Τον Απρίλιο του ’17 η Γεωργία Μαυραγάνη με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι της έκαναν μια πρόταση από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού να ετοιμάσει ένα 20λεπτο θεατρικό με θέμα το προσφυγικό για να παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου “The Future of Europe”, στη Στουτγάρδη. Της απάντησα ότι με το προσφυγικό έχω πρόβλημα, γιατί θεωρώ ότι είναι θέμα που το έχουν υπερεκμεταλλευτεί και με τρόπο πολύ φτηνό. Συμφώνησε, αλλά μου εξήγησε ότι γι’αυτό μιλάμε μαζί, μήπως μπορέσουμε να το δούμε διαφορετικά.
Πέρασε το καλοκαίρι, ασχολιόμουν τότε με το λιμπρέτο της Ειρήνης του Αριστοφάνη, τον Σεπτέμβριο συναντιέμαι με τη Γεωργία στην πλατεία Αγ. Θωμά, στο μεταξύ ανακαλύψαμε ότι ήμασταν και γείτονες. Εκεί τα είπαμε. Της εξήγησα ότι θέλω να αντλήσω από την αρχαιότητα. Μου είπε «κάνε ό,τι θέλεις». Σκεφτήκαμε ότι θα είχε νόημα να μπει κι ένα κομμάτι μουσικής αφήγησης, κι έτσι ήρθε μαζί μας ο Χάρης Νείλας.
Μου ήρθε η ιδέα να αντλήσω από τον Ηρόδοτο. Μου έκανε κλικ ένα χωρίο που μιλάει για την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες. Εμμένει αρκετά στο ότι οι Συβαρίτες, που είχαν πολύ στενές σχέσεις με την Μίλητο, δεν θρήνησαν καθόλου την πτώση της Μιλήτου σε αντίθεση με τους Μιλήσιους που όταν είχε καταστραφεί η Σύβαρις είχαν τρεις ημέρες δημόσιο πένθος σε αντίθεση με τους Αθηναίους. Μου φάνηκε πολύ ωραίο ανάλογο με το τι συμβαίνει τώρα κι έτσι άρχισε να πλάθεται η ιστορία. Ταυτόχρονα, έγιναν συνεντεύξεις και με πρόσφυγες για να αποκτήσουμε έστω μια μικρή εικόνα για την εμπειρία αυτών των ανθρώπων. Από τότε βέβαια, από εκείνο το 20λεπτο θεατρικό η Εξημέρωση έχει επεκταθεί πολύ κι έχει ανοίξει και πέρα του προσφυγικού.
Το στόρι θα ακουστεί λίγο κουκουρούκου. Ένας μάντης του θεού Απόλλωνα, αν και δεν κατονομάζεται ξεκάθαρα ο θεός, αφηγείται δύο ιστορίες που παραβολικά λειτουργούν ως μια αφήγηση για το πένθος, το τραύμα και τον θάνατο. Στο πρώτο μέρος αρχίζει μιλώντας για την καταστροφή της Μιλήτου και τη δική του θέση σε αυτήν την αφήγηση, που δεν είναι θέση εμπλοκής καθώς ο δικός του ρόλος θα λέγαμε ότι είναι του παρατηρητή και ίσως εκείνου που προειδοποιεί για την καταστροφή. Στο δεύτερο μέρος εμφανίζεται στον Κάτω Κόσμο όπου προσπαθεί να απελευθερωθεί από τον λόγο του θεού, γιατί ο λόγος του θεού τον καταλαμβάνει και κάπως εξαφανίζει το δικό του εγώ. Κατεβαίνει λοιπόν στον Κάτω Κόσμο προσπαθώντας να δραπετεύσει από τον θεό και να βρει τη δική του συνθήκη ύπαρξης. Μέχρι που συναντά μια γυναικεία μορφή, η οποία τον προσγειώνει και του λέει ότι αυτό δεν είναι ο θάνατος, αλλά οι αφηγήσεις των ζωντανών για τον Κάτω Κόσμο. Στο τέλος ξανασυνδέεται με την αρχαία ελληνική ιστορία, πιο συγκεκριμένα με την εκστρατεία των Αθηναίων στην Κύπρο. Κι εκεί με έναν τρόπο αποκτά συνείδηση του θανάτου του δικού του. Και του θανάτου γενικότερα.
