Εν αντιθέσει με τον χαρακτήρα που θα υποδυθεί στο έργο, τον δίδυμο αδερφό του Τσακίρογλου που οι δυο τους αγαπούν μόνο το θέατρο και την Κάλλας, ο Γιάννης Φέρτης αγάπησε πολλά πράγματα στη ζωή του και αφέθηκε να παρασυρθεί στις αγάπες του. Πήγαινε γήπεδο πριν τις παραστάσεις, ξενυχτούσε παίζοντας πόκα ή κόβοντας αγριολούλουδα, κάπνιζε όσο δεν πήγαινε, παντρεύτηκε τρεις φορές.
Είναι ο πιο γοητευτικός Έλληνας άνδρας, είναι 78 χρονών, η γοητεία του πηγάζει αβίαστα επειδή δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα, δεν μιλάμε για τις γυναίκες της ζωής του, δεν το αποφεύγει ακριβώς αλλά ίσως τελικά ο ερωτισμός της προσωπικότητάς του αναδεικνύεται πιο φυσικά όταν λέει χωρίς ενοχές και χωρίς δεύτερες σκέψεις ότι έζησε και ζει κάνοντας το κέφι του. Και τι πιο γοητευτικό από έναν άνδρα που ζει όπως θέλει;
Ήμασταν τέσσερα αδέρφια. Τρία αγόρια στη σειρά και η τέταρτη κορίτσι. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι, περίπου σαν κι αυτό του έργου που θα παρουσιάσουμε, τέρμα Ιπποκράτους πάνω από την Ασκληπιού, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Λόγω γειτονιάς ήμουν πάντα Παναθηναϊκός. Ήταν κι άλλες εποχές, θυμάμαι ότι εκεί γύρω στα 13, μαζί με άλλα αγόρια της περιοχής, πήγαινα έξω από το γήπεδο κι έλεγα «Κύριε, θα με πάρετε μαζί σας;» γιατί αν περνούσες σαν παιδί κάποιου δεν πλήρωνες.
Ήμασταν μεγάλη οικογένεια. Ο πατέρας μου, που δούλευε στην κεντρική αγορά, είχε φτιάξει το σπίτι, το 1932, μαζί με τα αδέρφια του. Θυμάμαι που είχαμε πάει να δούμε τα σπίτια που έχτιζαν, μαζί με τα αδέρφια του, για τις αδερφές του και ήταν ακριβώς, μα ακριβώς τα ίδια για να μη ρίξουν τη μία ή την άλλη. Μόνο από τα έπιπλα καταλάβαινες ότι είναι άλλο σπίτι.
Ο πατέρας μου είχε τέσσερα αδέρφια και τρεις αδερφές. Της πρώτης ο γάμος έγινε στο σπίτι μας, ήμουν πέντε χρονών, και είχαμε ανέβει στην ταράτσα και βγάζαμε φωτογραφίες. Μέναμε όλοι μαζί μέχρι που σιγά σιγά παντρευόντουσαν, είχε έρθει και η γιαγιά από το χωριό γιατί είχε χάσει το παππού και θυμάμαι εποχή που καθόμασταν στο τραπέζι 14 άτομα. Έχω ζήσει την οικογένεια σε αυτή της την μορφή.
Νομίζω όμως ότι είναι σωστό που απλοποιήθηκαν οι οικογένειες. Είχαν κάνει συνοικέσιο με μια αδερφή της μητέρας μου με κάποιον που είχε μαγαζί στο Κολωνάκι. Είχε έρθει ο υποψήφιος γαμπρός στο χωριό, γνωρίστηκαν φυσικά μαζί με τις οικογένειες κι ενώ αρχικά φάνηκε ότι τα βρήκαν αυτός μετά ζητούσε τρελά λεφτά για προίκα. Χάλασε το συνοικέσιο και θυμάμαι τη θειά μου, εικοσικάτι χρονών κοπέλα, μες στη δυστυχία για το πώς θα επέστρεφε στο χωριό, παρατημένη.
