Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Διονύσης Σαββόπουλος στην Popaganda

Πώς έγινε; Ήμασταν με την Άσπα στο Παρίσι, όπου μείναμε αρκετούς μήνες. Ήμασταν και στα οδοφράγματα το Μάιο του ’68. Μετά παρέλυσε όλη η Γαλλία, δεν ξέραμε τι να κάμνουμε, και πήγαμε με ωτοστόπ στο Μιλάνο,όπου ζούσε η αδελφή της. Φιλοξενηθηκαμε εκεί ένα καλοκαίρι, και μετά νοίκιασα ένα δωμάτιο, θυμάμαι. Γράφτηκα στο ωδείο για να συνεχίσω σπουδές, κι υπέγραψα ένα συμβόλαιο με την εταιρία Electra για να ηχογραφήσω Το Περιβόλι Του Τρελού, τα τραγούδια ήταν έτοιμα σχεδόν, και μάλιστα ξεκίνησε η ηχογράφηση, αλλά διαπιστώθηκε η εγκυμοσύνη της Άσπας. Και βρέθηκα σε μεγάλο δίλημμα. Να μείνουμε εκεί; Δυστυχώς δεν είχαμε λεφτά. Έπρεπε ή να προχωρήσουμε σε άμβλωση, ή να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Προτίμησα το δεύτερο, και δεν το μετάνιωσα. Έτσι γεννήθηκε ο Κορνήλιος μου. Όταν γύρισα, με ξανασυλλάβανε, αλλά δεν φυλακίστηκα αυτή τη φορά. Απλώς μου ζήτησαν να πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα στο Τμήμα και να δίνω ένα “παρών”. Και θυμάμαι ότι έπιασα δουλειά στην Πλάκα, αλλά υπήρχε απαγόρευση να παίξω στην Πλάκα! Τότε όμως αυτό ισοδυναμούσε με εξαφάνισή μου, γιατί το ακροατήριο που άκουγε αυτό το ρεπερτόριο ήταν μόνο στην Πλάκα! Και βρήκα θυμάμαι ένα καλλιτεχνικό γραφείο, το συγχωρεμένο τον Σχορέλλη, ο οποίος προσπαθούσε να μου βρει ένα μαγαζί. Έπρεπε οπωσδήποτε να δουλέψω, γιατί ετοιμαζόμασταν για γεννητούριαα, δεν είχαμε πού να μείνουμε… Και μου πρότεινε κάτι απίθανα πράγματα: ένα κοτοπουλάδικο στην Κηφισιά… Μα πού θα τραγουδάω,στο κοτοπουλάδικο; Τελικά βρήκε το πρώην Φουτζιγιάμα στην πλατεία Βικτωρίας, που είχε αλλάξει και λεγόταν πια Ροντέο. Μπαίνω μέσα κι είχε ζωγραφισμένους καουμπόυδες, κι υπήρχαν αυτοκόλλητα WANTED ή SHERIFF, η δε πόρτα έγραφε: Λακτίσατε! Λέω του Παύλου του Ζέρβα, δεν πάνε με τη μουσική μου αυτά τα πράγματα! Μου λέει, Κοιτάξτε, το Ροντέο είναι το μέρος που συγκεντρώνονται οι κάουμπόυς, κι αυτό το WANTED σημαίνει καταζητείται… Πήγαινε, δηλαδή, να μου πει πως έχει κόνσεπτ. Εντάξει, του λέω, απλώς δεν ταιριάζει. Μου λέει: Αυτό είναι κύριε. Άμα θέλετε! Έπρεπε να δουλέψω, και πράγματι ξεκίνησα εκεί να παίζω. Μετά το φτιάξαμε το μαγαζί. O Ηλίας Παπαγιαννόπουλος ο μακαρίτης το έκανε πάρα πολύ ωραίο. Δούλεψα τρία χρόνια εκεί πέρα… Είχα μείνει λοιπόν έξι μήνες στο Μιλάνο, από Ιούνιο σε Νοέμβριο. Καλοκαίρι εν τω μεταξύ, πρώτη φορά είδα πόλη να αδειάζει, στην Ελλάδα ακόμα δεν γινόταν αυτό, διακοπές τον Αύγουστο. Κλειστά τα πάντα! Εγώ ήμουνα σε μια εργατική συνοικία, και η ζέστη στο Μιλάνο ήτανε φοβερή, σαν να σου ρίχνουν πετσέτες βρεμένες στο πρόσωπο. Η γειτονιά είχε αδειάσει, είχαν φύγει όλοι διακοπές. Περπάταγες στη λεωφορο και που και που έβλεπες έναν άνθρωπο να έρχεται από απέναντι. Συνέχιζε όμως να περνάει από τη γειτονιά ένα αυτοκίνητο με καρφωμένες πλαστικές καρέκλες πάνω στη σκεπή του και φώναζε απο το μεγάφωνο: Σέντιε (καρέκλες)… σέντιε … Πούλαγε καρέκλες σε μια γειτονιά όπου δεν υπήρχε πια κανείς! Κι εγώ μες στο μεσημέρι πετάγομαι στο μπαλκόνι και του λέω: Ε! Voglio dormire! Κι αυτός με το μεγάφωνο, και με σικελική προφορά: E io voglio mangiaaaare!