Για μένα, ουσιαστικά όλη αυτήν την ιστορία τη λέει είτε ένας νεκρός, είτε πολλοί νεκροί μαζί. Τώρα βέβαια είναι αυτή η μαλακία: όταν εξηγεί το έργο αυτός που το έγραψε να μην το καταλάβει κανένας. Τέλος πάντων, είναι μια αφήγηση για το πώς η αφήγηση δημιουργεί ένα λόγο κυριαρχίας. Αυτός που μπορεί να θρηνήσει, να πενθήσει είναι ο δυνατός, μπορεί να το «εκμεταλλευτεί» κιόλας. Κι αυτός που μπορεί να μιλήσει για τους νεκρούς είναι ο ζωντανός.
Ο θάνατος είναι το κομμάτι που δεν εξημερώνει ο λόγος. Ο θάνατος είναι μια ιστορία που δεν μπορείς να αφηγηθείς αλλά μόνο να τη φανταστείς.
Το κείμενο της Εξημέρωσης θα κυκλοφορήσει μαζί με την παράσταση ως βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη. Πιστεύω ότι διαβάζεται κι αυτόνομο γι’ αυτό και πήρα την απόφαση της έκδοσης. Παρ’όλα αυτά ας πούμε ότι είναι πιο ολοκληρωμένο σαν σύνολο, αν δεις και την παράσταση γιατί η παράσταση είναι άλλο πράγμα. Όταν την είδα σαν πέρασμα ξέχασα ότι είναι δικό μου κείμενο και αυτό είναι ό, τι καλύτερο. Με την παράσταση μπαίνεις στον κόσμο της Γεωργίας.
Είναι μεγάλη τύχη να δουλεύεις με ανθρώπους που ήδη θαυμάζεις όπως ο Κυπουργός, ο Οικονομίδης και φυσικά η Γεωργία που τη γνώρισα καλά μέσα από τη συνεργασία μας. Το σημαντικό για μένα είναι ότι ανακάλυψα πως με τους τρεις αυτούς ανθρώπους ταιριάζουν τα χνώτα μας. Είναι πολύ σημαντικό να μην έχεις το κράτημα «να το πω αυτό; πώς να το πω;». Είναι σπουδαίο να υπάρχει άπλα, ελευθερία.
Ήθελα να δοκιμάσω πράγματα. Μετά το Γκιακ έκανα κόμικ, έκανα το λιμπρέτο για την Ειρήνη, έκανα δραματουργία για τις Ευμενίδες, έγραψα θεατρικό -κι ας μην είναι η Εξημέρωση, το κλασικό θεατρικό κείμενο- έκανα μαζί με τον Οικονομίδη και τον Λαγκούση το σενάριο για την Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς. Τα κάνω όλα αυτά γιατί θέλω να μου φύγει η περιέργεια, αλλά και για να προσπαθήσω να μάθω κάθε φορά έναν άλλο τρόπο αφήγησης, έναν άλλο τρόπο να λέμε ιστορίες. Και θα δούμε πώς θα πάει.
Δεν έχω καταλήξει ότι θέλω να κάνω μόνο κάτι συγκεκριμένα, εννοώ μόνο πεζογραφία, σενάριο ή θεατρικό. Έχω στα πλάνα νέο βιβλίο. Υπάρχει μια ιδέα, ψάχνω κάπως τον χρόνο για να κάτσω να το φτιάξω.
Με αγχώνουν όλα. Είμαι αγχώδης τύπος. Τα deadlines όμως παράλληλα με απελευθερώνουν γιατί μπαίνει ένα πρόγραμμα. Είμαι ο άνθρωπος, που αν δεν υπάρχει ένας ορίζοντας συγκεκριμένος για κάτι, μπορώ να το αναβάλλω μέχρι να σβήσει ο ήλιος.
