Categories: POP ID

H Έφη Αλεβίζου χόρευε, με τα χέρια στον αέρα, στα θερμοκήπια των Οινοφύτων

ΜΟΥΣΙΚΗ:  Στο σπίτι, στο Άνω Καλαμάκι, υπήρχε ένα Grundig έπιπλο/πικάπ,  που έμοιαζε με μουσικό μίξερ της εποχής. To «Παιδί μου Ατελείωτο» του Βοσκόπουλου, η «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου, το «La Mantilla» του Bruno Lomas, το «Κορίτσι του Μάη» του Γεωργιάδη,  το «Romeu e Julieta» του Nino Rota, οι «Ανθισμένες Βυσσινιές» της Μαρινέλλας, το «Ρολόι-Κομπολόι» του Άκη Πάνου ήταν κάποια από τα 45άρια δισκάκια που έφερνε ο πατέρας μου.

Στην εφηβεία φόρεσα, με καμάρι, κονκάρδες Led Zeppelin και Black Sabbath στο φούτερ μου, αλλά δεν το πολυεννούσα. Οι κιθάρες σκέτες δεν με κάλυπταν. Το διαπίστωσα όταν άκουσα Human League αρχικά, στη συνέχεια Pat Benatar, Pet Shop Boys, B52’s, Duran Duran, Fleetwood Mac, Reo Speedwagon, Men at Work, Cure, Depeche Mode. Τα πλήκτρα ήταν δικά μου. Τα πρώτα λικνίσματα. Τα λεοπάρ των 80s. Η ένοχη αμαρτία μου, το «Too Shy» των Kajagoogoo. Τα παράσημά μου, οι συναυλίες στον Λυκαβηττό, από Bryan Ferry μέχρι John Lurie and The Lounge Lizards.

Η αγάπη για τα μπλιμπλίκια και το γύρισμα των καιρών με έφεραν να χορεύω, με τα χέρια στον αέρα, στα θερμοκήπια στα Οινόφυτα. Το rave και τα ηλεκτρονικά ακούσματα με καλούσαν. Για να το κάνω ξεκάθαρο είχα τυπώσει ένα T-Shirt με στάμπα «I have a Carl Cox cd».

John Acquaviva, Paul Oakenfold, Fatboy Slim, Sasha, Deep Dish, Richie Hawtin, Prodigy, Aphex Twin ήταν μερικοί από τους ντιτζέι που άκουσα στα κλαμπ της πόλης, στο Cavo στη Μύκονο, στο φεστιβάλ Sonar στη Βαρκελώνη, στο Pacha στην Ίμπιζα, στο Berghain στο Βερολίνο.  Ακόμα και σήμερα έτσι διασκεδάζω μουσικά. Το τελευταίο πάρτι ήταν με τον Oliver Huntemann στο Six Dogs. Στο σπίτι ακούγεται συχνά ο Boris Brejcha.

TAINIEΣ: Ανήκω ξεκάθαρα στη cine cultured γενιά. Πρόλαβα ακόμα και τη μανία των μεταμεσονύκτιων προβολών, εκεί κάπου πριν το millennium. Η μνήμη έχει ξεχωρίσει από μόνη της κάποιες, ατάκτως: «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα», «Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της», «Μόνο οι εραστές θα μείνουν ζωντανοί», «Το γόνατο της Κλαίρης», «Βoyhood», «Κυνόδοντας», «Mulholland Drive», «Match Point», «Στρέλλα», «Sweet and Lowdown», «Limitless», «Σπιρτόκουτο», «Π», «Τhe Imitation Game». Φέτος, μου άρεσαν το «La La Land» και το «Η Τζέιν πήρε το όπλο της».

ΒΙΒΛΙΑ: Κάποτε έλεγα ότι ονειρεύομαι να διαβάζω την ημέρα και να βγαίνω τη νύχτα. Ένα εξιδανικευμένο μοντέλο ζωής. Ακόμα το λέω. Τι θα ήταν η ζωή χωρίς την διεισδυτική παρατήρηση του David Sedaris, τον οποίο και είδα από κοντά, σε μία ομιλία του στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, πριν τρία χρόνια. Ως γνήσιο τέκνο της Generation X έχω ταυτιστεί στο παρελθόν με τα πρώιμα σκιρτήματα του Douglas Couplant, έχω παρανοήσει με τον Bret Easton Ellis, έχω ρουφήξει κάθε φλύαρη σκέψη του Tom Robbins, έχω σκεφτεί δύο φορές πάνω σε μία φράση του Nick Hornby, έχω συνομιλήσει με ήρωες του Irvine Welsh. Αυτά μεταξύ άλλων, νιώθοντας πάντα την ανεπάρκεια του χρόνου σε σχέση με τα μεγαλειώδη κείμενα. Δε φτάνει μια ζωή να τα διαβάσουμε. Πρόσφατα μου χάρισαν το βιβλίο για το οποίο όλοι μιλάνε αυτοί τη στιγμή, το «Sapiens» του Yuval Noah Harari. «Ίσως το πραγματικό ερώτημα που αντιμετωπίζουμε να μην είναι “τι θέλουμε να γίνουμε;” αλλά “τι θέλουμε να θέλουμε”. Όσοι δεν τρομάζουν με αυτό το ερώτημα, μάλλον δεν το έχουν σκεφτεί αρκετά» λέει κάπου.

ΣΠΟΡ: Τρέχω γύρω στα 3.000 μέτρα τρεις φορές την εβδομάδα. Ή πιο σωστά, προσπαθώ να το κάνω όσο πιο συχνά μπορώ. Παλιότερα έκανα butoh. Μαγικές στιγμές. Το ταξίδι της ζωής, του θανάτου και το ενδιάμεσο τους σε ένα είδος χορού που μάχεται τη ματαιοδοξία και το ναρκισσισμό αγκαλιάζοντάς τα. Τα δύο τελευταία χρόνια οι βόλτες με τη Booba μοιάζουν με ένα είδος άθλησης στην εξόχως καθιστική ζωή μου.

ΙΝΤΕΡΝΕΤ: Δουλεύω για αυτό, με αυτό, μέσα από αυτό. Το πέρασμα από την έντυπη δημοσιογραφία στο διαδίκτυο ήταν αμήχανο, υπέροχο, γεμάτο αντιφατικά συναισθήματα. Μου αρέσει η αμεσότητα του Ίντερνετ, αναρωτιέται για την ανεξέλεγκτη δύναμή της πληροφορίας. Παράλληλα, φροντίζω να ταΐζω τα σόσιαλ μίντια με μαντάτα από τη ζωή μου.

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: Δουλεύω σε ένα newsroom με δέκα ανοιχτές τηλεοράσεις γύρω. Όταν έχει συνεδρίαση η Βουλή όλες παίζουν ταυτόχρονα στη διαπασών. Στο σπίτι, παρακολουθώ τα βραδινά δελτία ειδήσεων, κάποιες ξέμπαρκες ταινίες εάν πέσω πάνω τους, επαναλήψεις ελληνικών σήριαλ, τα Friends –πάντα, όμως, παράλληλα με ανοικτό Facebook. Τελευταία βλέπω και Survivor, όταν βρίσκομαι σπίτι. Χωρίς απολογητικό ή επεξηγηματικό autocue. Έτσι απλά, το βλέπω.

ΤΑΞΙΔΙΑ: Το πρώτο μου ταξίδι εκτός Ελλάδας, χωρίς τους γονείς, ήταν 18 χρονών στην Αίγυπτο, με μία φίλη. Ήθελα πολύ να χωθώ στην πυραμίδα του Χέοπα. Ακολούθησαν κάμποσα –τα ταξίδια, όπως και τα βιβλία, δεν είναι ποτέ αρκετά. Έχω βρεθεί στο Camp Nou στη Βαρκελώνη, να βλέπω ποδοσφαιρικό αγώνα, στο Olimpico στη Ρώμη, στο Pastis στην περιοχή Meatpacking της Νέας Υόρκης να τρώω μπέργκερ, στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου της 5ης Λεωφόρου, να χειροκροτώ ένα σόου του Oscar de la Renta, στο Café del Mar στην Ίμπιζα να χαιρετάω τον ήλιο που δύει, στο Burano της Βενετίας να χαζεύω τα λευκά ασπροκέντια, στο Salumaio di Montenapoleone, στο Μιλάνο, να πίνω Frizzante, σε μια κλειστή λέσχη του Λονδίνου να συνομιλώ, μαζί με άλλους δημοσιογράφους, με τον David Beckham, στο Cafe A Brasileira της Λισσαβόνας να χαζεύω την αρ νουβό διακόσμηση, στα σουκ της Τύνιδας να παζαρεύω πασουμάκια.

ΓΕΙΤΟΝΙΑ: Μεγάλωσα στα νότια με τον ήλιο να «φωτοσυνθέτει» κάθε μου σκέψη. Αγαπώ, όμως, πολύ το Μετς, τη μικρή αυτή «νησίδα» κοσμοπολιτισμού της Αθήνας. Έζησα εκεί κάποια χρόνια, δίνοντας όλα μου τα ραντεβού, επαγγελματικά και άλλα, στο Odeon, το γκλάμορους καφενείο και κάνοντας τζόκινγκ στο πέταλο, πάνω από το Παναθηναϊκό  Στάδιο. Το Μετς ότι χάνει από έκταση το κερδίζει σε ποιότητα.

ΤΩΡΑ: Δουλεύω στο womantoc.gr, το γυναικείο σάιτ του ειδησεογραφικού thetoc.gr. Ανακαλύπτω την πρόσκαιρη επιρροή των viral news και την παντοκρατορία των κλικ. Ενθουσιάζομαι με το πανσπερμιακό παζλ σοβαρών και ασόβαρων ειδήσεων, ουσιαστικών και ανάλαφρων: δίπλα στα παπούτσια της Olivia Palermo θα βρεις μια συνταγή για την πίτσα της τεμπέλας και πιο δίπλα μια συνέντευξη με τον Μπαμπινιώτη.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου