«Για πάντα. Η υπόσχεση δύο εραστών ως υπόθεση εργασίας. Έστω ότι ο Χ και ο Ψ υπόσχονται να είναι μαζί “για πάντα”. Έστω ότι είκοσι χρόνια μετά ο Ψ διαγιγνώσκεται με κάποια ανίατη ασθένεια. Έστω ότι ο Ψ αφήνει την τελευταία του πνοή. Και η υπόσχεση. Εκείνο το “για πάντα”;» Αυτά γράφουν οι λέξεις επεξήγησης που συνοδεύουν το νικηφόρο podcast που έφτιαξε ο Δημήτρης Ντάσκας. «Θέμα σπαρακτικό, αφήγηση ανθρώπινη και κορύφωση με πολύ ενδιαφέρον. Θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική νουβέλα, Θα μπορούσε να είναι μια έξοχη ταινία ντοκιμαντέρ. Ήταν όμως ένα μετά θάνατον ηχητικό ημερολόγιο μιας σχέσης, ένας βαθύς αποχαιρετισμός, μια ανάγλυφη μαρτυρία της απώλειας». Κι αυτό είναι το σκεπτικό της επιτροπής που σήκωσε το χέρι μέσα από ένα σακούλι γεμάτο με δυνατά ερευνητικά podcast και διάλεξε το πιο συναισθηματικό, το πιο βαθιά προσωπικό.
Αν ψάξεις στο βιογραφικό του Δημήτρη, στο κουτάκι «ιδιότητες» θα βρεις τις λέξεις: ηθοποιός, μεταφραστής (από αγγλικά και γαλλικά), συγγραφέας, πτυχιούχος Νομικής. Στο κουτάκι «πρόσφατες δουλειές πριν την βράβευση» μπορείς να βάλεις την συμμετοχή του στην Αιολική Γη στο Εθνικό Θέατρο και στη δράση «Ποιητικές συνομιλίες», μια πρωτοβουλία του Παρισινού Théâtre de la Ville που στην Ελλάδα διοργανώνει η Στέγη, καθώς και τη μετάφραση του Belle Équipe που ανέβηκε τον Φεβρουάριο σε σκηνοθεσία Μάρθας Μπουζιούρη. Παράλληλα γράφει και σκηνοθετεί την παράσταση Παιδικό Δωμάτιο η οποία θα ανεβεί το καλοκαίρι από την ομάδα μουσικού θεάτρου M.A.S., ενώ διδάσκει σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες.
Μέσα σε όλα αυτά πρόσθεσε και ένα μεταπτυχιακό πάνω στο θέατρο. Για να κάνουμε και τη σύνδεση με το podcast. Αφού κάπου εκεί, ανάμεσα στις εργασίες, ήρθε σε επαφή με μια ακόμη «διέξοδο». Μια ακόμη έκφραση της πολυσχιδούς του προσωπικότητας: «Το “Για Πάντα” έχει τις ρίζες του σε μια εργασία που είχα κάνει στο μεταπτυχιακό. Ο καθηγητής κ. Βέρδης μας είχε παρακινήσει να δημιουργήσουμε ένα καλλιτεχνικό έργο μέσα από συγκεκριμένες ερευνητικές μεθόδους. Ήταν η περίοδος του δεύτερου κύματος της πανδημίας, της μεγάλης καραντίνας, όχι της πρώτης που είχε κάτι εξωτικό, που περνάγαμε οι περισσότεροι λες κι ήμασταν σε διακοπές διαρκείας και βλέπαμε τον θάνατο στην τηλεόραση, αλλά εκείνης που μπήκε ο θάνατος μες στα σπίτια μας, και τα φαρμακεία πούλαγαν περισσότερα αντικαταθλιπτικά από ασπιρίνες.
Διάλεξα το θέμα του πένθους λόγω προσωπικών βιωμάτων. Πρέπει να σου πω βέβαια, ότι από καμιά τριανταριά εργασίες που έγιναν σε εκείνο το μάθημα, τουλάχιστον οι 3 είχαν θέμα το πένθος – κάπως λοιπόν αντικατοπτριζόταν ένα γενικότερο κλίμα. Δεν είχα σκεφτεί ότι αυτό που για μένα ήταν μια απλή εργασία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάτι που να αφορά και άλλο κόσμο. Μία συμφοιτήτριά μου έστειλε το δικό της podcast για το συγκεκριμένο μάθημα στο περσινό Φεστιβάλ. Και κάπως έτσι ήρθε η ιδέα».