Φελλινική σκηνή! Ή από ταινία των Ταβιάνι… Μέσα απ΄τις οροσειρές του χρόνου, όλα σου φαίνονται αλλιώς. Ακόμα κι οι ταλαιπωρίες, κι οι ατυχίες, κι οι δυσκολίες… Όλα λάμπουνε διαφορετικά.

Είπατε πως στο Μιλάνο συνεχίσατε το Ωδείο. Θυμάμαι καλά πως είχατε ξεκινήσει από μαθήματα βιολιού; Ναι. Όταν ήμουν στο δημοτικό ακόμη, ζήτησα απότον πατέρα μου, και πράγματι ο άνθρωπος μου αγόρασε ένα βιολί. Δεν ήταν και τόσο εύκολο, τα οικονομικά ήταν πολύ στενά. Κι έκανα τρία χρόνια βιολί, αλλά δεν πρόκοψα. Δεν είχα την υπομονή. Και σίγουρα δεν είχα ποτέ μου κανένα ταλέντο στα όργανα. Διότι και πιάνο που πήγα να μάθω, ελάχιστα πράγματα έμαθα. Μετά έπιασα να μάθω θεωρητικά. Μετά έπιασα να μάθω τούμπα. Και στην κιθάρα, μου έδειξε πώς πιάνουν τα ακκόρντα ο Μάνος Λοΐζος. Κι ο Φώντας Λάδης. Ασχολήθηκα ίσα-ίσα που να φτιάχνω τα τραγούδια. Είχα φτάσει σε ένα καλούτσικο επίπεδο δεξιοτεχνίας την εποχή που έπαιζα στην Πλάκα , στη Ρουλότα της οδού Βουλής, και στην Παράγκα, στην Αγιά Σωτήρα. Παίζοντας κάθε βράδυ τα τραγούδια μου, έφτασα σε καλούτσικο επίπεδο. Κι έτσι έκανα το Φορτηγό το ΄66. Ε, μετά άρχισα να ασχολούμαι με τα χρώματα της ορχήστρας, και την άφησα την κιθάρα. Κι άμα το αφήνεις το όργανο, σε αφήνει κι εκείνο.

Το ’66 είναι πριν πενήντα χρόνια. Μισός αιωνας από το Φορτηγό λοιπόν. Ναι, πενήντα χρόνια. Το Νοέμβριο του ΄66 βγήκε.

