Ο Δημήτρης Καταλειφός είναι ο πιο γοητευτικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Δεν είναι τυχαίο που κι άλλοι συνάδελφοι που του έχουν πάρει συνέντευξη έχουν αποκομίσει την ίδια αίσθηση. Μιλώντας ήρεμα και με την πιο ωραία άρθρωση που έχω ακούσει, αποπνέει μια αίσθηση ζεστασιάς και ανεπιτήδευτης γαλήνης. Ένας γητευτής που φέτος μας αποπλανεί από τη σκηνή του Εμπορικόν, όπου ερμηνεύει τον Τομ στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς.
Είναι ευχάριστο ότι το θέατρο αντέχει και με το παραπάνω, παρά την οικονομική κρίση. Σε σχέση με τις υπόλοιπες μορφές τέχνης (κινηματογράφος, μουσική, βιβλία) το θέατρο κινείται πιο δυνατά κι αυτό εγώ το αποδίδω στην κούραση που νιώθει ο άνθρωπος από την εικόνα και την ανάγκη που έχει για ανθρώπινη και ζωντανή επαφή, όχι μόνο με τους ηθοποιούς αλλά και με τους θεατές που κάθονται στην ίδια σειρά, μαζί τους. Έχουμε κουραστεί από το ίντερνετ, τα κινητά, την τηλεόραση και αναζητούμε την ζωντάνια που αναδίδει το θέατρο. Είναι ο μόνος χώρος που ζητά από τον θεατή να συγκεντρωθεί σε κάτι. Όλη μας η ζωή ξοδεύεται σε ένα ατελεύτητο ζάπινγκ και το θέατρο αντιπροτείνει την αφοσίωση.
Το στοίχημα μιας καλής παράστασης είναι πώς να αποσπάσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του θεατή από το τεράστιο βάρος της καθημερινότητας και βγαίνοντας από το θέατρο να έχει κάτι πάρει που να τον έχει διαφοροποιήσει ως προς το καλύτερο. Αυτό είναι το στοίχημα όλων των καλλιτεχνών που άλλοτε το πετυχαίνουμε κι άλλοτε όχι. Άλλωστε η ίδια η Παξινού έλεγε ότι «το κοινό είναι ένα θηρίο που πρέπει να το δαμάσεις».
Ο «Γυάλινος κόσμος» είναι ένα έργο μνήμης όπου ο πρωταγωνιστής αναπολεί την οικογενειακή του ζωή. Στη δική μας εκδοχή η αναπόληση γίνεται μέσα από τα μάτια ενός Τομ που είναι, επειδή τον παίζω εγώ, ένας 60χρονος άνθρωπος. Έτσι λοιπόν συμμετέχω στα flash back μέσα από αυτή την ηλικία χωρίς καμία προσπάθεια να κάνω τον νεότερο. Αν κι αυτή η επιλογή είναι απόλυτα πιστή στο έργο, υπάρχουν κάποιοι που αισθάνονται αμήχανα, γιατί έχουν συνηθίσει σε άλλα ανεβάσματα ο Τομ να είναι νέος, ενώ άλλοι το βρίσκουν πολύ ωραία ιδέα. Προσωπικά δε βρίσκω τολμηρή αυτή την προσέγγιση και για την ιστορία να πούμε ότι στο πρώτο ανέβασμα του έργου στις ΗΠΑ επί Τενεσί Ουίλιαμς o ηθοποιός που υποδυόταν τον Τομ ήταν 49 χρονών. Άλλωστε το έργο αναφέρεται στις αναμνήσεις του Τομ κι αυτό σημαίνει το εξής απλό: κι εγώ αν θυμηθώ πράγματα του παρελθόντος θα υπάρχει πάντοτε το φίλτρο της τωρινής μου ηλικίας, δε θα γίνω ξαφνικά 20 χρονών αν θυμηθώ ένα περιστατικό που συνέβη τότε.
Η μνήμη είναι ένα μεγάλο φορτίο κι αυτό είναι το βασικό υλικό του «Γυάλινου Κόσμου». Άλλωστε ο ίδιος ο Ουίλιαμς το έχει χαρακτηρίσει ως ένα έργο μνήμης με μεγάλη ποιητική ελευθερία.
Όταν διδάσκω τα παιδιά στη σχολή τους λέω ότι τα κύρια όπλα του ηθοποιού είναι το σώμα του, η ψυχή του και ο λόγος. Τελικά, όμως, στο βάθος δύο πράγματα επιστρατεύει ο καλλιτέχνης για να δημιουργήσει: τη μνήμη του και τη φαντασία του. Αυτά είναι τα κυρίαρχα όπλα.
Μνήμη είναι όλο αυτό που έχουμε ζήσει και φαντασία είναι αυτό που δεν έχουμε ζήσει αλλά το ζούμε μέσω αυτού του μαγικού «εάν» που είναι η φαντασία. Στο κείμενο της παράστασης έχουμε προσθέσει κι ένα καταπληκτικό ποίημα που είχε γράψει ο Ουίλιαμς στα 14 του χρόνια: «Ανάμεσα σε πράγματα παλιά από το παρελθόν, εκεί είναι ο τόπος μου κι ο τόπος των ονείρων του». Σε αυτά στηρίζεται η ζωή όλων μας. Ο Προυστ έγραψε το μεγαλούργημα, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» που ξεκίνησε με ένα βούτημα στο τσάι κι από εκεί θυμήθηκε όλη την παιδική ζωή του με απίστευτες λεπτομέρειες. Η μνήμη είναι ό,τι έχουμε. Το τι φαντάζεται ο καθένας αποτελεί κομμάτι της αλήθειας του και της προσωπικότητάς του. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν κάτι το έχω ζήσει ή αν το έχω φανταστεί. Κι όσο μεγαλώνω ακόμη περισσότερο.