Πόσο χρονικό διάστημα σου πήρε για να το φτιάξεις; Είχα το θέμα στο μυαλό μου, κρατούσα σημειώσεις και διάβαζα σχετικά κείμενα για κάνα τρίμηνο περίπου. Από τη στιγμή που έκατσα να μοντάρω το υλικό μέχρι την ηχογράφηση και το τελικό μοντάζ, πέρασαν 10-15 μέρες.
Το «Για πάντα» είναι μια queer ιστορία αγάπης χωρίς αίσιο τέλος. Το γνωρίζουμε σχεδόν εξ αρχής πως είναι ένα ερωτικό γράμμα αυτού που μένει σε αυτόν που φεύγει. Σε τι τοίχους ακούμπησες για να στηριχτείς, γράφοντας το; Κυρίως στους τοίχους του σπιτιού μου όπου ήμουν εσώκλειστος τότε. Πέρα από την πλάκα, θα σου πω το εξής: Ο Roland Barthes γράφει από το 1977 ως το 1979 το «Ημερολόγιο πένθους» για τον χαμό της μητέρας του. Το βιβλίο αυτό δεν το γνώριζα, το ανακάλυψα όταν έκανα την έρευνα για το «Για πάντα». Είχα ήδη αποφασίσει την ημερολογιακή δομή του και η επαφή με το βιβλίο του Barthes ήρθε να με κάνει να νιώσω πιο σίγουρος και να μην αμφιβάλλω για την επιλογή αυτή. Από την άλλη, πολύ σημαντικό ήταν και το κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη «Ζώντες και τεθνεώτες», το οποίο επίσης διάβασα εκείνη την περίοδο, αν και το είχα υπόψιν μου εδώ και καιρό. Ένας άλλος «τοίχος» όπως λες, ήταν μια περφόρμανς που έκανε το 1965 ο Joseph Beuys, το περίφημο «Πώς να εξηγήσεις τις εικόνες σ’ έναν νεκρό λαγό». Είχα διαβάσει γι’ αυτήν την περφόρμανς παλιότερα, και συμπτωματικά τη μελετήσαμε και πάλι στο μάθημα του καθηγητή κ. Πεφάνη στο πανεπιστήμιο.
Υπάρχουν φράσεις και από τον Barthes, και από τον Παπαγιώργη αλλά και από τον Μπωντλαίρ που έχουν παρεισφρήσει στο κείμενο τού «Για πάντα», ενώ και η αναφορά στην περφόρμανς του Beuys είναι αρκετά εκτενής. Άλλα κείμενα που διάβασα την περίοδο έρευνας ήταν το «Πένθος και μελαγχολία του Freud» και το «Περί πένθους» του Λουκιανού. Γενικώς, χαρούμενα, ανεβαστικά πράγματα, καταλαβαίνεις. Τσακίρ κέφι.
Φοβήθηκες κάτι πάνω στη διαδικασία της δημιουργία του; Δεν θυμάμαι. Δεν ξέρω. Νομίζω όχι. Βασικά όταν το έφτιαχνα δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα το άκουγε κανένας άλλος, οπότε τι να φοβηθώ;
Το «Για Πάντα» έχει μια έντονη θεατρικότητα στο στήσιμο του. Θα μπορούσε να είναι και ένας θεατρικός μονόλογος. Σκέφτηκες ποτέ πως θα μπορούσε να το μεταφέρεις στο σανίδι; Εδώ σου λέω ότι παραλίγο να μην το στείλω καν στο Φεστιβάλ. Μάλιστα θυμάμαι ότι είχα χάσει την πρώτη προθεσμία, και επειδή ήταν τότε η φάση με τα χιόνια, έδωσαν παράταση και έτσι πρόλαβα. Δεν το είχα σκεφτεί ως θεατρικό μονόλογο να σου πω την αλήθεια, μπορεί, λες; Θα ήθελα να το δω, αλλά είναι σίγουρο ότι δε θα το σκηνοθετούσα εγώ. Νομίζω πως ό,τι είχα να δώσω στο «Για πάντα», το έδωσα. Αν ανέβαινε στο θέατρο θα χρειαζόταν κάποιος να το δει με καινούριο βλέμμα. Επίσης, αν γινόταν κάτι τέτοιο, μπορώ να σου πω σίγουρα ότι δε θα έπαιζα εγώ. Για μένα το θέατρο είναι ομαδικό σπορ, άμα είναι να παίζω μόνος μου, παίζω και στο σαλόνι μου, έχω τρομερή ανάγκη να συνυπάρχω με άλλους επί σκηνής. Όπως έχω τρομερή ανάγκη να είμαι εντελώς μόνος όταν γράφω.