Πώς τα είχατε φανταστεί και πώς ήρθανε; Πώς τα είχατε τότε στο νου σας; Είχα στο νου μου να κάνω αυτή τη δουλειά που κάνω, και να καταφέρω να κερδίσω ένα μικρό ακροατήριο ικανό να με συντηρεί. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι θα γέμιζα το Ολυμπιακό Στάδιο, ας πούμε. Δεν μου πέρασε απο το μυαλό ποτέ. Κι αυτό έγινε σιγά-σιγά. Τα μαγαζιά εκείνα χωρούσαν 70-100 άτομα. Εννοείται πως παίζαμε χωρίς μικρόφωνα, έτσι; μετά πήγαινες σε ένα μεγαλύτερο: ήταν το Ροντέο που χωρούσε 180-200 άτομα. Μετά δεν χωρούσε ο κόσμος και πήγαμε στο Κύτταρο, που ήταν το χειμερινό Φαληρικόν της Αθήνας, του Μαργωμένου, Ηπείρου και Αχαρνών. Είναι το μαγαζί όπου τραγούδησε για τελευταία φορά ο Στέλιος Καζαντζίδης. Μετά, το μαγαζί έκλεισε. Το πήρε ο Παύλος Ζέρβας, το βάφτισα Κύτταρο, κι ανοίξαμε το 72. Το έφτιαξε κι αυτό ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, πάρα πολύ ωραίο. Όχι όπως τώρα… Και παίξαμε εκεί δύο μεγάλες σαιζόν. Εκείνα τα χρόνια ξεκινούσαμε Οκτώβρη και τελειώναμε Πάσχα, ή και μετά το Πάσχα. Κάθε μέρα!

«Τροβαδούρος που δεν διαπομπεύτηκε, δεν είναι σοβαρός, έλεγε ο Dylan»

Και επιστρέψατε φέτος στο Κύτταρο, μαζί με την Ελένη Βιτάλη. Πώς έγινε η συνάντηση αυτή; Είμαι θαυμαστής της φωνής της. Εμένα δεν με ενθουσιάζουν οι φωνές που είναι ντε και καλά τόσο σωστές σαν να τις πέρασες γυαλόχαρτο. Μ’αρέσει η φωνή να έχει αγκάθια, να έχει ιδρώτα, να έχει οσμή. Η Βιτάλη έχει αυτό που μπορώ να πω Ιερή Λόξα. Τον Απόλλωνα οι αρχαίοι τον έλεγαν Λοξία, γιατί οι χρησμοί του είχαν κάτι το απροσδόκητο, το παράδοξο, το διφορούμενο.

Από πότε γνωρίζεστε; Από την εποχή της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα, από τα γραφεία. Μου τη σύστησε πριν από πάρα πολλά χρόνια ο Αλέξανδρος Πατσιφάς. Είναι εξαιρετική φωνή η Βιτάλη…

Είπατε πριν πως ελπίζατε δε ένα μικρό κοινό που θα σας συντηρούσε. Όμως εκτός από το πλήθος των οπαδών, συνέβη και κάτι άλλο: γίνατε σύμβολο μιας πολιτικοποιημένης νεολαίας της τότε εποχής, η οποία με τον ίδιο τρόπο που σας θεοποίησε για δικούς της λόγους, με τον ίδιο ακριβώς εστράφη εναντίον σας όταν θεώρησε πως προδίδετε αυτά που εκείνη πίστευε για σας. Πώς το εισπράξατε αυτό; Εμένα με παραξένεψε -γιατί με βρήκε απροετοίμαστο- η πρώτη περίοδος στην οποία αναφέρθηκες: η περίοδος της αποθέωσης και της λατρείας. Αντιθέτως, στην περίοδο της απόρριψης ήμουν προετοιμασμένος, ήταν κάπως αναμενόμενο, όσο κι αν ήτανε πικρό. Εγώ βέβαια, σαν καλλιτέχνης που είμαι, θέλω να μ’ αγαπάνε και να αρέσω, εννοείται. Αλλά, ξέρετε, ο τραγουδοποιός πρέπει να λέει αυτό που αισθάνεται, γιατί δεν μπορεί, εξάλλου, να κάνει αλλιώς. Ακόμη κι αν αυτό προκαλεί δυσφορία σε κάποιο μέρος του ακροατηρίου, ακόμη και τότε δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, παρά να πει αυτό που αισθάνεται. Αυτή είαι η δουλειά του. Ο Dylan έλεγε: τροβαδούρος που δεν διαπομπεύτηκε, δεν είναι σοβαρός.