Πήγα με τον αδερφό μου και είδα την πρώτη παράσταση της ζωής μου, εκεί στην εφηβεία. Πρωταγωνιστούσαν ο Ντίνος Ηλιόπουλος, που μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση, και η Άννα Συνοδινού. Πάντα ξεχώριζα ηθοποιούς. Τους Χορν-Λαμπέτη, την Παξινού με τον Μινωτή. Σπουδαιότερη όλων, ακόμη και της Λαμπέτη που της αναγνωρίζω μια μοναδική γοητεία, ήταν η Βάσω Μανωλίδου που ήταν υπέροχη σε ό,τι κι αν έπαιζε. Ήταν απίθανη η προσωπικότητα της πάνω στη σκηνή. Ο Γιώργος Παππάς είχε πει πως ό,τι κι αν συνέβαινε πάνω στη σκηνή ο κόσμος κοιτούσε την Μανωλίδου κι ας καθόταν απλώς σε μια άκρη, ακόμη κι αν δεν έκανε τίποτα.
Εκτός από τη γοητεία, που μπορεί να είναι επικίνδυνη γιατί μπορεί να επαναπαυθείς σε αυτή, χρειάζεται και πολύ δουλειά. Προσωπικά δεν ξέρω το πώς δούλεψα το ταλέντο μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν πολύ οργανωμένος. Ως νέος τα θεωρούσα όλα πολύ φυσικά. Θυμάμαι όταν ήμουν στο δεύτερο έτος της σχολής, μαζί με τη Μάγια Λυμπεροπούλου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη, ο Κουν μας πήγε σε μια επιτροπή να πάρουμε άδεια ηθοποιού πριν καν αποφοιτήσουμε και ξεκινήσαμε αμέσως να παίρνουμε ρόλους στο θέατρο. Τότε έλεγα «λογικό» αλλά μετά κατάλαβα πόσο τυχερός ήμουν. Είχαμε βέβαια προσόντα και αυτό αποδείχτηκε στην πορεία του χρόνου, κι αυτό δε το λέω για εμένα αλλά για την Μάγια και τη Λήδα.
Ναι, έκανα θέατρο και με ενδιέφερε πολύ όλο αυτό αλλά αν ήταν κάτι να με παρασύρει με παρέσυρε. Προτιμούσα να περάσω καλά κι ας άφηνα πίσω το διάβασμα, αυτό εννοώ. Με τα χρόνια όμως έμπαινα πιο μέσα στην ιστορία του θεάτρου κι όταν μάλιστα έφτασε σε μια ηλικία που σκέφτηκα ότι δεν ξέρω πόσα χρόνια έχω ακόμη, τότε ακόμη περισσότερο.
Έπαιζα πόκα. Ποτέ με αγνώστους, πάντα με φίλους. Παίζαμε και στο Τέχνης, κρυφά από τον Κουν, γιατί θα μας σκότωνε αν μάθαινε ότι ξενυχτούσαμε παίζοντας ενώ είχαμε πρόβες ή παράσταση.
Όταν ήμουν νέος με παρέσυρε το γήπεδο. Πήγαινα Κυριακή μεσημέρι στις 3 μ.μ. και μετά πήγαινα στο θέατρο γιατί είχα δύο παραστάσεις. Φρόντιζα όμως να μην βγαίνω Σάββατο βράδυ για να έχω δυνάμεις. Αγαπημένος ποδοσφαιριστής ήταν ο Δομάζος που ήταν και παιδί της γειτονιάς μου. Ο μικρότερος αδερφός μου έπαιζε πιτσιρικάς σε μια αλάνα που υπήρχε εκεί που τώρα είναι το θέατρο του Λυκαβηττού και θυμάμαι ότι μου έλεγε για κάποιον που έπαιζε μαζί τους «θα γίνει σπουδαίος παίκτης, δεν μπορείς να φανταστείς». Ήταν ο Δομάζος.
Έπαιζα πόκα. Ποτέ με αγνώστους, πάντα με φίλους. Παίζαμε και στο Τέχνης, κρυφά από τον Κουν, γιατί θα μας σκότωνε αν μάθαινε ότι ξενυχτούσαμε παίζοντας ενώ είχαμε πρόβες ή παράσταση. Θυμάμαι μια φορά μετά την παράσταση πήγαμε με τους συναδέλφους να τσιμπήσουμε κάτι και γυρίσαμε μετά να παίξουμε και σταματήσαμε την επόμενη ημέρα, λίγο πριν την παράσταση. Ναι, δεν πήγαινα σε λέσχες αλλά γούσταρα να παίζω χαρτιά και κυρίως να πειράζω τους συμπαίκτες μου. Πολλές φορές πόνταρα κι ας έβλεπα ότι ο άλλος, κυρίως αυτός που εκνευριζόταν εύκολα, έχει δυνατότερο φύλλο μόνο και μόνο για να δω την αντίδρασή του εάν κέρδιζα. Χάναμε και κάποια λεφτά από τους μισθούς μας κι εγώ ήμουν κυρίως από τους χαμένους.