Ακούγοντας το, έχεις την αίσθηση πως έχεις βάλει αυτί σε μια βαθιά προσωπική ιστορία, που εν μέρει έχεις ζήσει και συ κάποια στιγμή στη ζωή σου. Κάπως έτσι ή ακριβώς έτσι. Σκεφτόσουν τον ακροατή πως θα νοιώσει, πως θα αντιδράσει όταν το «έστηνες»; Το «Για πάντα» ήταν προορισμένο να μείνει σε ένα αρχείο στον υπολογιστή μου… για πάντα. Να βάλει μια οριστική τελεία σε εκείνη την περίοδο. Επί ένα χρόνο το είχαν ακούσει μόνο εγώ, ο καθηγητής μου κι ένας φίλος που με είχε βοηθήσει με το τεχνικό κομμάτι. Δε σκεφτόμουν ότι θα το άκουγε κανένας άλλος, ούτε ότι θα μπορούσε να αγγίξει κάποιον άλλον.
Στο τέλος έχεις μια αίσθηση τρυφερότητας. Μια ικανοποίηση για αυτούς τους δύο ήρωες. Πως ασχέτως της άδικης έκβασης ήταν και είναι πολύ τυχεροί που συναντήθηκαν και έζησαν ένα έρωτα ακόμη κι όταν αυτός είχε τελειώσει. Σκεφτόσουν εξ αρχής να μένει αυτή η αίσθηση στο τέλος κυρίως; Ούτε εξ αρχής, ούτε όταν το τελείωσα. Είναι κάτι που μου το είπαν κάποιοι φίλοι που το άκουσαν τον Γενάρη του 2022, όταν σκεφτόμουνα να το στείλω στο Φεστιβάλ. Μετά σκέφτηκα ότι όντως, όταν έγραφα το τέλος, βρισκόμουν σε μια αρκετά διαφορετική φάση από εκείνη που βρισκόμουν όταν το ξεκίνησα. Έμπαινε η άνοιξη, ήμουν ερωτευμένος, κάπως η ζωή είχε πάρει πάλι το πάνω χέρι. Φαντάζομαι ότι αυτό κάπως επηρέασε το φινάλε, δεν ξέρω κιόλας. Νομίζω πως όταν γράφω είμαι κάπως σαν σφουγγάρι, απορροφάω τόσα πράγματα από γύρω μου, και ποτέ δεν ξέρω αν και πώς θα βγουν σε αυτό που γράφω.
Στο τέλος ακούμε τη φωνή του ηθοποιού Βαγγέλη Χατζηνικολάου, τον οποίο χάσαμε επίσης από καρκίνο πριν κάποιους μήνες. Πως σου ήρθε η ιδέα να το χρησιμοποιήσεις; Ο Βαγγέλης Χατζηνικολάου ήταν ένας άνθρωπος που επηρέασε με τη ζωή του, το έργο, τη σκέψη του και τη δράση του πάρα πολλούς ανθρώπους. Κατάφερνε να συμπυκνώσει σε λίγες λέξεις όσα οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούμε να πούμε με χιλιάδες λέξεις. Το «πορτοφολάκι της αγάπης» που λέει, το συζητούσαμε συχνά οι φίλοι του όταν είχαμε δει εκείνη την συνέντευξή του. Νομίζω ότι αυτή η αισιόδοξη αίσθηση που ανέφερες πριν υπάρχει χάρη και σε αυτό. Ένας άνθρωπος φεύγει, αλλά η σκέψη του είναι για πάντα εδώ και μας καθοδηγεί, δεν χάνεται. Να ευχαριστήσω εδώ τον Τάσο Μπατσιούλα που είχε πάρει εκείνη τη συνέντευξη από τον Βαγγέλη Χατζηνικολάου, και μου παραχώρησε το απόσπασμα της συνέντευξης».
