«Είναι ανήθικο το Δημοψήφισμα», δηλώνει o Πέτρος Μάρκαρης, προσθέτοντας: «τα διχαστικά διλήμματα που ανέκυψαν είναι μια κάκιστη εξέλιξη, που αναβιώνει τον Εθνικό Διχασμό του 1915. Την κατάληξη του Εθνικού Διχασμού όλοι τη γνωρίζουμε. Γιατί αυτό που μπαίνει στο τραπέζι αυτή τη στιγμή είναι ξεκάθαρα ένα διχαστικό δίλημμα. Και είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μετά το δημοψήφισμα θα εκλείψει.»
Η κυβέρνηση «έβγαινε και έταζε προεκλογικά ό,τι φαντάζεσαι», επισημαίνει. «Επειδή τώρα δεν της “βγαίνει’’ μεταθέτει την ευθύνη και τα βάρη στο λαό. Δεν μπορείς όμως να κρύβεσαι πίσω από τον λαό, επειδή δεν τα κατάφερες κι έχεις εσωκομματικά προβλήματα. Αν δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα, παραιτήσου! Η χώρα έχει μπεί σε τεράστιες περιπέτειες. Βρίσκεται εκτός εαυτού χωρίς λόγο. Επικρατεί μια παράνοια.»
Δεν ισχυρίζεται ότι «είναι εύκολη η διαπραγμάτευση.» Αλλά «δεν σηκώνεσαι κιόλας να φύγεις από αυτή. Το ίδιο έγραψε κι η Guardian. Δεν αποχωρείς. Είναι ένα τεράστιο λάθος.»
«Η Ελλάδα είναι για τους θεσμούς σαν ένα παιχνίδι με πιόνια και όχι μια χώρα με ανθρώπους. Το δημοψήφισμα ήταν η μοναδική λύση», υποστηρίζει ο Γιάννης Κόκκος, που παρακολουθεί από το Παρίσι «τεντωμένος» τις τελευταίες εξελίξεις στη χώρα. Και ξεκαθαρίζει:«θα πρέπει να καταστεί απόλυτα καθαρό ότι η άρνηση των μέτρων που θέλουν να επιβάλλουν οι θεσμοί συνοδεύεται από την απόλυτη θέληση παραμονής της χώρας στην Ευρώπη».
Πώς ξεκίνησε η ρήξη; «Ο Τσίπρας κι ο Βαρουφάκης υϊοθέτησαν μια ηθική στάση, η οποία φυσικά σόκαρε τους θεσμούς, που επιμένουν να κρύβονται πίσω από τις ιδιότητες των δανειστών και των τραπεζιτών. Οι λύσεις που δίνουν είναι αποκλειστικά οικονομικές. Αποποιούνται σταθερά οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη.»
«Η πολιτική της λιτότητας» που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από την αρχή είναι, διαπιστώνει ο Γιάννης Κόκκος, υποταγμένη σε μια νεοφιλελευθερη λογική. «Αλλά, όπως και οι σημαντικότεροι οικονομολόγοι έχουν πει, η διαδικασία που επιλέχθηκε ήταν καταδικασμένη. Κάτι που αρνούνται ωστόσο απόλυτα οι θεσμοί».
Το Δημοψήφισμα είναι, συνοψίζει, το αποτέλεσμα της αποτυχίας των διαδικασιών που υϊοθετήθηκαν: «Τα πράγματα είχαν φτάσει στο άκρο, δεν μπορούσαν να συνεχιστούν. Η μεσαία και η λαϊκή τάξη είχαν γονατίσει. Η χώρα είχε διαλυθεί. Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος πέρα από ένα Δημοψήφισμα για να μπορέσει να εκφραστεί η γνώμη των ανθρώπων, του ελληνικού λαού, πάνω σε αυτές τις τεράστιες δυσκολίες. Αλλά αυτό που θα πρέπει να είναι πολύ σαφές είναι ότι αυτό το «Όχι» στις δύσκολες απαιτήσεις δεν σημαίνει άρνηση της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη. Γιατί αυτό “παίζεται” με ύπουλο τρόπο προς το παρόν. Ο τρόπος που θα τεθεί στο Δημοψήφισμα η ερώτηση πρέπει να είναι πάρα πολύ σαφής».
Δεν γνωρίζει τη λύση του προβλήματος, αλλά δεν χάνει και την ελπίδα του. «Νομίζω ότι ίσως κάτι θα υπάρξει. Ο χώρος πάντως που απέμεινε είναι ελάχιστος».