Αισθάνεστε ότι συμβαίνει και τώρα κάτι τέτοιο; Όχι, αισθάνομαι το αντίθετο. Εισπράττω πολύ ενδιαφέρον από τον κόσμο. Τα πολιτικά… Τίποτα δεν εξελίχθηκε φυσιολογικά στην Ελλάδα για να εξελιχθούν και οι πολιτικές τοποθετήσεις των ανθρώπων. Στη δεκαετία του ’60, αν ήσουν αριστερός δεν μπορούσες να βγάλεις ούτε άδεια αυτοκινήτου. Έπρεπε να συμμαχήσουμε λοιπόν με την αριστερά για να επιτύχουμε τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Μετά τα πράγματα ήρθαν τα πάνω κάτω. Μετά τη μεταπολίτευση, αν δεν ήσουνα αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα! Θέλω να πω: ο στόχος ήταν πάντα κινούμενος, οπότε το βέλος έπρεπε να αλλάζει κατεύθυνση! Αισθανόμουνα πολλές φορές όπως η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που ήταν πάνω σε ένα τροχό, κι έλεγε ότι για να μείνουμε όρθιοι, πρέπει να τρέχουμε συνεχώς. Υπάρχει μια άλλη σπουδαία ατάκα στο Γατόπαρδο του Βισκόντι, όπου το αρχοντόπουλο λέει: για να μείνουν τα πράγματα ίδια, πρέπει να αλλάξουν όλα!

Πού το αποδίδετε ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν φυσιολογικά σε κανέναν τομέα; Δεν ξέρω. Είμαστε το άλλο ανώριμο κράτος μετά τη Γερμανία, δύο είμαστε τα ανώριμα κράτη στην Ευρώπη. Η Γερμανία έχει μια φαντασίωση αυτοκρατορική, πολύ επικίνδυνη, για την οποία δύο φορές στον προηγούμενο αιώνα χρειάστηκε να επέμβουν οι Σϋμμαχοι, κι ερειπώθηκε όλη η Ευρώπη. Η Ελλάδα έχει μια άλλη φαντασίωση, αυτή της ανυπακοής και του Όχι. Είναι η αγαπημένη μας λέξη: Όχι! Να λέμε όχι! Δεν ξέρω γιατί το έχουμε αυτό, πάντοτε το είχαμε.

Τίποτα δεν εξελίχθηκε φυσιολογικά στην Ελλάδα για να εξελιχθούν και οι πολιτικές τοποθετήσεις των ανθρώπων. Στη δεκαετία του ’60, αν ήσουν αριστερός δεν μπορούσες να βγάλεις ούτε άδεια αυτοκινήτου. Έπρεπε να συμμαχήσουμε λοιπόν με την αριστερά για να επιτύχουμε τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Μετά τη μεταπολίτευση, αν δεν ήσουνα αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα! Ο στόχος ήταν πάντα κινούμενος, οπότε το βέλος έπρεπε να αλλάζει κατεύθυνση!

Αναφερθήκατε πριν στον Dylan. Εκείνος υπήρξε το ερέθισμα που σας τράβηξε προς τη μουσική; Θυμάστε τι ήταν; Α, όχι. Από μικρό παιδί, διάφορα πράγματα με τράβηξαν εκεί. Περνούσε μια φιλαρμονική από τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας και αναστατώθηκα. Ήμουνα πέντε χρονών. Ή: άκουσα το Κάπου Υπάρχει Η Αγάπη μου του Χατζιδάκι το ’59, και είπα: εγώ αυτή τη δουλειά θέλω να κάνω. Τραγουδάκια έγραφα από μικρό παιδί. Ξυπνούσα νωρίς. Δεν με άφηναν να σηκωθώ από το κρεβάτι μου για να μην τους ανησυχήσω, και για να περάσει η ώρα μουρμούριζα κι έφτιαχνα τραγουδάκια, αφελή βέβαια και παιδικά, ώσπου να ξυπνήσει η μάνα μου να με σηκώσει. Και κατά κάποιο τρόπο αυτό επαναλήφθηκε και μετά στη ζωή μου. Έφτιαχνα, ας πούμε, ένα δίσκο, και μετά σαν να έμπαινα σε ύπνο. Μετά ξυπνούσα, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω, βαριόμουνα, ο χρόνος άρχιζε να με πιέζει παρα πολύ, και τότε άρχιζα πάλι να γράφω τραγούδια μέχρι που να ξυπνήσουν οι ενήλικες και να με αναλάβουν!

