Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δημήτρης Καραντζάς: «Το βεντετιλίκι και η έννοια της καλλιτεχνάρας που της επιτρέπονται τα πάντα, είναι ένα μέσο αυτογελοιοποίησης»

«Νομίζω πως η ζωή είναι μία πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας -χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πως, γιατί κι από που- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μία πραγματικότητα που κάθε τόσο αποδεικνύεται ότι είναι μάταιη και φανταστική. Όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δεν φαίνεται. Λοιπόν, κάντε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Βάλτε μπροστά του έναν καθρέφτη. Τότε ή μένει κατάπληκτος από την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μην δει τον εαυτό του ή έξω φρενών φτύνει την εικόνα του ή οργισμένος δίνει μία γροθιά για να την καταστρέψει. Κι αν έκλαιγε δεν μπορεί πια να κλάψει. Κι αν γελούσε δεν μπορεί πια να γελάσει άλλο. Μια φορά, κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το Θέατρό μου». Πρόκειται για ένα απόσπασμα του  προλόγου στο θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο, «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», του έργου με το οποίο ο Δημήτρης Καραντζάς ακούμπησε την αναγκαία ματιά του στο Εθνικό, όταν ήταν μόλις 26.

Ο Δημήτρης κάθεται απέναντι μου, πίνει καφέ και μιλάμε για τα νοίκια του κέντρου. Απ’ το παράθυρο μπορείς να δεις ένα καταπράσινο πάρκο που ξυπνάει την Άνοιξη και γάτες να λιάζονται εγωιστικά με τις ώρες, τη στιγμή που η πόλη γύρω τους τρέχει γεμάτη κατάγματα. Είμαι χαρούμενη. Βασικά, είμαι κάτι πιο πολύ απ’ αυτό. Έχω εκείνο το συναίσθημα που ικανοποιεί την ανάγκη μου να μπορώ να θαυμάζω ανθρώπους που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά με εμένα, και που δεν έχουν κανέναν αυτοσκοπό να γίνουν τοτέμ, παρά το ταλέντο που τους έχει λούσει.  

«Ξέρεις, εντυπωσιάζομαι απ’ όλους αυτούς που την περίοδο αυτήν την αξιοποίησαν παίρνοντας χρόνο για τον εαυτό τους, κάνοντας ενδοσκόπηση. Και εντυπωσιάζομαι γιατί προσωπικά, δεν το βίωσα καθόλου έτσι. Κάποιες φορές, σκέφτομαι ότι ίσως πράγματι να ήταν μια ιδανική στιγμή για να αλλάξω διακόσμηση στο σπίτι, όμως δεν με ενδιαφέρει καθόλου κάτι τέτοιο, μιας και όλα τα πράγματα που με αφορούν είναι εκτός σπιτιού. Δουλεύω πάντα πολύ, όλη μου η μέρα οργανώνεται γύρω απ’ τη δουλειά μου, οπότε όπως καταλαβαίνεις όλα αυτά χάθηκαν τον χρόνο αυτό, αφήνοντας μου την αίσθηση ότι δεν έχω πια ιδιότητα. Σε αυτό συνετέλεσε φυσικά και ο τρόπος που από την αρχή αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της δικής μας δουλειάς, χωρίς όμως και να μπορώ να νιώσω θύμα των περιστάσεων, μιας και μου είναι σαφές ότι στη χώρα αυτή, οι αρμόδιοι  δηλώνουν σε όλα αναρμόδιοι. Όταν το κατανοήσεις αυτό, παύεις να έχεις προσδοκίες, χωρίς όμως να παύει ο εφιάλτης των άσκοπων ημερών που περνούν

Η ιδέα ότι δεν ξέρεις πότε, αν και με τι όρους θα επιστρέψουμε σε κάτι που να μοιάζει με τη ζωή και τη λειτουργία της όπως την ξέραμε, με βάζει σε έναν πεσιμισμό. Κάποιες στιγμές νιώθω το μυαλό μου να σταματάει, μεταμορφωνόμαστε σε ανθρώπους που κλεισμένοι στα σπίτια μας, παθαίνουμε υστερία στον καναπέ και στα social media».

Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή τα κουβάρι του ελληνικού #metoo που ξετυλίχτηκε γεμάτο ίνες πόνου και οργής, ο Δημήτρης επέλεξε να τοποθετηθεί δίπλα σε κάθε καταπιεσμένο για χρόνια λυγμό. «Δεν περίμενα ότι θα ζήσουμε ποτέ αυτό που έγινε και πραγματικά νιώθω ότι είναι το μόνο φως, μέσα σε αυτήν τη μαυρίλα, νιώθω ανακουφισμένος που μέσα στην τόση ασχήμια, γεννήθηκε η ανάγκη για εξυγίανση, η ανάγκη του να μη νιώθουμε μόνο μολυσμένοι. Οι άνθρωποι που επέλεξαν να μιλήσουν, έκαναν μια αρχή, πολλαπλής συζήτησης. Δεν έχω πολλά να πω για το θάρρος των γυναικών που το ξεκίνησαν, γνωρίζοντας και οι ίδιες ότι ακόμη και σήμερα η πλήρης αποδοχή της γυναίκας από την κοινωνία, βρίσκεται σε ένα προγλωσσικό στάδιο. Έπειτα, το ότι βγήκαν στο μικρό μας χωριουδάκι, ομοφυλόφιλοι άνδρες και κατήγγειλαν τι τους έχει συμβεί, ήταν μεγαλειώδες. Το ότι μίλησαν ανοιχτά για την ταυτότητα τους και για τον τραυματισμό που δέχτηκαν από μια γενιά που είχε τεράστια ενοχή απέναντι στο πως αυτοπροσδιορίζεται, με αποτέλεσμα να βλάπτει και να ενοχοποιεί όλους όσους με μια διερευνητική προσέγγιση προσπαθούσαν να βρουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα, αξίζουν μόνο τον θαυμασμό μας. Είναι παθογένεια ετών οι άνθρωποι να εναντιώνονται στους ομοίους τους, και το σημείο που βρισκόμαστε είναι κομβικό και χρήσιμο, ώστε να ανοίξει παράλληλα και η κουβέντα για το φύλο, με τα νέα μυαλά να αποτινάσουν επιτέλους την ενοχή.

Δεν νοείται πραγματικά Χρύσα, να παίζει στην τηλεόραση trailer εκπομπής, που να διαφημίζει ότι ο τάδε συνθέτης θα πάρει θέση για την ομοφυλοφιλία. Να πάρει τότε θέση και για τους bisexyal και για τους straight και για όλα, αν το θέμα αφορά τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Όμως δεν αφορά αυτό. Είναι το «ειδικό θέμα» που προσπαθούν ακόμα να μην περάσει στην κανονική συζήτηση. Δεν συζητάμε για κάποιον που «α, ναι», συζητάμε για κάποιον, κάποια, κάποιο. 

Φυσικά και σκύλιασα  όταν είδα το πέσιμο που πήγαινε να γίνει στα θύματα, το λεγόμενο victim blaming και slut shaming και δεν μετανιώνω καθόλου που με έκανε να μη με ενδιαφέρει τι θα πούνε για εμένα, ούτε αν θα με συμπαθούνε αυτοί που με συμπαθούσαν. Σε θέματα αδικίας και διεκδίκησης ζωής και ίσων δικαιωμάτων, είμαι με αυτούς που αγωνίζονται γι’ αυτά, στέκομαι δίπλα σε όσους ζητούν τη ζωή τους πίσω».

Φέρνει λίγο ακόμη καφέ από την κουζίνα και συμφωνούμε ότι οι τόνοι λάσπης με την οποία προσπάθησαν να «λερώσουν» τα θύματα, υιοθετώντας τη γνωστή αλλά ευτυχώς όχι ισχυρά διαχρονική ρητορική ρατσισμού, σεξισμού και ομοφοβίας, δεν αποτυπώθηκε στην κοινωνία. Παρόλα αυτά, η προσπάθεια παραπλάνησης και στοχοποίησης ιδεολογιών και απόψεων, παρέμεινε εξοργιστική. «Δεν πρόκειται ούτε να ντραπώ ούτε να απολογηθώ επειδή δεν συμμερίζομαι μια ακροδεξιά ρητορική, το μόνο που με τρομάζει είναι ο τρόπος και η ευκολία που ταξινομούνται σκόπιμα από κάποιους τα πράγματα. Με ενδιαφέρει να γίνεται ένας υγιής διάλογος, ακόμη και με διαφωνίες, φτάσαμε όμως τελικά, οτιδήποτε δεν συμφωνεί με την κυβερνητική γραμμή, να θεωρείται αντιπολίτευση και αυτό είναι αισχρό. Ας το ξαναπούμε λοιπόν. Δεν κάνουμε αντιπολίτευση όταν υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στη ζωή και δεν μπορούμε να συζητάμε άλλο τα αυτονόητα.

Με τον Νίκο Σ., όπως έχω ξαναπεί, έχω προσωπική επαφή και γνωρίζω καλά την τραγωδία που έχει βιώσει. Το ότι κάπως αυτονόητα μίλησα γι’ αυτό, δηλώνοντας τη συμπαράσταση μου σε έναν άνθρωπο, από κάποιους  πολιτιστικούς συντάκτες που γνωρίζουν χρόνια τη δουλειά μου, θεωρήθηκε στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας ακρότητες, πως αποβλέπω δηλαδή στο Εθνικό και ότι ενορχηστρώνω διαδικασία αποδόμησης κάποιου, προς ίδιον όφελος. Ντράπηκα για λογαριασμό τους και για το γεγονός ότι εκείνοι μάλλον δεν κάνουν τίποτα χωρίς προσωπικό όφελος. Έχεις κάθε δικαίωμα να ερευνήσεις και να αμφισβητήσεις, όμως  για μένα είναι αυτονόητο ότι στο τέλος είσαι με τον άνθρωπο που έχει πάθει.

Όσο ζω δεν με θυμάμαι ποτέ ικανοποιημένο από κανένα κυβερνών κόμμα, γι’ αυτό και δεν μπόρεσα ποτέ να ταυτιστώ και να υποστηρίξω κάποιο. Αυτή τη στιγμή όμως, αισθάνομαι ότι πραγματικά βρισκόμαστε στη χειρότερη εκδοχή της αντιμετώπισης της πολιτικής και της ζωής. Έχει χαθεί οποιαδήποτε έννοια του ανθρώπου από την ατζέντα και με τρόμο βλέπω ότι το κλίμα Τραμπ, με το οποίο γελούσαμε, εδραιώνεται μέσω δικών μας πολιτικών προσώπων».

Ο Δημήτρης, είναι ένας πολύ νέος σε ηλικία σκηνοθέτης, με το ταλέντο του όμως κατάφερε να έχει ήδη μια μεγάλη εμπειρία στο θέατρο. Αναρωτιέμαι πώς νιώθει απ’ τη μεριά της ιδιότητας του πλέον, έπειτα απ’ όσα αποκαλύφθηκαν. «Η προηγούμενη γενιά, μεγάλωσε έχοντας τη βία σαν κανονικότητα. Ναι, το θέατρο θέλει κόπο όμως ο κόπος αυτός δεν μπορεί να είναι συνυφασμένος με τον εξευτελισμό και την επιβολή. Σαν σκηνοθέτης η μόνη εξουσία που έχω είναι να δίνω τις οδηγίες, καμία άλλη. Ούτε να χτυπάω, ούτε να βιάζω, ούτε να χρησιμοποιώ την ιδιότητα μου για εύρεση ερωτικών συντρόφων μέσω παραπλάνησης, μπορώ. Το να σταματήσουμε να αυτογελοιοποιούμαστε, είναι μια απόφαση που καλό είναι να την πάρουμε νωρίς.

Ευτυχώς, δεν συνάντησα ποτέ καθηγητές που πίστευαν σε παρασκηνιακούς τρόπους λειτουργίας. Δεν ξέρω πως θα λειτουργούσα αν μου συνέβαινε κάτι παραβιαστικό. Μπορεί να θεωρούσα ότι τα πράγματα κάπως έτσι λειτουργούν και να έπρεπε και εγώ να υποστώ γεγονότα, γιατί δεν θα γινόταν αλλιώς. Δεν υπάρχει πνευματικός ταγός.

Πολύ ενδιαφέρον που κάποιοι της προηγούμενης γενιάς ζητάνε συγνώμη, εύχομαι όμως όταν ξαναυπάρξει θέατρο, οι άνθρωποι αυτοί να έχουν καταλάβει κάτι για τον τρόπο που συνεργάζονται. Το βεντετιλίκι και η έννοια της καλλιτεχνάρας που της επιτρέπονται τα πάντα, είναι ένα μέσο αυτογελοιοποίησης.

Δεν θέλω να ξανακούσω την αηδία, φοβάμαι για το θέατρο. Τι και ποιος φοβάται για το θέατρο; Φοβόμαστε για το θέατρο  όταν φοβόμασταν στο ίδιο το θέατρο, όταν φοβόμασταν την εξουσιομανία του τάδε ή τη διαστροφή του άλλου; Έχουμε ακούσει τέρατα πλέον. Καθίστε φρόνιμα; Γιατί; Για να μην αλλάξει τίποτα; Φυσικά και θα αλλάξει. Η τέχνη δεν μπορεί να τρέφεται από υπερφλύαρες περσόνες που φοβούνται μη τυχόν και πληγεί το κεκτημένο τους, κάνοντας τους μικρόνοες και πολύ κακούς καλλιτέχνες.

Πρέπει επιτέλους να αφουγκραστούμε το παρόν. Σε κανέναν δεν θα λείψει η αλαζονεία μας, σε κανέναν δεν θα λείψει η περσόνα μας, υπάρχει κάτι πολύ ανώτερο απ’ όλα αυτά. Το θέατρο είναι πολύ πιο υγιές από τα άρρωστα κομμάτια του που αποχώρησαν».

Μιλάμε για τα έργα που του αρέσει να «αγκαλιάζει», ξέροντας πως η τεράστια αξία τους τον γοητεύει. «Προσωπικά, αυτό που με νοιάζει είναι το πώς το θέατρο θα μένει ενεργό και συνυφασμένο με την εποχή του. Ζούμε σε μια εποχή που τα πράγματα τα οποία διακυβεύονται ως προς την ελευθερία, το φύλο και την ισότητα, είναι ιδέες που δεν έχουν διατυπωθεί ακριβώς από σκηνής. Έργα που στο τότε ήταν επίκαιρα και ανοίγανε έναν διάλογο  με την εποχή τους, ακόμη και αν εσύ πάρεις υλικά, τα διασκευάσεις και τα δεις αλλιώς, η ίδια η πλοκή, τα πρόσωπα, οι ίδιες και οι συνθήκες κάποιων έργων, μπορεί να αναπαράγουν πάνω στη σκηνή μοτίβα που δεν θες να αναπαράγονται. Αυτό με προβληματίζει για τη συνέχεια.

Τα περισσότερα έργα στο θέατρο είναι γραμμένα από άντρες, για άντρες. Τι κάνουμε με αυτό; Θέλει μια συνολική επανεξέταση του τι διάλογο θες να ανοίγεις ανά πάσα στιγμή σκηνικά, πέραν του ότι ερμηνεύεις κάποιους μεγάλους ρόλους.

Είναι παρήγορο ότι υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν update με την εποχή και να αντιμετωπίσουμε το θέατρο όχι μόνο σαν μια αισθητική φόρμα, αλλά και ως μια ανταλλαγή  πραγμάτων. Τα έργα αυτά και ο λόγος που γυρνάμε σε αυτά, είναι ότι παίζουν με έννοιες που ακόμα είναι υπό συζήτηση, όμως καμιά φορά λόγω της εποχής που γράφτηκαν σκοντάφτουμε πάνω σε συντηρητικά πράγματα τα οποία ερήμην μας αναπαράγουμε. Τι κάνουμε λοιπόν; Ξεκινάμε ένα άλλου είδους θέατρο που ξεκινά από μια ιδέα και χτίζεται και γράφεται από την πρόβα; Βάζουμε ανθρώπους που εκτιμάμε να γράψουμε έργα για εμάς και γι’ αυτό που ζούμε; Πόσο μπορούν να ανοίξουν οι αναγνώσεις;».

Δεν έχει περάσει μεγάλο διάστημα από την ημέρα που σπουδαστές της δραματικής σχολής δέχτηκαν επίθεση στο Σύνταγμα, από άνδρες των ΜΑΤ. «Το νούμερο ένα που νιώθω πλέον σε αυτήν την πόλη, είναι ανασφάλεια. Έχει γίνει κάπως δεδομένο πια, ότι μπορεί εκεί που περπατάς ή κάθεσαι, να πετύχεις κάποιον, που για οποιονδήποτε δικό του ψυχοπαθολογικό λόγο, μπορεί να σε χτυπήσει. Έχουμε δει περιστατικά που όσο και αν προσπάθησαν να τα διαστρεβλώσουν δεν τα κατάφεραν, εκθέτοντας τον εαυτό τους όχι μόνο στην προπαγάνδα αλλά και στην ανοησία. Η επίθεση που δέχτηκαν οι σπουδαστές της δραματικής σχολής, είναι από ανθρώπους που δεν ξέρουν άλλο τρόπο να κάνουν τη δουλειά τους, πέραν της βίας.

