Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Πότε θα καταλάβεις ότι η επόμενη μέρα του Ερρίκου Λίτση έχει ήδη έρθει;

Ακόμη κι αν είναι περίεργο, δεν είναι παράλογο και ο Λίτσης το ξέρει αυτό. Όταν η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε να κάνεις το ντεμπούτο σου στο σινεμά ως πρωταγωνιστής σε μία ταινία που σηματοδοτεί όχι απλώς την αντι-ηρωική έναρξη του μεγάλου «Οικονομιδικού» αφηγήματος αλλά και μία ουσιαστικά ωμή και γι’ αυτό πραγματικά οριακή στιγμή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, και όταν στα επόμενα τέσσερα χρόνια οι δύο από τους ρόλους που θα υποδυθείς και που θα εντυπωθούν πιο έντονα στη συλλογική μνήμη ίσως και να μοιάζουν σήμερα, που ο καιρός έχει περάσει πια, με δύο πιθανά σενάρια εξέλιξης εκείνου του πρώτου, εμβληματικού ήρωα (ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα ο απατεωνίσκος Στέλιος του απροσδόκητου καλτ έπους Τσίου, κάπως σαν να γύρισε ο τροχός για τον Δημήτρη του Σπιρτόκουτου και να «έγινε» κερδίζοντας ένα κομμάτι της πίτας του αθηναϊκού υποκόσμου, ενώ ο Τάκης της Ψυχής στο Στόμα φέρνει σε δυστοπική, παραιτημένη, ακόμη χειρότερη εκδοχή του), είναι αν μη τι άλλο σχετικά εύκολα ερμηνεύσιμη μια κάποια δυσκολία της συλλογικής μνήμης, που λέγαμε, να σε χωρέσει μέσα της και ως κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό.

Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οφείλεις να κάνεις κάτι άλλο παρά να συνεχίσεις την προσπάθεια. Σήμερα, λοιπόν, που έχουν περάσει 13 χρόνια από το Σπιρτόκουτο, 10 από το Τσίου και 9 από την Ψυχή, ο Ερρίκος Λίτσης με καμιά εικοσαριά ταινίες στο ενεργητικό του και άλλες τόσες θεατρικές παραστάσεις (το Ταξίδι στην Έρημο κάνει πρεμιέρα το Σάββατο 21 Μαρτίου στο νεότευκτο θέατρο RADAR), ακριβώς αυτό συνεχίζει να κάνει. Να προσπαθεί, μέσα και έξω από σετ, πάνω και κάτω από σανίδια. Σε ένα τοπίο δημιουργίας και ζωής που αλλάζει ραγδαία και μαζί του αλλάζει και ο ίδιος, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανά τα πιο σημαντικά κομμάτια αυτού που είναι, που μάλλον, όμως, δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση με αυτό που όχι όλοι, αλλά σίγουρα πολλοί νομίζουν ότι είναι και επιμένουν να το βλέπουν σε αυτόν, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούν να δουν πίσω από το αβίαστο προπέτασμα του σκοτεινού του βλέμματος και της τραχιάς του φωνής, και όσων αυτά έχουν λίγο-πολύ στοιχειώσει.

Η πορεία μου στον κινηματογράφο δεν ξεκίνησε νωρίς. Ξεκίνησε όμως με την πρώτη. Και με έναν εμβληματικό ρόλο. Όταν προέκυψε το Σπιρτόκουτο, δεν ήμουν έτοιμος ηθοποιός, με ορισμένα κουτάκια μέσα στο κεφάλι μου από κάποια σχολή – αν και είχα κάνει για σχεδόν δυο χρόνια σεμινάρια υποκριτικής και παντομίμας στο Θέατρο των Αλλαγών. Θεώρησα λοιπόν ότι κάπως έτσι, σαν τον Οικονομίδη, θα δουλεύουν όλοι. Ότι θα σε βάζουν κάτω και θα σε ξεζουμίζουν. Αυτό από μόνο του το θεωρώ μεγάλο μάθημα. Είχα την καλή τύχη να πέσω την κατάλληλη στιγμή στα χέρια του κατάλληλου σκηνοθέτη, νέου τότε, με γνώση του αντικειμένου και όραμα που κατάφερε το να μεταδώσει σ’ εμάς που δουλέψαμε μαζί του τότε και που δεν ξέραμε προς τα που και πως θα πήγαινε η ταινία. Ο Οικονομίδης έχει χαράξει τη δική του πορεία στον ελληνικό κινηματογράφο. Όπως πιστεύω ότι έχω κάνει κι εγώ.