Σας έχω ξαναρωτήσει, και σας ρωτάω ανά διαστήματα: τώρα γράφετε; Έκανα τον Πλούτο, έκανα τη Μυθολογία. Αλλά εσύ ρωτάς αν γράφω τραγούδια. Όχι. Αλλά παρατηρώ με μεγάλη έκπληξη ότι κερδίζω το ενδιαφέρον του ακροατηρίου περισσότερο μη γράφοντας τραγούδια, παρά γράφοντάς τα. Έχω αρχίσει δηλαδή και κερδίζω ένα τζάμπα ενδιαφέρον! Αυτό ίσως με κάνει να στρωθώ κάποια στιγμή φιλοτιμούμενος. Γιατί κατά τα άλλα, εγώ προσωπικά δεν νιώθω καμιά ανάγκη να καθήσω να γράψω κάτι. Θα δούμε…

«Φτάσαμε εδώ επειδή πιστέψαμε σε φούσκες. Οι φούσκες κάποια στιγμή σκάνε. Μια χώρα που έχει μια βαριά παθολογία, το πελατειακό κράτος, και που κακόμαθε να ζει με δανεικά και χωρίς να παραγάγει τίποτα. Ε, τι κατάληξη θα είχαν αυτά τα πράγματα;»

Δεν είναι κανένα μυστικό ότι όπως μας άρεσε πάντα να σας ακούμε να τραγουδάτε, μας άρεσε και να σας ακούμε να λέτε ιστορίες. Τώρα έχετε δικά σας εγγόνια. Τους λέτε ιστορίες; Α… Τα εγγόνια… Τα εγγόνια μου μεγάλωσαν! Και τωρα πια τα πηγαίνουμε σε παραμύθια για μεγάλους: στο γήπεδο, στο σινεμά, στο θέατρο, στις συναυλίες… Αλλά τους είπα πολλές ιστορίες! Όσο ήταν μικρά, βέβαια! Και μάλιστα με τα εγγόνια μου ασκήθηκα στην τέχνη της αφήγησης. Ξεφτέρι έγινα! Επινοούσα παραμύθια, γιατί ήταν και αχόρταγα! Δεν θέλαν το ίδιο, θέλαν ένα άλλο παραμύθι. Ε πού να τα βρω τόσα πολλά; Και καθόμουν και σκάρωνα παραμύθια. Έπρεπε να τα μαγνητοφωνήσω, έπρεπε κάτι να τα κάνω για να τα εξέδιδα. Δεν τόκανα. Σ’ αυτά τα πράγματα είμαι αμελής τελείως.

