Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιάννης Κίζης: «Η αρχιτεκτονική είναι ισχυρή σαν το δέντρο όταν νιώθεις πως έχει βλαστήσει από τον τόπο της»

Με αφορμή τα κείμενα που γράφτηκαν για τα δύο τελευταία μας μουσεία, παρατήρησα πως σπάνια κάποιος Έλληνας δημοσιογράφος μπαίνει στον κόπο να υπογραμμίσει ότι ένα κτίριο δεν είναι ένα UFO που ήρθε από τον ουρανό, πως δεν φύτρωσε αλλά κάποιοι μόχθησαν να το συλλάβουν και να το σχεδιάσουν. Ένας βιβλιοκριτικός δεν θα παρέλειπε ποτέ το όνομα του συγγραφέα, γιατί το κάνουν αυτό με τους αρχιτέκτονες; Δεν καταλαβαίνουν πως η αρχιτεκτονική είναι ένας τομέας που παράγει πολιτισμό; Έναν πολιτισμό που δεν είναι καν εφήμερος, μένει για 100 χρόνια ή και πολύ περισσότερα, διαμορφώνει το περιβάλλον μας. Αυτή είναι και η τεράστια ευθύνη του αρχιτέκτονα.

«Δεν μου αρέσουν τα κλειστά, δεν μου αρέσουν οι σίτες, το μεσογειακό μας κλίμα είναι η μόνη μας τύχη και πρέπει να το χαιρόμαστε. Ακόμη και η Αθήνα παρά τη ρύπανση της έχει το καλύτερο κλίμα σε όλη την χώρα, ο λόγος που την διάλεξαν και οι αρχαίοι άλλωστε. Κατεβαίνετε την οδό βουλής και έχουν ανοίξει ένα σωρό συμπαθητικά καφε όπου μαζεύεται η νεολαία, τους φαντάζεστε όλους αυτούς να τους είχαν κλείσει οι αρχιτέκτονες πίσω από τζαμαρίες με κλιματισμό;».

Στη δεκαετία μεταξύ ‘50 και ‘60, όταν οι αρχιτέκτονες ήταν λίγοι και δημιούργησαν εκλεκτά έργα, στην περίφημη αρχιτεκτονική άνοιξη της Ελλάδας που μας έδωσε τα Ξενία, υπήρχε μια σύμπνοια και μια δεοντολογία, τόσο μεταξύ των συναδέλφων όσο και από τους τρίτους. Σήμερα, πρέπει να είναι κανείς ή διεθνής star architect ή να πεθάνει ώστε σε μια νεκρολογία να τον μνημονεύσουν γράφοντας για το τι ωραία πράγματα μας άφησε. 

Μετά τον μεσοπόλεμο, ο μοντερνισμός ήρθε να καλύψει σχεδιαστικά ζωτικές ανάγκες τεραστίων μεγεθών και πληθυσμού, σε μια περίοδο δηλαδή που είναι δύσκολο να παραχθεί ποιοτική αρχιτεκτονική. Στα πρώτα του βήματα υπήρξε ένα  μανιφέστο που υπολόγιζε τι θα γίνει στο μέλλον, ήταν μια επανάσταση στην αρχιτεκτονική. Τα κτίρια του μοντερνισμού όμως, κόντρα σε κάθε ακαδημαϊσμό του παρελθόντος, έχουν κατασκευαστεί με υλικά τα οποία – δυστυχώς για το τώρα- είναι φθαρτά.

«Όταν γύρισα από την Αγγλία , νιώθοντας πως περισσότερα ερωτήματα είχα θέσει στον εαυτό μου παρά απαντήσεις είχα δώσει, αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για την αρχιτεκτονική του Πηλίου από τον 17ο αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου . Άρχισα να γυρίζω ακούραστα τα χωριά, να σχεδιάζω, να αποτυπώνω, έμενα πάρα πολλές ώρες σε ένα σπίτι ξύλινο του 1750 που είχα ερωτευτεί, οι ντόπιοι μου έδιναν κάποιες δουλειές και σκαλίζοντας τα σπίτια τους μάθαινα όλο και περισσότερα. Η διπλωματική μου για την πηλιωτική οικοδομή και εκδόθηκε μετά από δέκα χρόνια και θεωρήθηκε πως έδειξε τη μέθοδο για την εξιχνίαση του παρελθόντος και του νοήματος της λεγόμενης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, εκείνης που βγαίνει από τον λαϊκό μάστορα αλλά στηρίζεται σε αστικά πρότυπα, πρότυπα που δημιουργήθηκαν με την επίδραση της Κωνσταντινουπόλεως».