Ο μέσος όρος μου είναι δύο μεγάλου μήκους ταινίες το χρόνο. Οπότε οι μικρού μήκους που κάνω στο ενδιάμεσο, είναι και λίγο σαν εκγύμναση. Κρατιέμαι σε φόρμα. Σαν να είσαι αθλητής και να σου λέει κάποιος «έλα να παίξεις ένα φιλικό». Έχω τιμήσει τις ταινίες μικρού μήκους και μ’ έχουν τιμήσει. Τα μόνα βραβεία που έχω είναι για μικρού μήκους. Δύο από το φεστιβάλ της Δράμας, για το Ο Μάριος και το Κοράκι και το Κόφ’το κι ένα από το Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου, για το Hidden Life

Υπάρχουν περιπτώσεις που το σενάριο είναι ανύπαρκτο, αλλά η ταινία κρατάει το κοινό λόγω του σκηνοθέτη ή του πρωταγωνιστή. Πολλές ταινίες του Βέγγου, ας πούμε, δεν είχαν κανένα σοβαρό σενάριο. Αλλά ο Βέγγος ήταν ο Βέγγος, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Πρόσφατα έβλεπα το Cinderfella, μια παρωδία της Σταχτοπούτας. Το σενάριο είναι απλοϊκότατο, τι να λέμε. Αλλά υπάρχουν κάποιες στιγμές της ταινίας που μένεις με ανοιχτό το στόμα με όσα κάνει ο Jerry Lewis.

Συνεχίζω να πιστεύω ότι τα προβλήματα στον ελληνικό κινηματογράφο ξεκινάνε από την έλλειψη σεναρίων. Προφανώς έχει σημασία το πως θα αφηγηθείς το σενάριο, αλλά αν η ιστορία σου είναι κακή ή ανεπαρκής, πως να είναι καλό το αποτέλεσμα; Πως να μη βγει ο θεατής από την αίθουσα με ένα συναίσθημα ότι κάτι του λείπει; Το σενάριο είναι μια δουλειά που πρέπει κατά κανόνα να κάνει ο σεναριογράφος. Δεν έχουμε τέτοιους στην Ελλάδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Κατά κανόνα ο σκηνοθέτης γράφει ένα σενάριο και προσπαθεί να το κάνει ταινία. Όμως ακόμη και ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, δε σημαίνει ότι είναι και καλός σεναριογράφος. 

Είναι στοιχείο και καθήκον όλων των καλλιτεχνών, να βουτάνε στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής. 

Μου αρέσει που με καβατζαρισμένα τα 40, μπόρεσα να συνεργαστώ και με σκηνοθέτες των οποίων τα έργα έβλεπα παλιότερα, όπως με τον Παναγιωτόπουλο (Delivery) και τον Κούνδουρο (Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη), οπότε καμιά φορά λέω στον εαυτό μου «ok, έχεις βάλει κι εσύ το λιθαράκι σου στο έργο του Κούνδουρου». Ακόμη και στη διαφήμιση στάθηκα τυχερός. Η πρώτη που έκανα ήταν με το Θανάση Βέγγο. Εντάξει, άλλοι πρόλαβαν και έπαιξαν μαζί του στο σινεμά. Εγώ πρόλαβα να παίξω μαζί του σε μια διαφήμιση. Κι αυτό καλό μου έκανε.

Το Σπιρτόκουτο έχει καταγραφεί στη συλλογικη μνήμη. Η φιλοδοξία μου είναι να φτιάξω και κάτι άλλο που θα το υπερβεί. Δεν θεωρώ, όμως, ότι έχω μανιέρα. Αν και ξέρω ότι ορισμένοι με έχουν ταυτίσει με αυτή την ταινία. Αν όμως βάλεις κάτω τους ρόλους μου, είναι τόσο διαφορετικοί, που κανείς δε μπορεί να μου προσάψει μανιέρα. Έχω παίξει σε κωμωδίες, έχω υποδυθεί καταπιεσμένους ανθρώπους, σκληρούς, αστείους, πονεμένους, gay, ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Διαβάστε τη συνέντευξη του Γιάννη Οικονομίδη στον Ιωσήφ Πρωιμάκη.

Με το πέρασμα των χρόνων αποκτάς μια ευκολία ως προς τη μεταμόρφωση. Πιο δύσκολα μπορούσα να μπω σε ένα ρόλο πριν από δέκα χρόνια. Αυτό είναι μια ευκολία, αλλά όχι με την έννοια της μανιέρας. Απλά μπορώ να κινητοποιήσω πιο εύκολα μέσα μου τους κώδικες που θα μου βγάλουν τα συναισθήματα που χρειάζεται ο ρόλος, έστω κι αν απέχει από τον προηγούμενο όσο το κόκκινο από το πράσινο ή το μαύρο από το άσπρο. 