Βαριέμαι εύκολα. Σε ο,τιδήποτε γράφω νιώθω ότι αναμετριέμαι με ένα καινούριο τέρας από την αρχή. Αν κάτι το έχω κάνει, το να το επαναλάβω είναι το χειρότερό μου. Το μόνο που νιώθω ότι έχω κατακτήσει είναι ότι έχω καταλάβει πέντε πρακτικά πράγματα για το πώς δουλεύω δηλαδή για παράδειγμα ότι είμαι πιο παραγωγικός τις απογευματινές-βραδινές ώρες αρκεί το πρωί να μην έχω κάνει κάτι φοβερό. Ή έχω καταλάβει ότι πρέπει να κοιμάμαι καλά ή να μην έχω φάει βαριά. Δεν μπορώ να γράψω χωρίς τσιγάρο κι αυτό είναι ένα πρόβλημα γιατί προσπαθώ να το μειώσω, κάπως το έχω καταφέρει. Προσπαθώ να φτιάχνω μια συνθήκη που μου επιτρέπει να συγκεντρωθώ πιο εύκολα. Κι έχω καταλάβει ότι σταδιακά μέσα στην ημέρα πρέπει να απομονώνομαι για να κάτσω τελικά να γράψω.
Η ομάδα συνεργατών στο σενάριο για τη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς ήταν ο Γιάννης Οικονομίδης, ο Χάρης Λαγκούσης κι εγώ. Είναι πολύ πιο εύκολο από ότι πιο φαντάζεται κανείς να λειτουργήσει μια ομάδα σεναρίου, τουλάχιστον με αυτούς τους δύο. Με έχουν κακομάθει. Ήταν τόσο άμεσο, που δεν ένιωσα ότι έπρεπε να προσαρμοστώ σε κάτι παρότι οι δυο τους είχαν ήδη συνεργαστεί στο Μικρό Ψάρι. Ήταν ένα πράγμα πολύ ελεύθερο, ελεύθερο και στη κουβέντα. Στηρίχθηκε στον παρόμοιο τρόπο που δουλεύουμε, στις κοινές μας αρχές. Βοήθησε φυσικά ότι γράφεις και μαζί σου στην ομάδα βρίσκεται κι ο auteur που αναλαμβάνει τον κύριο όγκο και λειτουργεί ως μπούσουλας, ίσως κάποιοι το βρίσκουν περιοριστικό αυτό, εγώ καθόλου. Στα γυρίσματα δεν ήμουν, μόνο στο τελευταίο τιμής ένεκεν.
Είχα κι μια άλλη ιδέα για βιβλίο, ξεκίνησα να την ψιλοδουλεύω αλλά δεν προχώρησα. Κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να γράψω μόνο και μόνο για να πω ότι γράφω, για να πω ότι θα βγάλω κάτι άλλο 2-3 χρόνια μετά το Γκιακ. Δεν μπορούσα να διατηρήσω το ενδιαφέρον μου εκεί, οπότε είπα στον εαυτό μου «άστο».
Το επόμενο βιβλίο δεν θα είναι το ίδιο καλό με το Γκιακ. Αυτή είναι η απάντηση, εάν τυχόν κάποιος αναρωτιέται. Αν κάνεις κάτι που έχει πάει πολύ καλά, δημιουργείς πολύ συγκεκριμένες προσδοκίες. Αν δεν τις ικανοποιήσεις, κι εγώ είμαι βέβαιος ότι δε θα τις ικανοποιήσω γιατί έχω μια ιδέα πάνω σε κάτι τελείως διαφορετικό, δε θα έχει την ίδια αποδοχή. Θα υπάρχει κόσμος που θα πει «Ναι, αλλά εγώ ήθελα ένα νέο Γκιακ». Μου έχουν γίνει προτάσεις για να γράψω παρόμοια πράγματα, στο θέατρο. Με έχουν προσεγγίσει λέγοντας «επειδή έχεις γράψει το Γκιακ πιστεύουμε ότι θα σε ενδιαφέρει αυτό το project». Η απάντηση είναι ότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου.
Χαίρομαι βέβαια για όλη αυτή την αποδοχή, μη γελιόμαστε. Είναι κάτι που με κολακεύει αλλά και με ενθαρρύνει. Εγώ έχω πάντα αυτό το πρόβλημα αυτοπεποίθησης. Το να σου πει κάποιος ότι του αρέσει αυτό που έγραψες κάπως απαλύνει αυτή τη διαρκή αυτοϋπονόμευση.
Από τα λίγα πράγματα που προσπαθώ αυστηρά να διασφαλίσω για τον εαυτό μου είναι να γράφω αυτό που θέλω, όπως θέλω.