Οι διάφορες εκδοχές του μοντερνισμού που ακολούθησαν  προσπάθησαν να απαντήσουν στα όποια μειονεκτήματά του, χωρίς αυτό να τον καταδικάζει σαν κίνημα, ακόμη και όσοι τον έζησαν δεν κατάλαβαν την αξία του. Η απάντηση σ’ αυτή την κατάπτωση της ποιότητας που τη ζήσαμε και στην Ελλάδα μεταξύ ‘70 και ‘80, είναι κάποια κύματα όπως του μεταμοντερνισμού και του κονστρουκτιβισμού, κινήσεις δηλαδή εφήμερες. Το να μιλάμε για κάποιο σύγχρονο κίνημα το θεωρώ πολύ δύσκολο, σήμερα αυτό που θα έπρεπε να απασχολεί τον αρχιτέκτονα είναι η σχέση με τον τόπο και το πως δένει το έργο του με αυτόν. Δίχως εθνικές ιδεοληψίες, μακριά από την ελληνικότητα που παλιότερα ήταν στο επίκεντρο της αναζήτησης πολλών αρχιτεκτόνων και την επιστροφή στις αρχιτεκτονικές μας ρίζες που προκύπτει είτε γιατί έχουμε ενοχές και τύψεις για τις όποιες ζημιές κάναμε στο περιβάλλον μας, είτε γιατί αναζητούμε κάποιες αφετηρίες για να συνθέσουμε την αρχιτεκτονική μας.

Αποκατάσταση και αξιοποίηση των σταθμών του τρένου του Πηλίου, 1991.

Ο μύθος της αρχιτεκτονικής συνέχειας έπρεπε να τελειώσει από την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου που έφερε μαζί του και την σαφή αλλαγή του τοπίου. Δε μπορούμε να δημιουργούμε σε σημερινά κτίρια ένα αέτωμα σε ανάμνηση μιας αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής, δε μπορεί να είναι κάτι νεοβυζαντινό ή κάτι νεο-νεοκλασικό το νέο που δημιουργήσουμε, δεν γίνεται να γεμίζουμε τις πόλεις με καρικατούρες σε μια προσπάθεια απομίμησης παλαιότερων έργων.

Θέατρο «Παλλάς», Μάιος 2004. Φωτογραφία: Γιώργη Γερόλυμπου

Στο μουσείο Μαστίχας Χίου, το πρώτο και καίριο ερώτημα ήταν πως θα δεθεί αυτό το έργο με τον τόπο του, ένα ερώτημα που έβαλαν και οι ντόπιοι, οι μαστιχοκαλλιεργητές οι οποίοι λατρεύουν το μέρος. Όταν πρωτοπήγα σε εκείνη την ράχη με πλησίασαν και μου ζήτησαν να μην χαλάσω το τοπίο της πρότυπη καλλιέργειας που έχει σαν θέα ένα μεσαιωνικό χωριό. Στην αρχή νόμιζα πως έμπλεξα αφού μου ζητούσαν να το κάνω υπόσκαφο. Τους εξήγησα πως κατανοώ την ευαισθησία τους και μακάρι να την είχαν όλοι, όμως η αρχιτεκτονική κατά την γνώμη μου πρέπει να φαίνεται, να είναι όμως τόσο προσεκτικά φτιαγμένη ώστε να μην μοιάζει παράταιρη με το περιβάλλον γύρω της, αν είναι δυνατόν κοιτάζοντας την να λες που φυτρώνει από τον τόπο. Μια αρχιτεκτονική λοιπόν είναι ισχυρή όταν νιώθεις πως έχει βλαστήσει από τον τόπο της, σαν το δέντρο.

«Στα έργα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, ξαναφτιάξαμε όλες τις βιτρίνες που είχαν καταστραφεί στους δρόμους της Σταδίου και της Πανεπιστημίου καθώς και τις μεσοπολεμικές μαρκίζες. Όμως όταν μπεις στη στοά του Citylink και δεις το μεγάλο σιδερένιο στέγαστρο καταλαβαίνεις πως το σημαντικότερο δεν είναι η αναστήλωση αλλά το νέο στοιχείο που θα δώσεις σε κάτι παλιό, εκεί λες “αυτό είναι ένα αρχιτεκτονικό έργο”. Το στέγαστρο λοιπόν μπορεί να φυσικά συνδέεται με το διατηρητέο κτίριο αλλά δεν παύει να είναι μια νέα χειρονομία αρχιτεκτονικής». Στέγαση και ανάπλαση στοάς Σπυρομήλιου, Μάιος 2004. Φωτογραφία: Γιώργη Γερόλυμπου

Όταν ένα κτίριο πρέπει να δημιουργηθεί σε ένα υφιστάμενο κέλυφος υπάρχει μια κάποια προβληματική για το πως θα εντάξεις τη νέα χρήση του μέσα στο παλιό κτίριο, όπως μου συνέβη με το Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων. Θα πρέπει να συνδυάσεις την αποκατάσταση των υλικών, την αναστήλωση του υπάρχων σκελετού με την νέα χρήση και τις σύγχρονες κατασκευές, το πως παράγεις ένα νέο περιβάλλον που δεν θα ακυρώνει το παλιό αλλά δεν θα υποβαθμίζει και το καινούργιο και τη μελλοντική χρήση του. Όταν όμως έχεις να καταπιαστείς με ένα καινούργιο έργο, ένα κτίριο από το μηδέν, τότε οι προκλήσεις είναι πολλαπλές και μεγαλύτερες. Το εξηγώ συνέχεια σε συναδέλφους και σε μαθητές μου που νομίζουν πως είναι δύσκολο να δώσεις νέα χρήση σε ένα παλιό κτίριο. Αν έχεις την ευαισθησία να το αφουγκραστείς, να το μελετήσεις, να πιαστείς από τους περιορισμούς που σου θέτει και συχνά -εκτός από πειθαναγκασμούς- αποτελούν αφορμές για έμπνευση τότε τα πράγματα είναι εύκολα. Όταν όμως σε πετάξουν σε ένα χωράφι στη μέση του κάμπου και σου πουν «τώρα φτιάξε μου ένα κτίριο, είσαι ολομόναχος με το τοπίο», μια φλασιά μπορεί να σε οδηγήσει σε κάτι πραγματικά μεγάλο.

Ανασχεδιασμός υπάρχοντος κτιρίου στο Αρχαιολογικό Θεματικό Μουσείο Πειραιά, 1η εξαγορά σε Αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, Οκτώβριος 2014.

Μουσείο Μαστίχας Χίου, Απρίλιος 2007. Φωτογραφία: Γιώργης Γερόλυμπου. «Στόχος ήταν το κτίριο να ανοίγει σαν στόμα το για να καταπιεί τη θέα προς τον βορρά, προς το χωριό Πυργί και πιο πέρα τη θάλασσα».

Μουσείο Μαστίχας Χίου, Απρίλιος 2007. Φωτογραφία: Γιώργης Γερόλυμπου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν θες να παράγεις μια αρχιτεκτονική που πραγματικά έχει σχέση με την ιστορία κάθε τόπου, μπορείς να φιλτράρεις την έμπνευση σου μέσα από μια αύρα παλιότερου πολιτισμού χωρίς να χρειαστεί να περιπέσεις σε απομιμήσεις και ψευδαντίγραφα. Παρατηρώ βέβαια πως τα νέα παιδιά κοιτάζουν προς άλλες κατευθύνσεις, παρακολουθώ τον γιο μου που που είναι πολύ πιο ευαίσθητος στην σχέση τοπίου και αρχιτεκτονικής και όχι τόσο στη σύνδεση ιστορίας και αρχιτεκτονικής. Η φουρνιά των αρχιτεκτόνων που ασχολείται με τα εικαστικά έχει βρει μια εύκολη καταφυγή, όμως όποιος κάνει αυτή τη δουλειά έχει στα όνειρα του να χτίσει, να βγει στις τρεις διαστάσεις, να παραγάγει χώρο και εκεί τεστάρεται, πως δημιουργεί χώρους και κτίρια που να κάνουν την ψυχή του κόσμου που τα κοιτά ή μπαίνει σ’ αυτά να πάλλεται.

Αποκατάσταση κτιρίου του Παλαιού Χρηματιστηρίου Αθηνών, Μάιος 1998. Φωτογραφία: Ν. Δανιηλίδης.

Αναδιαρρύθμιση και επέκταση τριών κατοικιών στην Πλάκα, οδός Διογένους 8, Αθήνα. Μάιος 2003.

Όταν σχεδιαζόταν το Χίλτον τη δεκαετία του ’50, είχε σηκωθεί θύελλα διαμαρτυριών διότι οι επικριτές του ισχυρίζονταν πως θα είναι ανταγωνιστικό ως προς την Ακρόπολη. Οι δεσμεύσεις που μας θέτουν οι συντελεστές δόμησης για την Αθήνα είναι θεμιτές, όσο μπορείς να διαβάσεις σήμερα την ομορφιά του αρχαίου αττικού τοπίου και την σφραγίδα του πολιτισμού που είχε, τόσο το καλύτερο. Ευτυχώς που δεν έχουμε γεμίσει πύργους εξαιτίας των αρχαιολογικών χώρων, μακάρι να μπορούσαμε να χτίζουμε μόνο μονόροφα. Άλλωστε, η αρχιτεκτονική ποιότητα δεν είναι θέμα ύψους, εκτός να πρόκειται για το Μανχάταν στο οποίο για να ταιριάζεις με το τοπίο πρέπει να φτιάξεις κάτι ψηλό, ένα κτίριο που να το χαρακτηρίζει η προπέτεια.

Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων, προμελέτη 2008. Φωτογραφία: Τζούλια Κλήμη

Πώς απευθύνεται η αρχιτεκτονική στους κατοίκους μια πόλης; Κατ’ αρχήν οφείλουν οι ίδιοι να γνωρίζουν κάποια βασικά στοιχεία της, αυτό θα συμβεί μόνο αν εισαχθεί στην εκπαίδευση. Στα παιδιά που κάνουν κατασκευές στα νηπιαγωγεία με τουβλάκια πρέπει κάποιος να τους εξηγήσει ότι αυτό που φτιάχνουν είναι η μικρογραφία των πραγμάτων που μας περιβάλλουν και θέλουν μια τέχνη για να γίνουν. Καθώς προχωράνε τάξεις πρέπει να διδάσκονται με απλά λόγια βασική ιστορία της τέχνης και της αρχιτεκτονικής.

Η αρχιτεκτονική, είτε το θέλουμε είτε όχι, αποτελεί τον περίγυρο μας γι’ αυτό αν τα παιδιά αρχίσουν να καταλαβαίνουν τι σημαίνει κλίμα, άλσος, δρόμος, πλατεία, κτίριο και πως όλα αυτά μαζί συναπαρτίζουν ένα αστικό περιβάλλον, από τι αποτελείται μια πολεοδομική ενότητα, πως πολλές πολεοδομικές ενότητες συνθέτουν έναν χωροταξικό σχεδιασμό σε όλη τη χώρα, όταν οι έννοιες αυτές δεν θα είναι άγνωστες στους πρωτοετείς της αρχιτεκτονικής τότε δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε καμιά προπαγάνδα για να γίνει αγαπητή η αρχιτεκτονική, για να μην θεωρούμε πως είναι κάτι το επίπλαστο ή πως καλή αρχιτεκτονική είναι εκείνη που βάζει αντίγραφα μπαλούστρων στις σημερινές πολυκατοικίες.

«Μ’ αρέσει να εργάζομαι σε κάθε περιβάλλον, όμως τα πρώτα χρόνια και μετά τις σπουδές μου στην Αγγλία, τα περισσότερα έργα που έπαιρνα ήταν αποκαταστάσεις μνημείων γιατί ήμουν μεταξύ των ελαχίστων που είχαν αυτή την ειδικότητα, με αποτέλεσμα να ταξιδεύω σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη και από την Κέρκυρα μέχρι τη Ρόδο έχω πραγματοποιήσει αρχιτεκτονικές μελέτες σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Πρέπει να έχεις καταρτιστεί, δεν αρκεί να έχεις καλές ιδέες για να είσαι καλός αρχιτέκτονας, αν βρεθείς σ’ ένα κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο θα σε μπλοκάρουν με κάποιες ερωτήσεις. Γι’ αυτό βλέπεις τόσα πολλά βιβλία εδώ μέσα».

Βλέπω επιχειρηματίες να παίρνουν κτίρια και να τα φτιασιδώνουν γιατί αυτό νομίζουν πως πουλάει στον κόσμο. Όπως έγινε με το μοντερνιστικό Electra Palace που κατέληξε ένα ψευτονεοκλασικό εξαόροφο, ούτε στο Παρίσι δεν θα συναντήσεις όμοιό του. Ή το King George, ένα πρώην εξαιρετικό μοντερνιστικό κτίριο, απλό και θαυμάσιο σε φωτογραφίες του μεσοπολέμου που κατάντησε ένα ντεμέκ νεοκλασικό, να μπαίνεις μέσα και να γελάς καθώς αναρωτιέσαι αν βρίσκεσαι σε κουκλόσπιτο ή ξενοδοχείο. Ζήτησαν να διαμορφώσουν και το Electra Metropolis κατ’ αυτόν τρόπο, ευτυχώς όμως αντέδρασε επιτέλους το κεντρικό συμβούλιο νεωτέρων μνημείων και το Υπουργείο πολιτισμού προκειμένου να βάλουν φρένο στον επιχειρηματία, λέγοντάς του πως αυτό είναι ένα κτίριο του Καραντινού. Εν τέλει, προέκυψε ένα σύγχρονο αστικό ξενοδοχείο με καθαρή γεωμετρία και καλώς, αφού η προσωπικότητα ενός κτιρίου οφείλει να στηρίζεται σε κάποιες αξίες της εποχής της.

Ανασχεδιασμός ΣΙΛΟ σε Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων και ανάπλαση παράκτιας ζώνης του Ο.Λ.Π., Πειραιάς. 3ο Βραβείο σε Διεθνή Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό, Οκτώβριος 2012.

Η σημερινή εποχή επιτάσσει -από τον 20ο αιώνα και μετά- για τον χαρακτήρα ενός κτιρίου, πως εν αρχή πρέπει να είναι λειτουργικό. Αυτό δυστυχώς δεν εφαρμόζεται πάντα, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε σε κτίρια στα οποία επικρατεί μια σύγχυση. Εν συνεχεία οφείλει να συνομιλεί με τα γύρω του και φυσικά να εκφράζει την προσωπικότητα του αρχιτέκτονα. Τίποτα από τα παραπάνω δεν μας υποχρεώνει να δημιουργούμε μόνο κτίρια εφάμιλλα αριστουργημάτων, ορισμένα μπορούν να λειτουργούν συνοδευτικά άλλων και με μια απλή φόρμα που θα εφαρμόζει καλά στο σύνολο μιας πόλης να αφήνουν σημαντικά μνημεία ή άλλα, πιο ιδιαίτερα κτίρια να προεξέχουν.

Μουσείο της Αργούς, 1ο βραβείο Ευρωπαϊκού διαγωνισμού 2014.

Έχω πει στο παρελθόν πως δυστυχώς με έχουν ταυτίσει με τις αναστηλώσεις ιστορικών κτιρίων και τις αποκαταστάσεις μνημείων, είναι αλήθεια. Το δυστυχώς δεν σημαίνει πως αυτά δεν πρέπει να γίνουν, αν κάποιος όμως περιοριστεί σ’ αυτή την τεχνογνωσία κατά τη γνώμη μου δεν κάνει αρχιτεκτονική. Μπορεί λοιπόν να δύναμαι να το κάνω και επιτυχημένα αλλά δεν είναι το έργο που αγαπώ, αυτό που επιδιώκω είναι το δικό μου δημιούργημα, η σύγχρονη αρχιτεκτονική δηλαδή, είτε αυτή είναι ολομόναχη και γεννιέται από το μηδέν είτε συνδέεται με κάτι παλαιότερο.

«Το ‘99 πήραμε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό όπου ζητούσε να δημιουργήσουμε ένα νέο δικαστικό μέγαρο σε συνέχεια ή σε επαφή με ένα παλιό αντίστοιχο κτίριο του 1860. Το παλιό ήταν πέτρινο, χαμηλό με κεραμοσκεπές, το δικό μας ήταν σύγχρονο και ψηλό με στοιχεία βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής. Κεντρική μας ιδέα ήταν το νέο κτίριο να τριγυρίζει μια αυλή, την “εκκλησία του δήμου”, να πηγαίνεις στο δικαστήριο και να εξοικοιώνεσαι με τον χώρο χωρίς να χρειαστεί να ανέβεις δεκάδες σκαλιά μέχρι τις αίθουσες, σε μια λογική βαθύτερης εξοικείωσης με τις δημοκρατικές λειτουργίες. Αυτά τα νιώθεις, δεν γράφονται, μπορεί να τα περιφράψεις μετά και να είναι λένε “ σκέφτηκε όλα αυτά τα πράγματα για να το σχεδιάσει”. Όχι, δεν τα σκέφτεσαι ακριβώς αλλά τα νιώθεις και ενώ το σχεδιάζεις  αρχίζεις και αναγνωρίζεις τις επιδράσεις και τις αναφορές σου, εξ ου και τα πολλά βιβλία. Καλύτερα λοιπόν να βρεθούν άλλοι να αναλύσουν τα έργα σου». Επέκταση δικαστικού μεγάρου Τρικάλων, Α’ βραβείο πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Προσχέδια 1999, μελέτη εφαρμογής 2002, κατασκευή 2005-2006. Φωτογραφία: Τάκης Σπυρόπουλος.

Σίγουρα έχουν αδικηθεί και έχουν παραμεληθεί κτίρια, υπάρχουν εξαιρετικές πολυκατοικίες στην οδό κυψέλης του ‘30 που ρημάζουν. Υπήρξε μια σπέκουλα ανοικοδόμησης και στην περιοχή του Μεταξουργείου αλλά δεν ολοκληρώθηκε κάτι. Δεν είναι η υγιέστερη και η ηθικότερη τακτική το να υποβαθμίσεις μια περιοχή προκειμένου να της δώσεις αξία εκ των υστέρων υπεραξία φοβάμαι όμως πως κάτι ανάλογο έχει συμβεί σε πολλές πόλεις του κόσμου. Ζω στο κέντρο από επιλογή, μ’ αρέσει η φασαρία και η ζωντάνια του, όμως βρίσκομαι κοντά στην ποιότητα της Πλάκας. Μόλις κάνεις δέκα βήματα να πας προς το Πολυτεχνείο και προς την Ομόνοια την τελευταία δεκαετία νιώθεις πως κάνεις έναν τραγικό περίπατο προς την εγκατάλειψη. Παρόλο που είναι δύσκολο το κέντρο μιας πρωτεύουσας να απαξιωθεί και να ρημάξει, αυτή την περίοδο νομίζω πως ζούμε σε μια απαθλίωση. Τι θα γίνει μελλοντικά δεν το γνωρίζω, άλλωστε δεν μ’ αρέσει να κινδυνολογώ.

«Το μουσείο Αργυροτεχνείας Ιωάννινων είναι η περίπτωση στην οποία το μνημείο βάζει τους όρους μέσα στους οποίους πρέπει εσύ να κινηθείς. Όταν το πρωτοαντίκρυσα εντυπωσιάστηκα από τον εσωτερικό χώρο, πρόκειται για δύο ορόφους με πολύ βαριές θολωτές κατασκευές που αντέχουν τους βομβαρδισμούς υπήρξε ένα στρατιωτικό έργο, ένα ιδιότυπο περιβάλλον που δεν ήθελα να ωραιοποιήσω. Η συλλογή αντικειμένων σε κρεμαστές γυάλινες προθήκες ήταν μια δική μας ευρασιτεχνία αφού πρέπει να αναδείξεις το έκθεμα και ταυτόχρονα να αφήσεις τον επισκέπτη να υποβάλλεται από το κτίριο – υποδοχέα, από το φρουριακό αυτό έργο. Επίσης ό,τι φτιάξαμε πάνω του είναι ανεστρίψιμο κάτι που είναι σημαντικό,γιατί σε περίπτωση μελλοντικής αποκατάστασης αν κάποια νέα γενιά αποφασίσει πως δεν το θέλει το βγάζει και παραμένει η πρότερη χρήση του».

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.