«Είναι απώλεια ο Θάνος, τι να συζητάμε τώρα… Δεν μπορείς να πεις και πολλά σε τέτοιες περιπτώσεις. Και το άσχημο είναι ότι είχε αρκετά πράγματα ακόμα να δώσει, είχε πολλές ιδέες. Είχαμε παίξει και μαζί πέρυσι τέτοια εποχή σε εκείνη τη συναυλία στην Τεχνόπολη»…
Ο θάνατος του Θανου Ανεστόπουλου πριν από μια εβδομάδα ήταν ένα μεγάλο σοκ όχι μόνο για τους φανατικούς των Διάφάνων Κρίνων. Εκείνους που ήξεραν απ’ έξω την ποίησή του κι έχουν από μια ιστορία να λένε μαζί του σε κάποια αθηναϊκή μπάρα. Ήταν, κατ’ επέκταση μια μάταιη συνειδητοποίηση της θνητότητας που προσγείωσε κάπως όλους εμάς που μεγαλώσαμε με κάποιες συγκεκριμένες σταθερές. Άλλοι με τα Κρίνα, άλλοι με τα Σπαθιά, άλλοι με τους Στέρεο Νόβα. Και οι περισσότεροι με τις Τρύπες. Ας πούμε, για πολλούς –εμένα βάλτε με σίγουρα μέσα σ’ αυτούς- ο θάνατος του Bowie στην αρχή του χρόνου ήταν κάτι συνταρακτικό, όμως -ας είμαστε ειλικρινείς- δεν ήταν ο Bowie η πρώτη σου συναυλία στο Ρόδον. Ούτε, για εκείνα χρόνια που έβραζε το αίμα σου, ήταν του Bowie οι συναυλίες από τις οποίες γυρνούσες μελανιασμένος. Από τις Τρύπες γυρνούσες έτσι, χορεύοντας για ένα δίωρο τον «Χορό των (όχι και τόσο τελικά) Δειλών» στο ρυθμό που πρόσταζε ο Γιάννης Αγγελάκας.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά και, αγνοώντας αν τον απασχολούν, δεν ξέρω πως να τα κάνω ερώτηση χωρίς να ακουστεί άκομψα μακάβρια. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, όμως υπάρχει αυτό το πηγαίο coolness της χροιάς της φωνής του Γιάννη Αγγελάκα. Χαρακτηριστικά αργόσυρτη, τυπικά θεσσαλλλονικιώτικη, αρκετά χαλάρη – με ένα «ίσως» που χρησιμοποιεί συχνά πυκνά να βγάζει από πάνω του κάθε φιλοδοξία «σοφού»… «Δεν το λέω με κάποιου είδους φιλοσοφημένη αποστασιοποίηση, αλλά όλοι κάποτε θα πεθάνουμε όποτε δεν έχει πολύ νόημα να κάνουμε αυτές τις συζητήσεις περί σοκ», μου το κόβει και βγάζει τη συνέντευξη που γίνεται με αφορμή μια συναυλία από την παγίδα να γίνει μια συνέντευξη που θα μοιρολογάει.
Δεν ξέρω γιατί υπάρχει τόση πολλή νοσταλγία και τόσες πολλές αναβιώσεις. Ίσως γιατί η εποχή που ζούμε είναι εποχή αμηχανίας, μεταβατική περίοδος που βρίσκει πολλούς αρκετά κουρασμένους ή απογοητευμένους
Πρόσφατα, ο σπουδαίος άγγλος μουσικογραφιάς Paul Morley έγραψε (ναι, σε ένα βιβλίο στη μνήμη του Bowie) ότι «το μέλλον της ροκ είναι ο θάνατος αφού όλοι όσοι την έκαναν αυτό που είναι σήμερα εγκαταλείπουν (αν δεν το έχουν κάνει ήδη) τα εγκόσμια». Του το λέω. Φορτώνει λίγο. Χωρίς να ανεβάζει στροφές. «Αυτά είναι δημοσιογραφικά σλόγκαν για να γράφονται άρθρα με φανταχτερούς τίτλους. Με την ίδια λογική, το ροκ έχει ήδη πεθάνει απ’ όταν έφυγαν ο Hendrix, o Morrison, η Joplin και τόσοι άλλοι που μάλιστα πέθαναν και νέοι. Αν υπάρχει μια ένδειξη, ας πούμε, ότι “το ροκ πεθαίνει” είναι αυτή η διαρκής ανακύκλωση που το κρατάει συνεχώς σε μια κατάσταση εντατικής. Δηλαδή, βγαίνουν συνεχώς διεθνή αλλά κι ελληνικά συγκροτήματα που παίζουν πολύ καλά, αλλά δεν παίζουν πρωτότυπα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως είναι ψαρωμένοι, ίσως φοβούνται να αυθαδιάσουν, υπάρχει κι αυτή η περιρρέουσα και διάχυτη νοσταλγία που πιθανώς τους φρενάρει. Αλλά. Θα τον βρουν τον δρόμο τους, όπως όλες οι γενιές. Η φλόγα ποτέ δε χάνεται, απλα ανάβει με διαφορετικούς τρόπους από γενιά σε γενιά». Ο Αγγελάκας των πρώτων ημερών των 80s άραγε βάραγε σε κανέναν προσοχή; «Δε σεβόμασταν κανέναν, δεν ήμασταν ψαρωμένοι απέναντι στους μεγάλους. Όμως, ίσως αυτό συνέβαινε γιατί μόλις είχε σκάσει το punk, αυτή η “ασέβεια” ήταν το σύνθημά του και όλη αυτήν τη νεανική ορμή είχαμε ένα πλαίσιο να την τοποθετήσουμε για να την εκφράσουμε. Μπορεί να τους λείπει αυτό σήμερα. Δεν πιστεύω πάντως ότι η μουσική που βασίζεται στο τρίπτυχο κιθάρα-μπάσο-ντραμς έχει πεθάνει».