Σε κάποιους θεατρικούς σκηνοθέτες αρέσει το ότι έχω μια λίγο πιο κινηματογραφική αντίληψη. Όσους ρόλους έχω παίξει στο θέατρο, τους ψάχνω σε μια κατεύθυνση ρεαλιστικής υπόστασης. Δεν μιλάω για όρους φυσικότητας ή νατουραλισμού. Θέλω αυτό που παίζω να γίνεται πιστευτό. Δηλαδή αν κάνω το βρυκόλακα, να τρομάξει ο άλλος, αν και ξέρει ότι προφανώς δεν είμαι βρυκόλακας. Κάπως σαν τον φίλο μου τον «Μουρικόνε». Με τον Βαγγέλη τον Μουρίκη έχουμε κι ένα ψιλο think tank. Βρισκόμαστε μια φορά την εβδομάδα και ψαχνόμαστε κινηματογραφικά. Μας έδεσε η Ψυχή στο Στόμα, όπως και να το κάνεις. Έχουμε κι ένα κόλλημα με τις μικρού μήκους. Δε λέμε όχι…

Διαβάστε τη συνέντευξη του Βαγγέλη Μουρίκη στον Θεοδόση Μίχο.

 

Εδώ και 10 χρόνια δεν έχει υπάρχει χρονιά που να μην έχω παίξει στο θέατρο. Πέρυσι έπαιξα σε τρεις παραστάσεις. Εκτός από τη Χελώνα του Δαρβίνου και το The Man From Earth, συμμετείχα και στον Αρχιμάστορα Σόλνες του Ίψεν. Σιγά-σιγά με γνωρίζει και ο κόσμος του θεάτρου, που έχει διαφορά σε σχέση με αυτόν του κινηματογράφου. Είναι άλλοι κώδικες, γιατί έχεις να κάνεις με ζωντανό κοινό, πρέπει να σε ακούσουν σε κάποιες αποστάσεις, απαιτεί καλύτερη ορθοφωνία, ενώ παίζει ρόλο και η χωροταξία. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με κινηματογραφικούς όρους, το πλάνο στο θέατρο είναι μόνιμα γενικό, οπότε το να ρίξεις ένα βλέμμα αυστηρό στον συμπαίκτη σου, από μόνο του δε θα γράψει όπως θα γινόταν με ένα κοντινό στο σινεμά. Χρειάζονται κι άλλα κόλπα για να βγει προς τα έξω το συναίσθημα που κουβαλάει εκείνη τη στιγμή ο ρόλος. Εγώ όπως σου είπα, μπολιάζω τις παραστάσεις με ένα λίγο πιο κινηματογραφικό στιλ, με ένα ρεαλισμό που έχει το σινεμά αλλά όχι το θέατρο. Εννοώ σε επίπεδο εικόνας. Μπορεί στο θέατρο να λες ότι είσαι σε μια παραλία, αλλά να κάθεσαι σε ένα παγκάκι. Ενώ στο σινεμά, η παραλία είναι παραλία. 

Διαλέγω στο βαθμό των δυνάμεων μου τι θα παίξω και τι θα απορρίψω. Ακόμη κι αν οικονομικά τύχει να είμαι με το πιστόλι στον κρόταφο, μπορεί να πω όχι σε κάτι που δε με καλύπτει στοιχειωδώς. Δεν θεωρώ όμως ότι επειδή είμαι καλλιτέχνης, δεν θα πρέπει τουλάχιστον να προσπαθώ να βλέπω επαγγελματικά τα πράγματα. Κινούμαι σε μία λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο μου αρέσει κάτι και το κάνω και στο δε με τρελαίνει κιόλας κάτι, αλλά αν με πληρώσεις καλά θα το κάνω. Άπαξ όμως και πω το ναι, θα βάλω όλη μου την ψυχή, χωρίς ενοχές. Είναι και λίγο ζήτημα αξιοπρέπειας.

Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί μία ταινία, αποστασιοποιούμαι, δε βλέπω πια σε αυτή τον Ερρίκο Λίτση, αλλά το ρόλο. Δεν κάθομαι να αναλύσω το πως παίζω ή αν θα μπορούσα να το κάνω καλύτερα. Έχουν υπάρξει φορές που δεν αναγνωρίζω καν τον εαυτό μου. Προσπαθώ να δω συνολικά την ταινία, ως θεατής-κριτής και όχι ως ηθοποιός-κριτής. Να είμαι στην απ’ έξω. 

Οι ηθοποιοί κυνηγάμε μια χίμαιρα. Εμπεριέχει ένα στοιχείο δονκιχωτισμού όλο αυτό. Ειδικά στο θέατρο, που είναι πιο εφήμερα τα πράγματα. Κατεβαίνει η παράσταση και χάνεται. Τουλάχιστον στον κινηματογράφο, το πράγμα έχει μια διάρκεια, μπορείς να δεις μια ταινία και μετά από 50 χρόνια.