Άρα το “Μην Πετάξεις Τιποτα” δεν το εφαρμόσατε εσείς ο ίδιος! Εγώ όχι, δεν το εφάρμοσα, τουλάχιστον από την άποψη της αρχειοθέτησης. Δεν κρατάω τίποτα. Ευτυχώς υπάρχουνε κάποιοι – πώς να τους πω – σαββοπουλολόγοι, οι οποίοι μαζεύουνε ρώγες. Κάποτε έκανα το Παράρτημα κι είχα βγάλει μια ανακοίνωση: όποιος έχει τίποτε από τα παλιά και ανέκδοτα, ας έλθει. Και παρουσιάστηκαν διάφοροι με κασέτες – κυρίως ο αξέχαστος Κωστής Βίνερ- παράνομες βέβαια, αλλά ευτυχώς που το κάνανε! Κι έτσι σωθήκανε μερικά πράγματα. Τα είχα ξεχάσει, διάφορες πρόζες, διάφορα τραγούδια…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Εκτός από τις θέσεις που έχετε πάρει στα ακανθώδη για την Ελλάδα ζητήματα της πολιτικής, έχετε προκαλέσει κατά διαστήματα την μήνιν των οπαδών σας και με άλλους τρόπους. Θυμάμαι τιείχατε ακούσει όταν είχατε κάνει στο Ρεξ το Θαλασσινό Τραινάκι με το Γιάννη Πάριο – για να μη θυμηθώ την Καλομοίρα και την τούρτα… Δεν έχω ταμπού. Τον Πάριο τον θεωρώ την καλύτερη φωνή της γενιάς μου. Η Καλομοίρα ήταν ένα αστείο. Διότι, όπως είχα πει, ποιος θα έβγαινε από την τούρτα των γενεθλίων, η Φαραντούρη; Βγάλαμε ένα κοριτσάκι. Στ’ αλήθεια δεν έχω ταμπού. Υπάρχουνε συνάδελφοι από την απέναντι όχθη, τους οποίους παρακολουθώ με ενδιαφέρον. Παλαιότερα τον Πασχάλη Τερζή. Μετά τον Βέρτη. Ένα ενδιαφέρον πρέπει να πω ότι έχει η Πάολα σαν φωνή. Μου άρεσε πάρα πολύ ο Δάντης. Πετάγομαι από το ένα όνομα στο άλλο για να δείξω ότι δεν έχω πρόβλημα. Οι περισσότεροι από τα μεγάλα ονόματα του τραγουδιού είναι θηρία της σκηνής. Είναι σαν κι εμένα. Είναι βέβαια δύσκολο να συνεννοηθούνε μεταξύ τους οι σταρ. Αλλά όταν το καταφέρουν, τότε το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Βέβαια άλλες φορές πιάνει, άλλες φορές δεν πιάνει. Να, ας πούμε με το Γιάννη Πάριο, που τόσο πολύ τον αγαπώ και τον εκτιμώ, δεν πήγε. Γιατί; Ξέρω γω γιατί; Κάθε πρόγραμμα, ξέρεις, όταν γίνεται, έχει το άστρο του. Αν το άστρο θέλει, θα πάει το πρόγραμμα. Αν δεν θέλει, δεν θα πάει.

Μιλούσαμε πριν για τον Πλούτο. Πήρατε την απόφαση κι ασχοληθήκατε ακόμα μια φορά με τον Αριστοφάνη. Όλοι θυμόμαστε τοιυς Αχαρνής, που τελικώς δεν χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση. Κάναμε πρόπερσι τον Πλούτο, και πρέπει να πω ότι με ευχαρίστησε πάρα πολύ. Είναι μια παράσταση για την οποία αισθάνομαι περήφανος. Ήταν εξαιρετικοί οι συνεργάτες μου: η Μουτούση, ο Λούλης, ο Κουρής, ο Μάκης Παπαδημητρίου… Είχαμε ένα υπέροχο χορό, και συνεργάτες μου ήταν ο Μαλκότσης, ο Μέντης… Το παίξαμε σε πενήντα πόλεις. Κοίταξε… Σκέφτομαι να κάνω τους Αχαρνής ολόκληρους. Να μεταφράσω δηλαδή τώρα πια όλο το έργο, κι όχι μόνο τα χορικά, όπως είχα κάνει το ’76, και με ένα γερό θίασο να το ανεβάσουμε. Δεν ξέρω πότε.

Θα αναλάβετε και τη σκηνοθεσία, όπως στον Πλούτο; Μπορεί ναι, μπορεί όχι… Δεν τα πήγα κι άσχημα με τη σκηνοθεσία, είχα βέβαια σημαντική βοήθεια από τους ηθοποιούς, οι οποίοι είχαν μεγάλη πείρα. Κι η Σύλβια Λιούλιου ήταν χρυσή βοηθός.