Ως παιδί είχα πλούσια φαντασία και μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας. Θυμάμαι μάλιστα ότι είχα ξεκινήσει να γράφω ένα μυθιστόρημα για την Μαρία Αντουανέτα. Μετά έγραφα ποιήματα και διηγήματα. Είχα έναν πολύ καλό δάσκαλο στο δημοτικό, τον κ. Παπαδόπουλο, ο οποίος μας έβαζε να γράφουμε ημερολόγιο κάθε μέρα κι εγώ έγραφα καθημερινά απίστευτα ψέματα και μετά με έβαζε να τα διαβάζω μέσα στην τάξη.
Είμαι ένα παιδί που μεγάλωσε πολύ με τον κινηματογράφο. Είχαμε μια κοπέλα στο σπίτι, που την λάτρευα, με φρόντιζε αυτή η κοπέλα γιατί η μητέρα μου δούλευε, και πήγαινα μαζί της σινεμά από τις 4 το απόγευμα μέχρι τις 12 το βράδυ, βλέπαμε το ίδιο έργο τρεις φορές. Από μικρός ήμουν ονειροπαρμένος και ό,τι με ενδιέφερε ήταν εκτός του πραγματικού.
Αυτό που ονομάζουμε ταλέντο είναι στην πραγματικότητα φαντασία: το συστατικό που χρειάζεται για να μπεις στη ζωή ενός άλλου, να την οικειοποιηθείς, να μυρίσεις τις μυρωδιές και να δεις τα χρώματά του. Σαν κι αυτό που κάνουμε τώρα στο «Γυάλινο Κόσμο», που μεταφερόμαστε στη δεκαετία του 1930, σε μια πόλη της Αμερικής που ποτέ δεν έχουμε επισκεφτεί. Έχουμε βέβαια τη γνώση για να το προσεγγίσουμε όλο αυτό και πια πολύ χρήσιμο είναι το ίντερνετ, που το θεωρώ από τις σημαντικές μας πηγές.
Όπως έχει πει και μια πολύ σημαντική δασκάλα στην Αμερική «τα θεατρικά έργα δεν είναι μόνο λόγια, αν θέλαμε να τα δούμε ως έργα και μόνο θα καθόμασταν σπίτι μας και θα τα διαβάζαμε». Αυτό που ενδιαφέρει τον θεατή είναι να δει τι έχει κάνει ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός πίσω από τις λέξεις, πώς έχουν διαχειριστεί όλο αυτό το κενό που υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις.
Ηθοποιός αποφάσισα ότι θα γίνω την πρώτη φορά που πήγα στο θέατρο και έτυχε να δω τη Λαμπέτη. Παρακολούθησα το «Miss Pepsi», ένα μπουλβάρ. Η Λαμπέτη έγινε η μεγάλη μου αγάπη από τότε και για πάντα. Ήταν τόσο καταπληκτικό αυτό που ένιωσα που όταν τελείωσε το έργο εγώ νόμιζα ότι είχαν περάσει μόνο τρία λεπτά. Και μάλιστα είχα πει «Μα καλά τόσο λίγο κρατάει το θέατρο;» κι αυτό δείχνει πόσο μαγεύτηκα. Ήμουν Α’ γυμνασίου.
Στην Γ’ γυμνασίου πήγα και είδα την άλλη μου μεγάλη επιρροή που ήταν στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας». Όταν το είδα αυτό, με το που βγήκα είπα πολύ συνειδητά ότι θα γίνω ηθοποιός. Στα επόμενα τρία χρόνια του τότε γυμνασίου ανυπομονούσα να τελειώσει αυτό το απαίσιο πράγμα, το σχολείο. Θυμάμαι ότι μετά τις παραστάσεις έπαιρνα το λεωφορείο για να πάω στη Νέα Σμύρνη, όπου έμενα, και ονειρευόμουν να γίνω κάποιος σαν τον Λαζάνη. Τον θυμάμαι πάντα με πολύ μεγάλη νοσταλγία, παρότι δεν έπαιξα ποτέ στο θέατρο Τέχνης. Έδωσα και στην Νομική, μπήκα για το σπίτι μου και παράλληλα έδωσα στη δραματική σχολή και μπήκα στου Κατσέλη κι από τότε, δηλαδή από τα 18 μέχρι τώρα που είμαι 60 δεν έχει περάσει μια ημέρα χωρίς να με απασχολεί κάτι σε σχέση με το θέατρο. Μιλάμε για 43 ολόκληρα χρόνια.
Στην επόμενη σελίδα: Γιατί δεν του αρέσει να βλέπει τους μαθητές του, τους οποίους αγαπάει τόσο πολύ, να παίζουν σε διαφημιστικά;
Page: 1 2