Να στάθουμε λίγο στη νοσταλγία. Αυτήν την περιέργη αρετή/ασθένεια της εποχής μας. «Δεν ξέρω γιατί υπάρχει τόση πολλή νοσταλγία και τόσες πολλές αναβιώσεις. Ίσως γιατί η εποχή που ζούμε είναι εποχή αμηχανίας, μεταβατική περίοδος που βρίσκει πολλούς αρκετά κουρασμένους ή απογοητευμένους», πάλι αργόσυρτα δίνει μια σύντομη και περιεκτική εξήγηση.
Όμως ο Αγγελάκας επιστρέφει στην Αθήνα τη Δευτέρα 12/9 με την καινούρια του μπάντα. Τους 100°C (Λαμπρινή Γρηγοριάδου ακουστική κιθάρα, Αναστάσης Βουκυκλαράκης τύμπανα, Γιάννης Σαββίδης ηλεκτρική κιθάρα, Γιώργος Αβραμίδης τρομπέτα, James Wylie σαξόφωνο – Γιώργος Ταχτσίδης επιμέλεια ήχου), την μπάντα με την οποία «το γυρίζει πάλι στο ροκ» όπως λέει η αστική δοξασία του τελευταίου χρόνου. «Ταξιδέψαμε πολύ αυτό το καλοκαίρι με τα παιδιά της μπάντας. Είδαμε πολύ ωραία μέρη, γνωρίσαμε πολύ ωραίους ανθρώπους, δώσαμε πολύ ωραία live. Δε με πειράζει όμως που τελειώνει, γιατί μπροστά μας έχουμε την κυκλοφορία του καινούριου δίσκου. Δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτόν», πάλι το κόβει, Αρχίζω τα «δε γίνεται», «ο κόσμος θελει κάτι να διαβάσει» και τα ρέστα. «Κάντε λίγο υπομονή και θα τον ακούσετε, για να σχηματίσετε την άποψή σας. Τι να παριστάνω τώρα τον μουσικολογο και να περιγράφω ότι “ακούγεται έτσι ή αλλιώς”. Προσπαθώ να μένω συνεπής στην τραγουδοποιία μου κι έχω αυτά τα νέα παιδιά από καινούριες μπάντες της Θεσσαλονίκης που μου δίνουν την ενέργειά και το ταλέντο τους».
– Βρικόλακας δηλαδή;
– Δεν είμαι βρικόλακας. Όσο αίμα τους ρουφάω, άλλο τόσο τους δίνω.
(Χαμόγελο σαρδόνιο. Αργόσυρτο.)