Μου φαίνεται λίγο μύθος ότι οι καλλιτέχνες χρειαζόμαστε τη μιζέρια για να δημιουργήσουμε. Εμένα προσωπικά δε μου χρειάζεται. Άλλωστε, η μιζέρια δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο τα τελευταία χρόνια, για να πεις ότι από μόνη της είναι αρκετή για να ενεργοποιήσει κάποιον. Μιζέρια υπήρχε και στους παλιούς καιρούς. Το να είμαστε καλά εδώ στην Ελλάδα, αλλά στην Αφρική να είναι χάλια, αν έχεις ανοιχτό μυαλό, είναι κάτι που σε ενοχλεί. Αυτό που τροφοδοτεί ή θα έπρεπε να τροφοδοτεί τους καλλιτέχνες είναι η ελπίδα ότι η μιζέρια μπορεί να πάψει. 

Για το Ταξίδι στην Έρημο που ανεβάζουμε τώρα, αρχίσαμε να μιλάμε με τον σκηνοθέτη, τον Γιώργο Γιανναράκο, από το φθινόπωρο και από την πρώτη στιγμή το κείμενο του Γιάννη Παπάζογλου μου έκανε πολύ καλή εντύπωση. Είναι ένα έργο με στοιχεία αντιπολεμικά, παράλληλα όμως υπάρχει και μια ίντριγκα στα όρια του ιψενικού τριγώνου, αλλά και στοιχεία μεταφυσικού θρίλερ. Είναι κι ένα στοίχημα, μιας και θα εγκαινιάσουμε ένα νέο χώρο, λίγο έξω από το κέντρο της Αθήνας. Ο δικός μας ιδρώτας θα ποτίσει πρώτος το θέατρο RADAR.

Γενικά δεν αγχώνομαι. Μου φαίνεται αδιανόητο το τρακ και η ντροπή στη δουλειά μας. Σαν να έχεις αποφασίσει ότι είσαι στριπτιτζού και να ντρέπεσαι να βγάλεις τα ρούχα σου. Είτε παίξω μπροστά σε μία κάμερα, είτε σε ένα μικρό θέατρο, είτε σε μια μεγάλη σκηνή, την ίδια άνεση νιώθω. Κάνω αυτό που είναι να κάνω. Από την ώρα που θα βγω να παίξω, δεν είμαι ο Ερρίκος. Αυτό είναι κάτι που έχω σφυρηλατήσει καιρό τώρα. 

Κάθε κομμάτι των χαρακτήρων που σκαλίζω, ξεκινάει από τα δικά μου βάθη. Αν υποδύομαι το ζηλιάρη, προσπαθώ να ανασύρω το αίσθημα της δικής μου ζήλειας. Αν παίζω το φοβιτσιάρη, προσπαθώ να βρω το δικό μου φόβο. Γίνεται αλλιώς;

Υπάρχουν φορές που συμβαίνει το εξής περίεργο: καταλαβαίνω ότι ο θεατής μπορεί να έχει εισπράξει κάτι πολύ δυνατό, ενώ εγώ ξέρω ότι δεν ήμουν τόσο καλός όσο θα ήθελα. Συμβαίνουν κι αυτά, τι να πεις.

Ρόλους που έχουν μεγάλη έκταση, προφανώς τους κουβαλάς και στο σπίτι σου όταν τελειώνει η πρόβα. Συνεχίζεις να πάσχεις δηλαδή κι εκτός δουλειάς. Σου μένουν κομμάτια. Άλλωστε κομμάτια καταθέτεις, κομμάτια παίρνεις. Αυτό είναι η υποκριτική.

Δεν είναι μόνο προνόμιο των ηθοποιών, αλλά στοιχείο και καθήκον όλων των καλλιτεχνών, να βουτάνε στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής. Αν βουτάς, λοιπόν, σε αυτά τα μαύρα σκοτάδια, είναι πιθανό κάποια στιγμή ότι θα βγει και κάποιος δαίμονας από εκεί μέσα. Θέλω να πιστεύω ότι μέχρι στιγμής έχω τιθασευμένους τους δαίμονές μου. Τουλάχιστον αυτούς που έχω αναγνωρίσει. 


Tο Ταξίδι στην Έρημο (σκηνοθεσία: Γιάννη Παπάζογλου. Παίζουν: Κώστας Καζανάς, Ερρίκος Λίτσης, Νάνα Παπαδάκη), κάνει πρεμιέρα το Σάββατο 21/3 στο Θέατρο RADAR (πλατεία Αγίου Ιωάννη & Πυθέου 93, Σταθμός Μετρό Άγιος Ιωάννης, τηλ. 210 9769294 ) 

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).