Ο κάθε ρόλος είναι μία ψυχική διαδικασία και όσο πιο έντονα και περίπλοκα τη ζεις σε καθημερινή βάση – γιατί το κουβαλάς αυτό το πράγμα– τόσο πιο μεγάλο το σημάδι που σου αφήνει. Εγώ βέβαια αυτό δεν το νιώθω. Θα πρέπει όμως να συμβαίνει.
Κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν την πείρα που αποκομίζουν με τα χρόνια για να διευκολύνουν τη ζωή τους. Εγώ δε μπορώ να το κάνω εύκολα. Εντάξει, το κάνω σε ορισμένο βαθμό, θέλοντας και μη, αλλά δεν περνάει καθόλου από τη συνείδησή μου.
Έχω την ίδια δυσκολία, χωρίς φυσικά να θέλω να πω ότι πρόκειται για κάποιο βαρύ φορτίο, και την ίδια περιέργεια που είχα στην αρχή.
Αν παλιά ασχολιόμουνα με δύο ερωτήματα, τώρα μπορεί να ασχολούμαι με εκατό, ταυτόχρονα. Αφήνω την πολυπλοκότητα των πραγμάτων να με κατακλύζει. Χωρίς αυτό να με φοβίζει. Το πολύ πολύ να μη μπορώ να ανταποκριθώ πάρα πολύ γρήγορα σε αυτή την εσωτερική καύση.
Όσοι είναι δημιουργικοί άνθρωποι αισθάνονται για πάντα μία άγνοια.
Πολλά από τα πράγματα που εμφανίζονται ως ιδιάζοντα, ενδιαφέροντα, περίεργα, είναι τα πιο συμβατικά. Η μη συμβατικότητα είναι κάτι πολύ βαθύ, κρυφό και αόρατο.
Η δημιουργικότητα ταυτίζεται με μία περιέργεια. Πώς να έχεις περιέργεια αν η πείρα που έχεις αποκτήσει σου έχει λύσει πολλά προβλήματα; Σου τα λύνει, αλλά εσύ δεν το ξέρεις. Δε μπορείς να το ξέρεις. Γιατί αν το μάθεις, σταματάς να είσαι περίεργος.
Μου έχει τύχει θεατές που είναι απλοϊκοί, να καταλαβαίνουν περισσότερα πράγματα από θεατές που είναι πιο υποψιασμένοι.
Δε με ενδιαφέρει να με δουν συγκεκριμένοι θεατές. Κάτι τέτοιο θα ενέπιπτε σε μία πολύ περιχαρακωμένη περιοχή συνείδησης. Εμένα με ενδιαφέρουν… δεν ξέρω ποιοι.
Δεν είμαι τόσο δυνατός, ούτε τόσο εκλεκτικός, που να με ενδιαφέρει να με βλέπουν στις παραστάσεις μου μόνο 20 άνθρωποι αντί για 100.
Ο καθένας οφείλει να προσπαθεί. Δεν υπάρχουν εκ των προτέρων εγγυήσεις.
Οι περισσότεροι με έχουν για δύσκολο άνθρωπο. Δε νομίζω ότι είναι αλήθεια. Ευτυχώς δε μου λείπει το χιούμορ.
Σε μια πόλη σαν την Αθήνα, πώς να κρίνεις το πολιτιστικό της επίπεδο; Είναι μια πόλη μοναδική ως προς την έλλειψη αυτού του πράγματος.
Διάβασα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του σκηνοθέτη της παράστασης «The Sound of Silence». Με θαυμαστή έλλειψη φόβου για να μη θεωρηθεί μελοδραματικός και οπισθοδρομικός, έλεγε ότι νοσταλγεί τις προηγούμενες εποχές γιατί ήταν πιο απλές και πιο αγνές, γιατί οι άνθρωποι επικοινωνούσαν πιο ουσιαστικά, εξαιτίας της φύσης των συνθηκών ζωής. Επίτηδες λέω ότι το είπε εκείνος. Είναι μία φράση που με εκφράζει. Χωρίς να είμαι έτσι.
Το ότι σήμερα μαθαίνουμε τα πάντα, μεγαλώνει την αίσθηση του σκάρτου των πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω μας.
Νιώθω μια συγκατάβαση απέναντι στο πως ήμουνα ως νέος. Αλλά και ένα σεβασμό για τη λαμπερή εντιμότητα που είχε η αναζήτησή μου.
Είναι απαραίτητο να δυσκολεύεις τα πράγματα. Έτσι αποκτούν ένα ενδιαφέρον.
Ο Λευτέρης Βογιατζής διαβάζει δύο ποιήματα του Auden στη μνήμη του φίλου του Βασίλη Διοσκουρίδη.
Δε μπορεί ατιμωρητί για τον ψυχισμό του ανθρώπου να έχει εφεύρει όλα όσα έχει εφεύρει.
Είμαι πάρα πολύ υπέρ της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου, αρκεί να υπάρχει εντιμότητα. Τι εννοώ; Αυτό είναι λίγο δύσκολο τώρα.
Πρέπει να καταλαβαίνεις πότε είναι επικίνδυνο και πότε είναι σωστό να μυήσεις ένα νέο άνθρωπο σε κάποια πρωτοφανή γι’ αυτόν δεδομένα ζωής.
Έχω αποφασίσει συνειδητά να μη διδάσκω. Δεν έχω την ικανότητα να πάρω νέα παιδιά που είναι στο Α και να τους πω τι θα κάνουν, από τη στιγμή που κι εγώ νιώθω ότι στο Α είμαι ακόμη.
Δε με αντιπροσωπεύουν οι μέθοδοι. Πρέπει κάθε φορά να βρίσκεις τον κατάλληλο τρόπο που ανταποκρίνεται σε αυτό που σιγά σιγά ανακαλύπτεις ότι είσαι.
Μακάρι αυτοί που σπουδάζουν, να μπορέσουν κάποτε να απαλλαγούν από τη σπουδή τους. Αλλά αυτό δύσκολα γίνεται. Και γι’ αυτό βλέπουμε να γίνονται τόσα μέτρια πράγματα γύρω μας.
Ποτέ δεν ήξερα τι θέλω. Ή μπορεί να υποκρινόμουν ότι δεν ήξερα. Μπορεί να ήθελα πάντα το θέατρο, αλλά να μην το είχα συνδέσει μέσα μου με μία ευκολία πρόσβασης. Ήμουνα δειλός. Με ενδιέφεραν κι άλλα πράγματα, η λογοτεχνία, η μουσική.
Η στιγμή που αρχίζεις και μπαίνεις πραγματικά στην καλλιτεχνική διαδικασία είναι όταν αρχίζει κάτι και συνδέεται πάρα πολύ με τον εαυτό σου, με προσωπικά σου πράγματα. Αυτό δε διδάσκεται.
Βλέπω πολλά νέα παιδιά να ξέρουν ακριβώς τι θέλουν και τα θαυμάζω για αυτό. Ακόμη και αν δε συμφωνώ με το θέλω τους.
Έχω χρόνια να διαβάσω ένα μυθιστόρημα. Όταν θα το ξανακάνω θα είναι μια μεγάλη γιορτή για μένα. Σιγά σιγά έφυγε η τάση μου και για το γράψιμο. Ούτε καν σημειώνω. Τόσο πολύ με συνεπαίρνει η αμεσότητα και η προφορικότητα της δουλειάς μου, που δε μπορώ να εκφραστώ γραπτώς πια. Είμαι στο έλεος άλλων που γράφουν.
Σε μια πόλη σαν την Αθήνα, πώς να κρίνεις το πολιτιστικό της επίπεδο; Είναι μια πόλη μοναδική ως προς την έλλειψη αυτού του πράγματος.
Μπορώ πια πολύ εύκολα να διακρίνω εκείνες τις θεατρικές διαδικασίες που είναι κολλημένες στη γραπτή σελίδα του λόγου, και αυτές που μπορούν να φύγουν τη γραπτή σελίδα. Αυτό δεν ξέρω αν ενδιαφέρει όσους διαβάσουν τη συγκεκριμένη σελίδα με τη συνέντευξη.
Κάθε φορά που έχω μια θεωρητική αναζήτηση και μου περνάει από το μυαλό να την αποτυπώσω στο χαρτί, βάζω τα γέλια.
Στις σχέσεις μου με νέους ηθοποιούς προσπαθώ να μην υπάρχει καμία απόσταση. Αν γεννιέται από τη δική τους μεριά και για τους δικούς τους λόγους, είναι δικιά της υπόθεση. Ας έχουν ευθυνη για τα πράγματα που σκέφτονται και κάνουν.
Δεν βάζω τον εαυτό που πάνω από αυτό που με απασχολεί. Δεν προηγούμαι ως προσωπικότητα από το θέμα που με απασχολεί. Οι πιο έξυπνοι το καταλαβαίνουν αυτό.
Οι περισσότεροι με έχουν για δύσκολο άνθρωπο. Δε νομίζω ότι είναι αλήθεια. Ευτυχώς δε μου λείπει το χιούμορ.
Αν δείτε το βιογραφικό μου, σε σχέση με άλλους, έχω κάνει ελάχιστα πράγματα.
Είναι πολύ σημαντικό μέσα σε όλη την πάλη και την κούραση, να υπάρχουν άνθρωποι που τους εμπιστεύεσαι με κλειστά μάτια. Από αυτή την άποψη έχω σταθεί τυχερός.
Πρώτη φορά ανέβασα την Αντιγόνη στο Θέατρο Τέχνης. Είχαμε φέρει μία μπουλντόζα και είχε σκάψει σε όλο το χώρο της σκηνής – τέτοια πράγματα γίνονταν συνέχεια, ολόκληρος ο χώρος άλλαζε ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε παράστασης. Όταν είδα για πρώτη φορά το βουνό με τα χώματα, ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που λιποθύμησα.
Μια παράσταση στο Θέατρο Τέχνης κοστίζει όσο δέκα στο Εθνικό.
Ποτέ δεν ανέβασα ένα έργο για να παίξω ένα ρόλο που ήθελα. Πάντα φρόντιζα να επιλέγω κάτι που θα εξυπηρετεί το έργο.
Όταν σκηνοθετώ είμαι σκηνοθέτης. Όταν παίζω είμαι ηθοποιός. Νομίζω όμως ότι ο σκηνοθέτης δεν επέτρεψε στον ηθοποιό να αναπτυχθεί στον βαθμό που του άξιζε. Εγώ το ρόλο μου τον δουλεύω αφού αρχίσει η παράσταση. Ως τότε είμαι δοσμένος στους άλλους ηθοποιούς.
Τι να τον κάνεις τον ιδανικό θεατή;
Δεν υπάρχουν εύκολα.
Πάντα έλεγα ότι αν είχα ασχοληθεί με τη μουσική θα είχα σωθεί, γιατί θα ήμουνα μόνος μου. Εκτός και αν γινόμουνα μαέστρος.
Ό,τι έγινε, έγινε.
(Η συνέντευξη με τον Λευτέρη Βογιατζή πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του, το Νοέμβριο του 2010. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2011 του περιοδικού Esquire)