Δεν έχει νόημα να ρωτάς πολλά τον Αγγελάκα για τις Τρύπες. Νομίζω ότι παλιότερα δεν το ήθελε κιόλας. Κι έχει βάλει στην απόλυτα ειλικρινή βάση κάθε συζήτηση περί reunion λέγοντας κάποτε σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του στον Νικόλα Τριανταφυλλίδη ότι «αν το δείτε να συμβαίνει, σημαίνει ότι τα πράγματα δε θα έχουν πάει καθόλου καλά». Αυτή η επιστροφή σε μια πιο ροκ φόρμα με τους 100oC μας έχει κάνει να βγούμε λίγο από το καβούκι μας και να του συζητάμε το παρελθόν. Μου το ξανακόβει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι λέτε ότι φαίνομαι πιο συμφιλιωμένος με το παρελθόν μου στις Τρύπες. Πάντα έπαιζα κομμάτια από τη δισκογραφία τους, ακόμα και με τα μπαγλαμαδάκια. Τώρα, με τους 100oC ο ήχος είναι πιο ηλεκτρικός, σύμφωνοι είναι προφανές ότι κάτι θυμίζει. Αυτό δεν σημαίνει όμς ότι έχει αλλάξει κάτι στο πως βλέπω τη σχέση μου με τις Τρύπες». Τον ρωτάω αν σκεφτεται καμιά φορά ότι οι Τρύπες αποτελούν πιο μεγάλο κομμάτι της ζωής των fans του απ’ ότι της δικής του, μιας κι εκείνος εκ των πραγμάτων έπρεπε να κοιτάει καλλιτεχνικά μπροστά. «Υπήρξαν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Από τα 20 μέχρι τα 40 μου. Ζήσαμε τόσα πολλά πράγματα που φυσικά είναι πολύ σημαντικά και μενουν αξέχαστα. Μετά όλοι προχωρήσαμε. Κι εμείς και, κατά κάποιον τρόπο, και οι fans, ακόμα κι αν συγκινούνται ακόμα με τα τραγούδια (και καλά κάνουν)».
Πριν από λίγους μήνες, ο Άρης Καραμπεάζης έγραφε στην Popaganda για τις συναυλίες του «ξανά ροκ» Αγγελάκα στο AN: «Οι Τρύπες και τα live τους ήταν κάτι σαν μία αόριστα ροκ έκδοση του γηπέδου». Του το επισημαίνω, προσθέτοντας ότι συνήθως οι συναυλίες του, με οποιοδήποτε σχήμα, ήταν ένα διονυσιακό ξέδωμα για ολους μας… «Δε μ΄αρέσει το “γηπεδική” ατμόσφαιρα, προτιμώ το “διονυσιακή”. Δε μ’ αρέσει γιατί είναι σαν να λέμε ότι πρόκειται για μια στιγμιαία εκτόνωση, ενώ αυτό που προσπαθώ όλα αυτά τα χρόνια είναι όλοι να φεύγουν από τα live παίρνοντας κάτι μαζί τους».
Στα 57 του, έχοντας κλείσει πάνω από 30 δισκογραφικά χρόνια, ο Αγγελάκας είναι πια κεφάλαιο που υπερβαίνει το underground. Άσχετα, αν εκ των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να ανήκει εκεί. Μήπως όμως έχει περάσει και λίγο στο mainstream, όχι με την έννοια της ευρείας αποδοχής, αλλά επειδή δεν είναι επικίνδυνος πια; Επειδή στο κοινό του δεν είναι μόνο ξαναμμένοι πιτσιρικάδες έτοιμοι για όλα, αλλά και 2-3 γενιές που πια εκτός από τους στίχους του αποστηθίζουν και τις δόσεις του ΕΝΦΙΑ; Δεν πολυκαταλαβαίνει την έρωτηση. Του λέω «πρωτοσέλιδο “Ροκ Αίμα” σαν εκείνο της Ελευθεροτυπίας το 1994, δύσκολα θα ξαναγίνεις». Γελάει…
– Προτιμώ να είμαι χρήσιμος, από το να είμαι επικίνδυνος.
– Χρήσιμος για ποιους και με ποιον τρόπο;
– Μάλλον για τους νεότερους. Να τους δώσω λίγη φόρα, να πάρω θέση για κάποια πράγματα, να τηρήσω μια στάση. Είμαι πια ένας μεσήλικας που οφείλει να προστατεύσει τους νεότερους από τα λάθη που έκανε εκείνος και η γενιά του και τους κληρονόμησαν αυτήν την κατάσταση. Όχι βέβαια ότι κι εκείνοι, οι νεότεροι, έχουν μόνο δικαιολογίες. Υπάρχουν και οι δικές τους ευθύνες.