Τελικά τι κρύβει αυτό το «Για Πάντα»; Δεν ξέρω τι να σου πω. Ό,τι απάντηση προσπάθησα να βρω υπάρχει μέσα στο podcast.
Βλέπεις και συ ξαφνικά μια έντονη αγάπη για τα podcast τριγύρω σου; Νοιώθω σαν να έχουμε πέσει με τα μούτρα. Πως σου φαίνεται αυτό; Mια χαρά. Κάθε τι καινούριο προκαλεί απότομα πολύ ενδιαφέρον, δεν πειράζει. Μια χαρά μέσο είναι το podcast.
Στο τρένο, στις διακοπές σου, σε τι μορφή θα προτιμούσες να διαβάσεις ένα άρθρο; Να το διαβάζεις στο κινητό σου ή να το ακούς στα ακουστικά; Στις διακοπές βιβλία. Να μπορώ να σημειώνω στο περιθώριο του βιβλίου με χρωματιστά μολύβια. Κατά τα άλλα, νομίζω ότι για τις πληροφορίες θα προτιμούσα το podcast και για τις αναλύσεις το διάβασμα.
Ποιο είδος podcast είναι το αγαπημένο σου; Ντοκιμαντέρ, οτιδήποτε μπορεί να με μάθει κάτι.
Έχεις αγαπημένους podcasters; Τώρα τελευταία ακούω πολύ τον Θοδωρή – Archaeostoryteller -Παπακώστα.
Αν θέλει κάποιος να φτιάξει ένα podcast τι θα του έλεγες να προσέξει, ποια είναι αυτά τα σημεία που θα έπρεπε να φροντίσει πρώτα από όλα για να τα καταφέρει; Κοίταξε, για μένα υπάρχουν δύο «Για πάντα». Το κείμενο και το podcast. Κάπως συνδέει δύο αρκετά διαφορετικά πράγματα που μου αρέσει να κάνω, να γράφω και να παίζω. Οπότε, για το κείμενο, το βασικό που θα έλεγα σε κάποιον είναι η προετοιμασία και η έρευνα. Το «Για πάντα» μπορεί να φαίνεται απλώς μια προσωπική κατάθεση, είχε όμως από πίσω αρκετό ψάξιμο. Όσον αφορά την εκφώνηση, νομίζω ότι χρειάζεται να συνδεθεί κάποιος πολύ με το υλικό του σε προσωπικό επίπεδο, να σημαίνει κάτι για τον ίδιο, να τον αφορά προσωπικά. Και μια τελευταία συμβουλή, κλασική για όσους και όσες κάνουν κάτι δημιουργικό: μη φοβάστε να κόψετε, να αφαιρέσετε. Όσο κι αν είναι δύσκολο, κι αν σε ματώνει, καμιά φορά πρέπει να κόψεις ένα κομμάτι που αγαπάς πολύ, για να είναι καλύτερο το σύνολο.
Και κάτι τελευταίο. Πως αισθάνθηκες που νίκησες; Πρωτάκι, σε ένα καινούργιο άγνωστο κόσμο; Λίγο χαμένος. Αυτό το podcast για αλλού ξεκίνησε (βασικά για πουθενά δεν ξεκίνησε) και έκανε ένα μεγάλο ταξίδι τελικά μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Να ‘ναι καλά ο Ορέστης Καλαμπαλίκης που έγραψε τη μουσική και ο Χρήστος Χριστόπουλος που ανέλαβε όλο το καλλι-τεχνικό κομμάτι. Χωρίς αυτούς, ούτε μέχρι τον Σταθμό Λαρίσης δε θα έφτανα.
Μπορείτε να διαβάσετε εδώ τα πρώτα λεπτά κειμένου του podacst “Για Πάντα”.