλές και μεγαλύτερες. Το εξηγώ συνέχεια σε συναδέλφους και σε μαθητές μου που νομίζουν πως είναι δύσκολο να δώσεις νέα χρήση σε ένα παλιό κτίριο. Αν έχεις την ευαισθησία να το αφουγκραστείς, να το μελετήσεις, να πιαστείς από τους περιορισμούς που σου θέτει και συχνά -εκτός από πειθαναγκασμούς- αποτελούν αφορμές για έμπνευση τότε τα πράγματα είναι εύκολα. Όταν όμως σε πετάξουν σε ένα χωράφι στη μέση του κάμπου και σου πουν «τώρα φτιάξε μου ένα κτίριο, είσαι ολομόναχος με το τοπίο», μια φλασιά μπορεί να σε οδηγήσει σε κάτι πραγματικά μεγάλο.
Αν θες να παράγεις μια αρχιτεκτονική που πραγματικά έχει σχέση με την ιστορία κάθε τόπου, μπορείς να φιλτράρεις την έμπνευση σου μέσα από μια αύρα παλιότερου πολιτισμού χωρίς να χρειαστεί να περιπέσεις σε απομιμήσεις και ψευδαντίγραφα. Παρατηρώ βέβαια πως τα νέα παιδιά κοιτάζουν προς άλλες κατευθύνσεις, παρακολουθώ τον γιο μου που που είναι πολύ πιο ευαίσθητος στην σχέση τοπίου και αρχιτεκτονικής και όχι τόσο στη σύνδεση ιστορίας και αρχιτεκτονικής. Η φουρνιά των αρχιτεκτόνων που ασχολείται με τα εικαστικά έχει βρει μια εύκολη καταφυγή, όμως όποιος κάνει αυτή τη δουλειά έχει στα όνειρα του να χτίσει, να βγει στις τρεις διαστάσεις, να παραγάγει χώρο και εκεί τεστάρεται, πως δημιουργεί χώρους και κτίρια που να κάνουν την ψυχή του κόσμου που τα κοιτά ή μπαίνει σ’ αυτά να πάλλεται.
Όταν σχεδιαζόταν το Χίλτον τη δεκαετία του ’50, είχε σηκωθεί θύελλα διαμαρτυριών διότι οι επικριτές του ισχυρίζονταν πως θα είναι ανταγωνιστικό ως προς την Ακρόπολη. Οι δεσμεύσεις που μας θέτουν οι συντελεστές δόμησης για την Αθήνα είναι θεμιτές, όσο μπορείς να διαβάσεις σήμερα την ομορφιά του αρχαίου αττικού τοπίου και την σφραγίδα του πολιτισμού που είχε, τόσο το καλύτερο. Ευτυχώς που δεν έχουμε γεμίσει πύργους εξαιτίας των αρχαιολογικών χώρων, μακάρι να μπορούσαμε να χτίζουμε μόνο μονόροφα. Άλλωστε, η αρχιτεκτονική ποιότητα δεν είναι θέμα ύψους, εκτός να πρόκειται για το Μανχάταν στο οποίο για να ταιριάζεις με το τοπίο πρέπει να φτιάξεις κάτι ψηλό, ένα κτίριο που να το χαρακτηρίζει η προπέτεια.
Πώς απευθύνεται η αρχιτεκτονική στους κατοίκους μια πόλης; Κατ’ αρχήν οφείλουν οι ίδιοι να γνωρίζουν κάποια βασικά στοιχεία της, αυτό θα συμβεί μόνο αν εισαχθεί στην εκπαίδευση. Στα παιδιά που κάνουν κατασκευές στα νηπιαγωγεία με τουβλάκια πρέπει κάποιος να τους εξηγήσει ότι αυτό που φτιάχνουν είναι η μικρογραφία των πραγμάτων που μας περιβάλλουν και θέλουν μια τέχνη για να γίνουν. Καθώς προχωράνε τάξεις πρέπει να διδάσκονται με απλά λόγια βασική ιστορία της τέχνης και της αρχιτεκτονικής.
Η αρχιτεκτονική, είτε το θέλουμε είτε όχι, αποτελεί τον περίγυρο μας γι’ αυτό αν τα παιδιά αρχίσουν να καταλαβαίνουν τι σημαίνει κλίμα, άλσος, δρόμος, πλατεία, κτίριο και πως όλα αυτά μαζί συναπαρτίζουν ένα αστικό περιβάλλον, από τι αποτελείται μια πολεοδομική ενότητα, πως πολλές πολεοδομικές ενότητες συνθέτουν έναν χωροταξικό σχεδιασμό σε όλη τη χώρα, όταν οι έννοιες αυτές δεν θα είναι άγνωστες στους πρωτοετείς της αρχιτεκτονικής τότε δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε καμιά προπαγάνδα για να γίνει αγαπητή η αρχιτεκτονική, για να μην θεωρούμε πως είναι κάτι το επίπλαστο ή πως καλή αρχιτεκτονική είναι εκείνη που βάζει αντίγραφα μπαλούστρων στις σημερινές πολυκατοικίες.
Βλέπω επιχειρηματίες να παίρνουν κτίρια και να τα φτιασιδώνουν γιατί αυτό νομίζουν πως πουλάει στον κόσμο. Όπως έγινε με το μοντερνιστικό Electra Palace που κατέληξε ένα ψευτονεοκλασικό εξαόροφο, ούτε στο Παρίσι δεν θα συναντήσεις όμοιό του. Ή το King George, ένα πρώην εξαιρετικό μοντερνιστικό κτίριο, απλό και θαυμάσιο σε φωτογραφίες του μεσοπολέμου που κατάντησε ένα ντεμέκ νεοκλασικό, να μπαίνεις μέσα και να γελάς καθώς αναρωτιέσαι αν βρίσκεσαι σε κουκλόσπιτο ή ξενοδοχείο. Ζήτησαν να διαμορφώσουν και το Electra Metropolis κατ’ αυτόν τρόπο, ευτυχώς όμως αντέδρασε επιτέλους το κεντρικό συμβούλιο νεωτέρων μνημείων και το Υπουργείο πολιτισμού προκειμένου να βάλουν φρένο στον επιχειρηματία, λέγοντάς του πως αυτό είναι ένα κτίριο του Καραντινού. Εν τέλει, προέκυψε ένα σύγχρονο αστικό ξενοδοχείο με καθαρή γεωμετρία και καλώς, αφού η προσωπικότητα ενός κτιρίου οφείλει να στηρίζεται σε κάποιες αξίες της εποχής της.
Η σημερινή εποχή επιτάσσει -από τον 20ο αιώνα και μετά- για τον χαρακτήρα ενός κτιρίου, πως εν αρχή πρέπει να είναι λειτουργικό. Αυτό δυστυχώς δεν εφαρμόζεται πάντα, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε σε κτίρια στα οποία επικρατεί μια σύγχυση. Εν συνεχεία οφείλει να συνομιλεί με τα γύρω του και φυσικά να εκφράζει την προσωπικότητα του αρχιτέκτονα. Τίποτα από τα παραπάνω δεν μας υποχρεώνει να δημιουργούμε μόνο κτίρια εφάμιλλα αριστουργημάτων, ορισμένα μπορούν να λειτουργούν συνοδευτικά άλλων και με μια απλή φόρμα που θα εφαρμόζει καλά στο σύνολο μιας πόλης να αφήνουν σημαντικά μνημεία ή άλλα, πιο ιδιαίτερα κτίρια να προεξέχουν.
Έχω πει στο παρελθόν πως δυστυχώς με έχουν ταυτίσει με τις αναστηλώσεις ιστορικών κτιρίων και τις αποκαταστάσεις μνημείων, είναι αλήθεια. Το δυστυχώς δεν σημαίνει πως αυτά δεν πρέπει να γίνουν, αν κάποιος όμως περιοριστεί σ’ αυτή την τεχνογνωσία κατά τη γνώμη μου δεν κάνει αρχιτεκτονική. Μπορεί λοιπόν να δύναμαι να το κάνω και επιτυχημένα αλλά δεν είναι το έργο που αγαπώ, αυτό που επιδιώκω είναι το δικό μου δημιούργημα, η σύγχρονη αρχιτεκτονική δηλαδή, είτε αυτή είναι ολομόναχη και γεννιέται από το μηδέν είτε συνδέεται με κάτι παλαιότερο.
Σίγουρα έχουν αδικηθεί και έχουν παραμεληθεί κτίρια, υπάρχουν εξαιρετικές πολυκατοικίες στην οδό κυψέλης του ‘30 που ρημάζουν. Υπήρξε μια σπέκουλα ανοικοδόμησης και στην περιοχή του Μεταξουργείου αλλά δεν ολοκληρώθηκε κάτι. Δεν είναι η υγιέστερη και η ηθικότερη τακτική το να υποβαθμίσεις μια περιοχή προκειμένου να της δώσεις αξία εκ των υστέρων υπεραξία φοβάμαι όμως πως κάτι ανάλογο έχει συμβεί σε πολλές πόλεις του κόσμου. Ζω στο κέντρο από επιλογή, μ’ αρέσει η φασαρία και η ζωντάνια του, όμως βρίσκομαι κοντά στην ποιότητα της Πλάκας. Μόλις κάνεις δέκα βήματα να πας προς το Πολυτεχνείο και προς την Ομόνοια την τελευταία δεκαετία νιώθεις πως κάνεις έναν τραγικό περίπατο προς την εγκατάλειψη. Παρόλο που είναι δύσκολο το κέντρο μιας πρωτεύουσας να απαξιωθεί και να ρημάξει, αυτή την περίοδο νομίζω πως ζούμε σε μια απαθλίωση. Τι θα γίνει μελλοντικά δεν το γνωρίζω, άλλωστε δεν μ’ αρέσει να κινδυνολογώ.