Ήμουν φοβερός ξενύχτης. Μπορεί να έπαιρνα το αυτοκίνητο και να έφευγα. Θυμάμαι ήμουν παντρεμένος με την Καλογεροπούλου, η ώρα ήταν τρεις το πρωί και μου λέει η Ξένια «Δεν αντέχω άλλο, θα πάω να ξαπλώσω». Ήταν άνοιξη και εγώ είχα, κι έχω, μανία με τα αγριολούλουδα. Πήρα το αυτοκίνητο και έκανα διαδρομή κοντά τρεις ώρες, έφτασα κοντά σε ένα χωριό της Φθιώτιδας, άφησα το αυτοκίνητο, περπάτησα, είχα πάρει εφημερίδες μαζί και τύλιξα τα λουλούδια που έκοψα. Ήταν μια μαγεία. Έκατσα μόλις μισή ώρα και γύρισα εσπευσμένα γιατί η Ξένια είχε ένα ραντεβού με τον Φασουλή και χρειαζόταν το αυτοκίνητο. Επέστρεψα την ώρα που ο Φασουλής χτυπούσε το κουδούνι. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, έβγαινα έξω και μετά πήγαινα σε σπίτια φίλων που ήξερα ότι το ξενυχτούσαν μέχρι το πρωί. Κοιμόμουν από τις 8 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα. Και για λουλούδια πήγαινα μέχρι μεγάλος, στην Πεντέλη και στον Υμηττό που ήξερα πού φυτρώνει το κάθε τι. Σταμάτησα όταν κάηκε η Πεντέλη.
Δεν με ενοχλεί καθόλου όταν λένε «ωραίος είναι για την ηλικία του». Αυτό το «για την ηλικία του» το έχω αποδεχθεί. Είμαι 78 χρονών.
Σταμάτησα να ξενυχτάω όταν σταμάτησα το κάπνισμα, για πέντε χρόνια. Αυτό ήταν μια απόφαση που πήρα πριν 20 χρόνια, όχι τόσο για λόγους υγείας αλλά για τη δουλειά. Με το που σταμάτησα το τσιγάρο άρχισα να καταρρέω από τις δέκα το βράδυ, εγώ που μέχρι τότε κινούσα να βγω έξω λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Είχα εθιστεί στη νικοτίνη. Ειδικά όταν έπαιζα χαρτιά μπορεί και να κάπνιζα σχεδόν 100 τσιγάρα σε ένα 24ωρο.
Δεν με ενοχλεί καθόλου όταν λένε «ωραίος είναι για την ηλικία του». Αυτό το «για την ηλικία του» το έχω αποδεχθεί». Είμαι 78 χρονών. Δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα στη ζωή μου για να διατηρηθώ, ούτε καν γυμναστική παρά μόνο για τις ανάγκες ρόλων, για παράδειγμα δύο μήνες έκανα ξιφασκία. Μέχρι εκεί. Δεν με απασχολεί παραπάνω.
Χρειάζεται πολύ μυαλό για να παίζεις. Έξυπνος άνθρωπος είμαι αλλά ίσως δεν έχω την ιδιοφυία που έχουν άλλοι, την ιδιοφυία ή την μανία. Δεν είχα ποτέ την πολύ μεγάλη αφοσίωση, όχι βέβαια ότι δεν αγαπούσα το θέατρο αλλά ταυτόχρονα ζούσα και τη ζωή μου. Έκανα αυτό που μου έκανε κέφι. Ενώ κάποιοι άλλοι κορυφαίοι ήταν μόνο αυτό στη ζωή και τίποτε άλλο: θέατρο και θα φέρω ως παράδειγμα τον Λευτέρη Βογιατζή.