Ποτέ δε φοβόταν να πάρει θέση. Οι συνεντεύξεις του πάντα είχαν ζουμί και λειτουργούσαν μερικές φορές, είμαι σίγουρος ότι δεν το σκόπευε, ως ένα μανιφέστο τσέπης για όσους τις διαβάζαμε ενώ διαμορφωνόμασταν.Σήμερα, όμως η «παρέμβαση» έχει την ίδια αξία; Ή αποτελεσματικότητα; Στον καιρό των social media οτιδήποτε πεις καθίσταται εφήμερο 2-3 scroll down μετά. Κι επίσης η αποδόμησή είναι πιο εύκολη από ποτέ. Ούτε κι εκείνος τη γλίτωσε κατά τη διάρκεια της Κρίσης μπλέκοντας σε κάποιους διαξιφισμούς. «Σίγουρα, η εποχή είναι χύμα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να σιωπούμε. Εγώ αν νιώσω ότι κάτι με ενοχλεί, θα μιλήσω. Το έκανα και τότε που είχα γράψει εκείνη την επιστολή προς τον Νταλάρα». Πάντως τρεις δεκαετίες τώρα, δε λέει και πολύ διαφορετικά πράγματα. «Ναι, αισθάνομαι καμια φορά ότι λέω συνέχεια τα ίδα. Εγώ φταίω ή που τίποτα δεν αλλάζει; Όλα είναι θέμα παιδείας. Ακούγεται πολυφορεμένη σαν έκφραση, αλλά πάντα εκεί καταλήγουμε. Δεν έχουμε κάνει ούτε μισό βήμα μπροστά. Γι’ αυτό κι έχουμε αυτόυ του είδους τους πολιτικούς και όλο αυτό το σκηνικό γύρω μας που γίνεται όλο και χειρότερο». Ένσταση. Όχι ότι είναι κανείς ικανοποιημένος από το σύγχρονο πολιτικό προσωπικό, αλλά αν τους απορρίπτουμε συλλήβδην δεν ανοίγουμε την πόρτα στον χρυσαυγιτισμό; «Αν αλλάξουμε εμείς τα μυαλά μας, είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε αυτούς τους πολιτικούς που έχουμε και ψηφίζουμε σήμερα με άλλους ανθρώπους».
Δε θεωρώ παραπλανημένους τους 500.000 ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Σίγουρα έχει παίξει ρόλο η φτωχοποίηση, αλλά εγώ βλέπω ότι αυτοί οι 500.000 άνθρωποι είτε επικροτούν τη δολοφονία Φύσσα ή κάνουν πώς δεν την είδαν
Εκείνος λέει τα ίδια, το περιβάλλον – δεν έχει άδικο – δεν αλλάζει, παραλλάσσεται. Σίγουρα πάντως έχει και νέες διαστάσεις που πριν λίγα χρόνια μας φαίνοταν αδιανόητες. Αρνητικές διαστάσεις. Μένουμε λίγο στο θέμα Χρυσή Αυγή, νεοφασισμός. «Δε θεωρώ παραπλανημένους τους 500.000 ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Σίγουρα έχει παίξει ρόλο η φτωχοποίηση, αλλά εγώ βλέπω ότι αυτοί οι 500.000 άνθρωποι είτε επικροτούν τη δολοφονία Φύσσα ή κάνουν πώς δεν την είδαν. Πάντα υπήρχε ακροδεξιά στην Ελλάδα, την αποροφούσε σε ενα βαθμό η ΝΔ και δε μας απασχολούσε. Με το που έσκασε η κρίση διογκώθηκε σε αυτό το αποκρουστικό σημερινό θέαμα».
Προσπαθώ να μην πάμε σε έναν σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας, κάτι που κάθε μέρα γινεται όλο και πιο μπανάλ μετά τη βίαιη κι επιπόλαιη «υπερπολιτικοποίηση» των τελευταίων χρόνων. Του ζητάω απλά να σχολιάσει έναν τίτλο που υπήρχε παντού σε sites κι εφημερίδες εκείνο το πρωινό που έγινε η συνέντευξη. «Η ΝΔ επικεντρώνει την στρατηγική της στο να χτυπήσει το “ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ”». Πώς του φαίνεται που η πολιτική γίνεται στη βάση της ηθικολογίας;
«Δεν την καταλαβαίνω την πολιτική. Ειλικρινά σου μιλάω. Δεν ξέρω τι σημαίνει ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς (ή της Δεξιάς). Ή μάλλον μπορώ να καταλάβω ότι το “πλεονέκτημα” προκύπτει από το γεγονός ότι δεν είχε κυβερνήσει ως τώρα. Αλλά, μοιραία, ήδη έχει αρχίσει και φθείρεται. Απογοήτευσε πολύ κόσμο, ανάμεσά τους κι εμένα, όπως χειρίστηκε την κατάσταση και την λαϊκή εντολή της στις διαπραγματεύσεις της στο εξωτερικό. Από την αλλη, δεν μπορώ να πω ότι με χάλασε που έβαλε τους καναλάρχες να πληρώσουν και κανένα φράγκο».