Μου φαίνεται φυσικό ότι αναλάβατε όλο το εγχείρημα,. Νομίζω πως ένας από τους λόγους που δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κομμάτια στους Αχαρνής, ήταν πως ήδη περιείχαν τη σκηνοθεσια τους. Κι αυτό δύσκολα θα χωρούσε στο όραμα ενός άλλου. Δεν ξέρω, μπορεί. Η ιδέα που είχα τότε στους Αχαρνής ήταν πως κάποιος διηγείται την ιστορία, και ακούς τα χορικά. Γι αυτό και τώρα λέω να καθήσω και να το μεταφράσω όλο και να παιχτεί κανονικά. Οι Αχαρνής είχανε προκαλέσει επίσης αρνητικά σχόλια όταν παίχτηκαν το ’76. Γιατί παρουσιάστηκαν τότε σαν μια σάτιρα της ρητορείας της μεταπολίτευσης. Γι αυτό και μουτρώσαν οι κομματικές νεολαίες. Το παίξαμε στο Ρήγα της Πλάκας. Χορός ήταν ο Μανώλης Ρασούλης, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Πάνος Κατσιμίχας, η Μελίνα Τανάγρη, ο Νίκος Ζιώγαλας, ο Ηλίας Λιούγκος, ο Σάκης Μπουλάς. Κοίτα: τρεις από αυτούς δεν είναι πια μαζί μας. Οι άλλοι, δόξα τω Θεώ, είναι καλά.

«Αισθανόμουνα πολλές φορές όπως η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που ήταν πάνω σε ένα τροχό, κι έλεγε ότι για να μείνουμε όρθιοι, πρέπει να τρέχουμε συνεχώς. Υπάρχει μια άλλη σπουδαία ατάκα στο Γατόπαρδο του Βισκόντι, όπου το αρχοντόπουλο λέει: “για να μείνουν τα πράγματα ίδια, πρέπει να αλλάξουν όλα”»

Καθώς σας ακούω να απαριθμείτε τα ονόματα, έχω την αίσθηση ότι στις δουλειές που γίνονταν τότε, υπήρχε μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων. Τώρα είναι σαν ο καθένας να θέλει μια σκηνή μόνος του. Γενικά υπάρχει πολύς ατομισμός πια. Σαν να μην υπάρχει συνέχεια, σαν να έχει χαθεί η συλλογική συνείδηση. Εμείς ζήσαμε σε άλλα χρόνια. Κατ’ αρχήν οι παλαιότεροι ενδιαφέρονταν για τους νεώτερους. Θέλανε να μας κάνουνε παρέα. Θέλανε να μας ακούνε. Μπορεί να υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ μας, γιατί όταν είσαι νέος, θέλεις κι εσύ να υπάρξεις. Και πώς θα υπάρξεις; Σε κάποιο βαθμό θα αμφισβητήσεις τον παλαιότερο. Είναι μοιραίο. Ναι, αλλά επειδή οι παλαιότεροι είχαν ήδη σηκώσει ψηλά τον πήχυ, έπρεπε εσύ που ήθελες να πεις κάτι άλλο, να το κάνεις όσο μπορούσες να είναι ισάξιο. Θέλω να πω ότι ακόμη και στη σύγκρουση, ο διάλογος υπήρχε. Πράγμα που δεν υπάρχει τώρα. Είμαστε κομματιασμένοι.

Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ; Ε, και γι’ αυτό. Βασικά φτάσαμε εδώ επειδή πιστέψαμε σε φούσκες. Οι φούσκες κάποια στιγμή σκάνε. Μια χώρα που έχει μια βαριά παθολογία, το πελατειακό κράτος, και που κακόμαθε να ζει με δανεικά και χωρίς να παραγάγει τίποτα. Ε, τι κατάληξη θα είχαν αυτά τα πράγματα;

Βέβαια η ατομιστική κατεύθυνση δεν είναι κάτι δικό μας, ένα ολόκληρο σύστημα παγκοσμίως ωθεί όλο και περισσότερο προς τα εκεί. Ναι. Όμως πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχουν και τα αντισώματα. Να λειτουργήσει δηλαδή και η συλλογική συνείδηση, δεν μπορεί να γίνει χωρίς αυτό. Η εξατομίκευση σημαίνει να αναλαμβάνει την προσωπική του ευθύνη ο καθένας. Να αισθάνεται ότι είναι υπεύθυνος γι αυτό που γίνεται. Αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά αν δεν υπάρχει ταυτόχρονα συλλογικότητα, πρόνοια. Δεν μπορεί να ανθίσει η ατομικότητα όταν προσβάλλεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό είναι τώρα το πρόβλημα της εποχής μας: ότι εξατομικεύουμε αποτυχημένα. Η εξατομίκευση είναι στην κατεύθυνση του φιλοτομαρισμού, του “δεν με μέλλει”.