Διαρκώς ακούμε για ΕΔΕ, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τι απέγιναν, ακούμε ότι δεν ασκείται παραπάνω από το νόμιμο δικαίωμα βίας. Το νόμιμο δικαίωμα βίας είναι να σαπίζεις με γκλοπ κάποιον, επειδή κάθεται σε μια πλατεία; Φοράνε σε όλους τη λέξη αναρχομπάχαλος και εννοούν όποιον αντιδρά στο άδικο τρώγοντας βρωμόξυλο. Νιώθω τρομοκρατημένος. Οτιδήποτε δεν μπορεί να ελεγχθεί με πολιτική, ελέγχεται με ξύλο. Δεν θα πάει καλά αυτό. Θεωρώ ότι σκόπιμα προκαλούν κύμα ανταπάντησης στη βία, διότι γνωρίζουμε καλά ότι όταν υπάρχει αναίτια βία, η οργή στην πλευρά που τη δέχεται, θεριεύει. Είναι συνειδητή άραγε η κατεύθυνση του να γίνει εμφύλιος;».

Η κουβέντα μας φτάνει στο τέλος της, έχοντας μια αίσθηση χαράς για τους ανθρώπους που πλάθεις στο μυαλό σου χωρίς να τους ξέρεις και που όταν τελικά τους γνωρίζεις, δεν σε απογοητεύουν με τα λόγια και τις σκέψεις τους. Ο Δημήτρης, είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης που επιμένει με πείσμα, να κάνει σχέδια για το μέλλον. «Με τον Φοίβο Δεληβοριά, ετοιμάζουμε μια επιθεώρηση που ήταν να ανέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τον Μάρτιο και που έχει σχέση με το 1821, κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Για να προλάβω το ελληνόμετρο, όταν κάνεις κριτική δεν σημαίνει ότι είσαι ανθέλληνας, να τελειώνουμε πλέον μ’ αυτές τις μαλακίες. Ακόμη και σήμερα, αν κρίνεις μια αισθητική ή ένα βλαχομπαρόκ κιτσάτο παραλήρημα θεωρείσαι ανθέλληνας, ενώ αυτό που πραγματικά κάνεις είναι να σχολιάζεις ότι αυτή η γιορτή, θα άξιζε μιας άλλης αντιμετώπισης.

 Η επιθεώρηση είναι μια σάτιρα. Εμείς προσπαθήσαμε να σκεφτούμε τι έχει γίνει αυτά τα 200 χρόνια, μια συνομιλία των ηρώων με εμάς, του τότε και του σήμερα, ένας αναστοχασμός πάνω  στην ανάγκη που μας κάνει απ’ το μηδενικό παρόν να επιστρέφουμε σε ένα παρελθόν, που κατά πόσο τελικά μας ανήκει; Σε τι έχουμε επαναστατήσει και για τι έχουμε παλέψει εδώ και πολλά χρόνια;

Εγώ σκηνοθετώ, ενώ με τον Φοίβο έχουμε κάνει μαζί τη σύνθεση των πραγμάτων. Ο Φοίβος επίσης έχει γράψει κάποια κείμενα και μουσική. Επίσης, γράφουν η Λένα Κιτσοπούλου, ο Γιάννης Αστερής, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο Κώστας Μανιάτης, ο Κώστας Κωστάκος, η Κέλλυ Παπαδοπούλο, η Θεοδώρα Καπράλου  και η Γλυκερία Μπασδέκη.

Το να  χρησιμοποιήσεις αυτήν τη στιγμή το σχήμα της επιθεώρησης, μου φαίνεται ό,τι πιο λυτρωτικό και ελπίζουμε να τη μοιραστούμε σύντομα μαζί με το κοινό».

Χρύσα Λύκου

Share
Published by
Χρύσα Λύκου