Δεν πιστεύω ότι έχω κάνει ποτέ κάτι το σπουδαίο στο θέατρο. Πιστεύω ότι έχω υποδυθεί κάποιους ρόλους καλά αλλά μέχρι εκεί. Είμαι ικανοποιημένος που κάνω αυτή τη δουλειά που μου αρέσει κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Όταν έκανα δικές μου παραγωγές, μαζί με την Ξένια, πάντα φροντίζαμε να έχουμε τους καλύτερους ηθοποιούς. Κάναμε πλούσιες παραγωγές, ακόμη και με 26 ηθοποιούς, ό, τι καλύτερο μου ζητούσε ο σκηνογράφος του έλεγα πάρ’ το, κι έτσι επειδή χρωστούσαμε ανεβάσαμε και παραστάσεις που δεν ήταν και ό,τι πιο δυνατό μπορούσαμε αλλά πρέπει αναγκαστικά να σκεφτείς ως παραγωγός. Εμένα τελικά δεν μου πήγαινε αυτό. Δεν ήμουν καλός παραγωγός, δεν ήξερα να κάνω οικονομία. Θυμάμαι ότι όταν κάναμε το «Αμαντέους», εκεί γύρω στο 1985, μόνο το παλτό που φορούσα έκανε 90.000 δρχ. Δεν το λέω μόνο όμως για οικονομικούς λόγους. Μετά που αποσύρθηκα από την παραγωγή, μου έκαναν προτάσεις για παραστάσεις και μπορούσα να διαλέξω αυτό που ήθελα, χωρίς να έχω δεύτερες σκέψεις. Διάλεγα μάλιστα παραστάσεις λιγότερες εμπορικές και όταν με ζητούσαν να τους πω τι λεφτά θέλω τους έλεγα «ό,τι θέλετε» και το εννοούσα γιατί έβγαζα λεφτά από τη διαφήμιση.
Στην αρχή ήμουν αρνητικός, δεν έκανα διαφημίσεις. Όμως κατάλαβα ότι χωρίς κόπο και με λίγο χρόνο θα μπορούσα να βγάλω λεφτά και να τα ρίχνω στα θέατρα, όπως κι έκανα. Χάρη στις διαφημίσεις και στα σήριαλ κατάφερα να πάρω πριν 20 χρόνια ένα διαμέρισμα, πράγμα που δε θα μπορούσα να κάνω χάρη στο θέατρο.
Έφτιαξα και ένα σπίτι δίπλα ακριβώς από το πατρικό του πατέρα μου στο ορεινό χωριό, στη Φθιώτιδα. Το χάρηκαν οι γονείς μου στα γεράματά τους, γιατί το δικό τους ήταν παλιό, με εξωτερική τουαλέτα, χωρίς βασικές ανέσεις, σπίτι χωριού. Τώρα πηγαίνω εγώ με τη γυναίκα μου την Μαρίνα, όταν υπάρχει χρόνος, ο αδερφός μου, τα ανίψια μου, είναι ένα ανοιχτό σπίτι . Πιο εύκολο είναι το καλοκαίρι που έχω κενό αλλά έχουμε πάει και χειμώνα που ερημώνει. Είχαμε μείνει μια φορά Πρωτοχρονιά και μιλούσε η Μαρίνα με την μητέρα της στο τηλέφωνο και της λέει «Σ’ αφήνω έχω να μαγειρέψω γιατί όλο το χωριό είναι καλεσμένο σπίτι». Τελικά ήμασταν έξι άτομα, μαζί με εμάς. Βρίσκω την ηρεμία μου εκεί.
Έχω πάντα τρακ, όπως ακριβώς όταν ήμουν νέο παιδί. Αυτό είναι θέμα χαρακτήρα, δεν αλλάζει. Τώρα που έχουμε πρόβες έχω τόσο άγχος που δεν απολαμβάνω τίποτα. Γενικά μου αρέσει να ασχολούμαι με τον κήπο μου, το γατί μου, δεν πολυβγαίνω. Όταν κάνω μια παράσταση σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι και η τελευταία μου. Εδώ και δέκα χρόνια κάνω τέτοιες σκέψεις. Γιατί; Πού είναι το περίεργο; Δεν νιώθω ότι έχω αποσυρθεί αλλά ξέρω ότι αύριο μπορεί να θέλω αλλά να μην μπορώ. Αυτή είναι η ζωή. Έχω 57 χρόνια στο θέατρο.