Και στα τραγούδια σας, αλλά και στη ζωή σας, αναφέρεστε επανηλειμμένα τους δασκάλους και στους ποιητές που προλάβατε. Ποιους θεωρείτε δασκάλους σας; Στη μουσική, ο Αττίκ, ο Βασίλης Τσιτσάνης κι ο Μάνος Χατζιδακις. Aπό ξένους ο Georges Brassens, ο Dylan… O Dylan είναι σχεδόν συνομίληκός μου, μερικά χρόνια μεγαλύτερος. Αλλά με επηρέασε, όπως επηρέασε και πολύ κόσμο. Ανοίγω παρένθεση: η Αμερική δεν ήξερε τι είναι υψηλό τραγούδι, ήταν κάτι εντελώς καινούριο για την αμερικάνικη κουλτούρα ο Dylan. Ένα τραγούδι που δεν γράφεται μόνο για να το χορέψουν και να διασκεδάσουν. Η Ευρώπη όμως το ήξερε το υψηλό τραγούδι. Από την εποχή του François Villon, του Georges Brassens, του Kurt Weill. Εμείς είχαμε εδώ το Χατζιδάκι, το Γκάτσο,το Θεοδωράκη… Αλλά ή Αμερική, επειδή είναι ένας τεράστιος μηχανισμός, κατάφερε να επιβάλλει τον Dylan. Το σινεμά υπήρξε δάσκαλός μου. Ο Φελλίνι, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Βισκόντι. Εδώ επίσης δάσκαλος υπήρξε ο Κουν, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Πικιώνης. Ήταν μεγάλα αναστήματα, ήμασταν τυχεροί που τους γνωρίσαμε.

Και τώρα που λόγω ηλικίας, αλλά και φυσικής εξέλιξης, έχετε περάσει εσείς στην πλευρά του δάσκαλου, ως δάσκαλο θα σας ρωτήσω: πώς θα βγούμε από αυτή την κατάσταση; Θα βγούμε, μην αμφιβάλλετε. Ο Παΐσιος έλεγε ότι η μύγα, και στον καλύτερο κήπο να την πας, θα πάει και θα βρει τα σκατά. Ενώ την πεταλούδα, και στις χειρότερες ακαθαρσίες να την πας, θα ψάξει και θα βρει ένα λουλουδάκι. Αυτά τα έχουμε μέσα μας. Και τις μύγες, και τις πεταλούδες. Εγώ δεν ήθελα να ακολουθώ τη μύγα. Ήθελα να ακολουθώ την πεταλούδα. Διότι θέλω το λουλουδάκι! Κι έτσι κατάφερα ό,τι κατάφερα. Αυτό να κάνετε κι εσείς.

Διονύσης Σαββόπουλος – Ελένη Βιτάλη: «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα».
Μαζί τους οι μουσικοί: Γιώτης Κιουρτσόγλου (μπάσο), Δημήτρης Λάππας (κιθάρες, μπουζούκι), Στάθης Άννινος (πλήκτρα), Βασίλης Ποδαράς (ντραμς), Θοδωρής Σούκερας (τρομπόνι), Δημήτρης Αγάθος (τρομπέτα), Νατάσσα Παυλάτου (κρουστά).
Η παράσταση, που θεωρείται πια σταθμός, θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα: Τετάρτη 3/8 Μυτιλήνη, Σάββατο 6/8 Σκύρος, Σάββατο 20/8 Σάνη Χαλκιδικής, Σάββατο 27/8 Πρέσπες, Δευτέρα 29/8 Θέρμη Θεσσαλονίκης, Δευτέρα 1/9 Ηρώδειο, Δευτέρα 5/9 Ηράκλειο Κρήτης.
Η παράσταση «Σήκω Ψυχή Μου Δώσε Ρεύμα» θα κυκλοφορήσει σε διπλό CD και σε deluxe έκδοση (2CD & 2DVD) τον Σεπτέμβριο από τη Feelgood Records.
Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης