Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

David Toop, ο Άνθρωπος με τις Πολλαπλές Ιδιότητες

Κάποιοι άνθρωποι σπαταλούν μεγάλο μέρος, ενίοτε κι ολόκληρη τη ζωή τους, υπηρετώντας όσο καλύτερα μπορούν αυτό που επέλεξαν, από το «πόστο» που τα καταφέρνουν καλύτερα ή αγαπούν περισσότερο (ή και τα δυο – προσθέστε και λίγη τύχη). Κάποιοι άλλοι πάλι, βρίσκουν νωρίς αυτό που αγαπούν και δίνονται σε αυτό ολοκληρωτικά, κινούνται σε δημιουργική περιστροφή 360 μοιρών γύρω του, μέχρι το τέλος. 

Ο David Toop είναι ένας άνθρωπος της μουσικής που ανήκει δικαιωματικά στη δεύτερη κατηγορία, μιας κι έχει έχει αναλάβει πολλαπλούς και ενίοτε αντιφατικούς ρόλους στον κόσμο της. Ως μουσικός, έχει γράψει αρκετά χιλιόμετρα, από το new wave (ως μέλος των Flying Lizards) μέχρι τον πειραματισμό, στον οποίο και επικεντρώθηκε κυρίως με αυτή την ιδιότητα, αλλά έκανε και «βαρβάτες» συνεργασίες με ονόματα όπως αυτό του Brian Eno. Ως μουσικοκριτικός, έγραψε για περιοδικά όπως το «εκλεκτικό» Wire αλλά και το πιο «στυλάτο» The Face. Ως συγγραφέας, έπιασε με το ραντάρ του ήδη από το 1984 το (πολύ φρέσκο τότε) hip hop, κινήθηκε παράλληλα και σε πολύ πιο δύσβατα είδη όπως η ambient, και τελικά επικεντρώθηκε στην ιδέα της ακρόασης της μουσικής με μια βαθιά πίστη στην ίδια την αξία των ήχων. Σαν επιβράβευση για όλα αυτά, πέρασε κι από τα πανεπιστημιακά έδρανα ως ακαδημαϊκός

Το 1995, ο David Toop έγραψε τον Ωκεανό του Ήχου, που έμελλε να γίνει το πιο αναγνωρίσιμο βιβλίο του αλλά κι ένα από τα βιβλία που θα όφειλε στο εξής να έχει στη βιβλιοθήκη του κάθε μουσικόφιλος. Γιατί είναι αυτή η ανθρωπολογική διάσταση της μουσικής, την οποία εξερεύνησε κι έκανε τη διαφορά με οτιδήποτε είχε γραφτεί μέχρι τότε.

Το magnum opus του κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό για δεύτερη φορά στα ελληνικά, ξανά από τις εκδόσεις Οξύ, με νέα εισαγωγή του Σπήλιου Λαμπρόπουλου. Όταν ο David Toop, με αυτή την αφορμή, «σήκωσε» το Skype από την άλλη πλευρά της γραμμής, ήταν πράος και τρομακτικά συγκροτημένος στις απαντήσεις του, ανάμεσα στις οποίες συχνά γελούσε χαριτωμένα, κομπιάζοντας για μερικά δευτερόλεπτα. Εκπέμποντας μια αύρα που δεν κάνει καθόλου εντύπωση, αν σκεφτείς τον τρόπο που γράφει…

Ο Ωκεανός του Ήχου γράφτηκε το 1995, δηλαδή πριν 25 χρόνια. Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε; Πιστεύω πως έχουν αλλάξει τα πάντα.

Βλέπετε κάτι που να προέβλεψε το βιβλίο; Είναι δύσκολο για μένα προσωπικά να πω τι προέβλεψε το βιβλίο, υπάρχουν άλλοι που έχουν γράψει σχετικά. Με έναν τρόπο, είχα την αίσθηση πως τα πράγματα θα αλλάξουν, γιατί οι αλλαγές είχαν ήδη ξεκινήσει όταν έγραφα το βιβλίο. Φυσικά, ήταν αδύνατο να ξέρω τι θα συμβεί ακριβώς. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα.
Υπήρχε μία γενική αίσθηση πως ολόκληρη η μουσική βιομηχανία θα αλλάξει άρδην με την δυνατότητα του να ακούς πράγματα on line. Παρ’ όλα αυτά, ήμασταν λίγοι αυτοί που μιλήσαμε για το πόσο καταστροφικές θα μπορούσαν να αποβούν αυτές οι συνθήκες στην διανομή μουσικής, φερ’ ειπείν. Μια αίσθηση συνδεσιμότητας υπήρχε πάντως ήδη από τότε. Βέβαια το 1995 κανείς δεν είχε κινητό τηλέφωνο, πόσο μάλλον μια συσκευή που μπορεί να κάνει χίλια ακόμη πράγματα, ακόμη και να γράψει μουσική ή να χρησιμοποιηθεί σε κάποια μουσική περφόρμανς. Επομένως, η αντίληψή μου ήταν πολύ περιορισμένη σχετικά με το που πηγαίναμε. Αν διαβάσεις κάποια αποσπάσματα του Ωκεανού του Ήχου μοιάζουν πολύ προφητικά, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό απλά υποθέσεις.

Θα απομονώσω, λοιπόν, ένα απόσπασμα του βιβλίου: «Η μουσική στο μέλλον σίγουρα θα διασταυρώνει τα υβρίδια σε τέτοιο βαθμό που η ιδέα μιας ανιχνεύσιμης πηγής θα είναι αναχρονιστική». Έχουμε φτάσει σε αυτή την εποχή πιστεύετε; Ναι, σε έναν βαθμό. Όπως και να έχει, η συγκεκριμένη θέση βασίστηκε στο πως κατανοώ την μουσική ιστορία έτσι κι αλλιώς. Η μουσική πάντα ήταν ένα υβρίδιο. Για παράδειγμα, αν ακούς μουσική στην Ελλάδα, έχεις επίγνωση πως υπάρχουν πολλές επιρροές από άλλα μέρη του κόσμου. Από την άλλη, υπάρχει κι αυτή η αίσθηση πως η χώρα βρίσκεται σχεδόν στην Ευρώπη και σχεδόν στην Ασία. Είναι ένα πέρασμα. Όλες αυτές οι διαφορετικές ροές συναντώνται στη μουσική, όπου κι αν βρεθείς στον κόσμο. Ο συγχρονισμός και το υβρίδιο βρίσκονται στη φύση της μουσικής κουλτούρας και είναι ένα από τα πράγματα που την κάνουν συναρπαστική. Προφανώς, αυτή η τάση ζωντάνεψε τον 20ο αιώνα, λόγω των τεχνολογιών επικοινωνίας και του τεράστιου αριθμού ανθρώπινων μετακινήσεων στον πλανήτη. Και φυσικά, οι νέες τεχνολογίες που υπήρχαν όταν έγραψα τον Ωκεανό του Ήχου, φαινόταν ότι θα πήγαιναν ακόμη πιο μακριά. Αν και τότε, το ίντερνετ ήταν ακόμα αργό, μπορούσες με αυτό να επικοινωνήσεις με την άλλη πλευρά του πλανήτη. Ήταν μια επέκταση του τηλεφώνου. Ξαφνικά, η μουσική και οι ταινίες έγιναν ανταλλάξιμα πράγματα. Κι αυτό επιτάχυνε υπερβολικά τα πράγματα. Οι ανθρώπινες μετακινήσεις επίσης έφτασαν στα άκρα, εν μέρη, κιόλας, λόγω πολέμων. Κι αυτό οπωσδήποτε είχε αντίκτυπο. Τώρα η ψηφιακή επικοινωνία έχει προχωρήσει τόσο πολύ που ο καθένας μπορεί να ακούσει σχεδόν οτιδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή. Είναι μια αναπόφευκτη διαδικασία. 

Είναι περισσότερο “ambient” η εποχή μας, μια εποχή γεμάτη ήχους και θορύβους κάθε μορφής; Ίσως. Έχει να κάνει με τους διαφορετικούς ήχους. Αν ζούσες στον 19ο αιώνα, πιθανότατα θα άκουγες πολλά περισσότερα άλογα. Αλλά καταλαβαίνω που το πας, τι θες να πεις. Η ταχεία εξάπλωση της τεχνολογίας και, υποθέτω, η αύξηση του πληθυσμού, αλλά και η αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα, είναι διαφορετικοί παράγοντες που αποδεικνύουν ότι ζούμε σε έναν πιο τεταμένο ηχητικά κόσμο. Επικίνδυνα τεταμένο, ίσως.
Βασικά, ambient σημαίνει αυτό που μας περιβάλλει. Οπότε, οτιδήποτε, οποτεδήποτε, (μπορεί να) είναι ambient. Αυτό που μπορούμε να πούμε ότι είναι περίεργο, είναι το εξής: Στο ακουστικό σου περιβάλλον μπορούν να υπάρχουν πολλά πράγματα και μπορούν να υπάρχουν λίγα. Αν ακούς πραγματικά, τα λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν το ίδιο διακριτά με τα πολλά. Γιατί συγκεντρώνεσαι σε αυτά. Επομένως, με αυτή την έννοια, κάθε κατάσταση, ακόμη και η απόλυτη σιωπή είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ambient περιβάλλον. Είναι κάτι που σκέφτομαι πολύ. Κάποια μέρη μοιάζουν αδιάφορα κι άλλα τρομερά ενδιαφέροντα, ηχητικά. Αλλά, τα μέρη που είναι φοβερά ενδιαφέροντα είναι συχνά τέτοια λόγω της ιδιότητας του καινούργιου. Δηλαδή, αν πάω στην Αυστραλία, θα βρω εξαίσιο το τραγούδι των πουλιών. Είναι γιατί δεν ζω εκεί μόνιμα. Εκεί που ζω το τραγούδι των πουλιών είναι εντελώς διαφορετικό . Το ένα, βέβαια, δεν είναι πιο ambient από το άλλο. Είναι απλά η αίσθηση του καινούργιου που αλλάζει την κατάσταση. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γιατί πιστεύετε πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση να ακούνε μουσική με πιο διακριτές «ποπ» δομές κι όχι μουσική που θυμίζει περισσότερο την ελεύθερη μορφή των ήχων που μας περιβάλλει; Πολλοί άνθρωποι θέλουν την αίσθηση της μορφής στη ζωή τους. Η ζωή είναι πολύ απρόβλεπτη κι ενοχλητική. Πολλά πράγματα συμβαίνουν… Σκέψου τι γίνεται τώρα. Ξαφνικά εμφανίζεται ο κορονοϊός και ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται σε πανικό, κάτι που δεν συνέβαινε πριν 1-2 μήνες… Είναι πολλά τα απρόβλεπτα πράγματα στη ζωή. Επομένως, πολλοί άνθρωποι για να παρηγορηθούν, θέλουν να νιώθουν ότι τα πράγματα βγάζουν νόημα. Ότι τα πράγματα έχουν μια μορφή, ότι υπάρχει συμμετρία, αρχή και τέλος. Και μοιάζει, ίσως, ενοχλητικό να ακούς πράγματα που μοιάζουν ασχημάτιστα. Αν και, στην πραγματικότητα, τα πάντα μπορούν να έχουν σχήμα. Μπορώ να καθίσω εδώ και να ακούω τους περίεργους ήχους που κάνει η βιντεοκλήση του Skype ή ο αέρας και να τους σχηματοποιήσω. Γιατί έχω μια εμπειρία στο να το κάνω. Για άλλους, αυτό είναι χαοτικό. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να επιβληθείς στο χάος. Ο καθένας έχει μια διαφορετική εμπειρία του κόσμου, μια μορφή που επιβάλλει, τις αντιλήψεις του. Μετά, υπάρχει κι αυτή η αίσθηση ενός πολύ ασταθούς κόσμου. Τρελά πράγματα συμβαίνουν συνεχώς. Ίσως αυτό παραπάει για κάποιους.

Η ταχεία εξάπλωση της τεχνολογίας, η αύξηση του πληθυσμού, αλλά και η αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα, είναι διαφορετικοί παράγοντες που αποδεικνύουν ότι ζούμε σε έναν πιο τεταμένο ηχητικά κόσμο. Επικίνδυνα τεταμένο, ίσως.

Τι έχετε να πείτε για τα ολογράμματα των καλλιτεχνών που  γίνονται δημοφιλή τα τελευταία χρόνια π.χ. σε live εμφανίσεις; Θέλω να πω, μήπως είναι ένας αναχρονιστικός τρόπος να χρησιμοποιούμε τις νέες τεχνολογίες; Χμ, δεν ξέρω. Βλέπεις, μου έλεγες πριν ότι ο Ωκεανός του Ήχου είναι 25 ετών. Τις προάλλες, μιλούσα σε φοιτητές για το πρώτο μου βιβλίο, το Rap Attack, που κυκλοφόρησε το 1984. Συχνά μιλάω για τα πρώτα πράγματα που με επηρέασαν ως ακροατή. Ας πούμε, το να ακούω δίσκους που είχε αγοράσει η θεία μου από την Αμερική, πίσω στα 50s. Είναι μια μακρά ιστορία και τα χρόνια της ζωής μου είναι αρκετά ώστε να την έχω ζήσει. Είναι πλέον μια 70ετής ιστορία ποπ μουσικής. Όμως, πολλοί άνθρωποι «έχασαν» πολλά από αυτά τα πράγματα, δεν είναι αρκετά μεγάλοι για να τα έχουν ζήσει. Άρα, προκύπτει αναπόφευκτα ένα αίσθημα νοσταλγίας, «Μακάρι να είχα προλάβει αυτόν» ή «Μακάρι να είχα δει αυτήν την μπάντα»… Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή παρόρμηση που φυσικά, συνδέεται με την ευρύτερη έννοια της απώλειας και του θανάτου. Κάποιος πεθαίνει και σκέφτεσαι «Εύχομαι να τον είχα δει περισσότερο ή να του είχα μιλήσει στο τηλέφωνο».
Νομίζω, πως η δυνατότητα να ανακατασκευάσεις κάποιον, να υπάρχει ξανά στον χώρο και τον χρόνο, είναι κάτι πολύ ισχυρό και δελεαστικό. Γίνεται πνευματικό. Ο πνευματισμός ήταν πολύ δημοφιλής στα τέλη του 19ου αιώνα. Ένας από τους λόγους δημοφιλίας του, ήταν η ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών –  υπήρχε η ιδέα ότι, κατά κάποιον τρόπο, αυτές οι τηλεπικοινωνίες θα βοηθούσαν τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς. Επομένως, τέτοιες τεχνολογικές καινοτομίες, δημιουργούσαν πάντα την αίσθηση της σύνδεσης με κάτι απροσπέλαστο, κάτι που έχουμε χάσει. Κι αν η τεχνολογία δεν είναι αυτή που μπορεί να «αντικαταστήσει» κάτι, τότε τι; Για μένα, είναι εντελώς περίεργο, αλλά είμαι τυχερός γιατί έχω δει εκατοντάδες εμφανίσεις φοβερών μουσικών. Κι εκατοντάδες εμφανίσεις όχι φοβερών μουσικών. Δεν έχω κάποια κάψα π.χ. να δω live την Whitney Houston. Όμως, υπήρξαν μουσικοί που είναι δημοφιλείς «στα χαρτιά», αλλά ποτέ δεν είχαν ηχογραφήσει, όπως για παράδειγμα, οι μουσικοί των πρώτων χρόνων της τζαζ. Αν κάποιος μου έλεγε πως θα είχα τη δυνατότητα να δω το ολόγραμμα ενός τέτοιου μουσικού, φυσικά και θα έλεγα ναι. Δεν έχει να κάνει μόνο με την περιέργεια αλλά και με το να μάθεις κάτι. Ξαφνικά, θα αποκτούσες πρόσβαση σε κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν τεκμήρια, δεν υπάρχει ατόφια γνώση. Μπορεί να λέω ότι μου φαίνεται περίεργο να πάω να δω το ολόγραμμα της Amy Winehouse, αλλά, από την άλλη σίγουρα θα άρπαζα την ευκαιρία να δω το ολόγραμμα κάποιου που θα με ενδιέφερε.

Στην ψηφιακή εποχή, πώς αντιλαμβάνεστε να αλλάζει η έννοια του φυσικού χώρου στην δημιουργία μουσικής, αλλά και στη ζωντανή περφόρμανς; Δύσκολη ερώτηση. Μιλώντας προσωπικά, ως μουσικός, έχω δουλέψει σε αρκετούς διαφορετικούς χώρους. Κάποιοι από αυτούς είναι φυσικοί χώροι, μικρά ή μεγάλα δωμάτια, με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να συσχετιστούν. Όλοι αυτοί οι χώροι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και κοινωνικούς υπαινιγμούς. Μετά, δουλεύω και σε συμβατικά στούντιο, στα οποία οι φαντασίες μπορούν να πάρουν μορφή. Που και πάλι, σε αυτούς νιώθεις πως είσαι σε έναν ανθρώπινο φυσικό χώρο. Όμως, συνθέτω και μουσική στον υπολογιστή, ένα μέρος που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τον άνθρωπο. Είναι ένα μέρος που δεν δίνει την αίσθηση πως είναι υπαρκτό. Έτσι, δημιουργείται μια ψευδαίσθηση.
Ξέρεις, εσύ κι εγώ τώρα επικοινωνούμε κοιτώντας την οθόνη. Έτσι, αναπόφευκτα η έννοια της πραγματικότητας αλλάζει. Αλλά η αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα είναι ούτως ή άλλως διαστρεβλωμένη. Μπορεί να μην είμαι φυσικός, αλλά από τα λίγα που καταλαβαίνω, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίεργα και πολύπλοκα από ό,τι μπορούμε να συλλάβουμε. Διαβάζω γενικά για την ανθρώπινη αντίληψη, το συμπέρασμα είναι ότι αντιλαμβανόμαστε ακραία περιορισμένα τον κόσμο. Οπότε, βασικά κινούμαστε προς μια νέα κατάσταση και μαθαίνουμε να ζούμε με αυτό. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τι πιστεύετε ότι θα είχε να πει σήμερα ο Μάρσαλ ΜακΛούαν για την επέκταση του εαυτού με τα σύγχρονα μέσα; Τι θα έλεγε, γενικά αλλά και ειδικά, για τη μουσική που προέρχεται από μηχανήματα; Αν ο Μάρσαλ ΜακΛούαν ζούσε σήμερα, πιθανότατα θα έλεγε: «Ναι, έχω δίκιο». Και μετά όλοι θα ανατρέχαν πίσω να διαβάσουν τα βιβλία του για να δουν αν όντως είχε δίκιο. Μίλησε για το «παγκόσμιο χωριό», αλλά δεν βλέπω πολλά σημάδια παγκόσμιου χωριού. Υπάρχει τόση σύγκρουση, βία και εχθρότητα… Το να ζεις τώρα στη Μεγάλη Βρετανία δεν δίνει την αίσθηση του παγκόσμιου χωριού. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ίσως, πάλι, τα χωριά να είναι έτσι. Γεμάτα πολωμένες απόψεις. Νομίζω πάντως πως ο τρόπος με τον οποίο έχει αναπτυχθεί η ψηφιακή τεχνολογία, δεν έχει απαραίτητα τα χαρακτηριστικά ενός χωριού. Τα πράγματα απομονώνονται με πολλούς τρόπους. Αν τώρα μπω στο Youtube θα βρω απίστευτα πολλά πράγματα που συμβαίνουν. Δεν είναι έτσι ένα χωριό. Είναι απλά σαν να έχω μια διαφορετική πρόσβαση σε ολόκληρο τον κόσμο. Μια άλλη πρόσβαση σε διαφορετικές συνειδήσεις. Το χωριό, πάλι, είναι κάτι μικρό, όπου οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν μαζί και να μοιράζονται κοινές αντιλήψεις και πρακτικές. Πριν πολλά χρόνια, σε ένα χωριό θα πήγαιναν όλοι την Κυριακή στην εκκλησία κι αν κάποιος δεν πήγαινε δεν θα ήταν «ένας από εμάς». Δεν συνηθιζόταν να υπάρχουν επαναστάτες στα χωριά κι αν υπήρχαν, συνήθως έφευγαν. Μεγάλωσα στα προάστια του Λονδίνου και με την πρώτη ευκαιρία, ήρθα στην πόλη. Αυτή είναι η φύση ενός χωριού. Κατά μία έννοια, ο ΜακΛούαν είχε την σωστή ιδέα, αλλά δεν είχε ιδέα πως θα λειτουργούσε. 

Πιστεύετε πως η τόση πολλή διαθέσιμη μουσική πληροφορία, σήμερα, καλλιεργεί καλύτερους δημιουργούς ή καλύτερους ακροατές; Δεν ξέρω. Για κάποιον σαν εμένα, είναι χρήσιμο, δεδομένου ότι σε ένα βαθμό είμαι ιστορικός. Επομένως, αν κάνω έρευνα, όπως κάνω αυτόν τον καιρό, βρίσκω πολύ γρήγορα πράγματα. Όταν, όμως, θέλω έναν δίσκο κι απλά μπαίνω στο Discogs και τον αγοράζω (αν δεν είναι ακριβός), αυτό δεν εμπεριέχει καθόλου ενθουσιασμό. Δεν είναι σαν να ψάχνεις έναν σπάνιο δίσκο και να ανακαλύπτεις την μουσική που θα σου αλλάξει τη ζωή… Από την άλλη, κατά έναν περίεργο τρόπο, ίσως να μην είμαι ο σωστός άνθρωπος για να το ρωτήσεις αυτό. Ακούω σοβαρά μουσική από πολύ νεαρή ηλικία. Τώρα είμαι 70 οπότε, ξέρεις, είναι πολύ δύσκολο να με εκπλήξει κάτι. Και είμαι και μουσικός, άρα μπορώ να αντλήσω μεγάλη ικανοποίηση μουσικά με το να παίζω με άλλους ανθρώπους, να τους ακούω, να ψάχνω πράγματα στο Youtube… Όμως δεν είναι το ίδιο συναίσθημα που είχα όταν ήμουν νεότερος και άκουγα πράγματα που ήταν τελείως καινούργια. Άρα, η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι ξανά «δεν ξέρω». 

Επομένως, πώς κρατάτε τον ενθουσιασμό σας σήμερα για τη μουσική; Υποθέτω, το ένα πράγμα που με κρατάει είναι να παίζω μουσική με άλλους ανθρώπους. Έχω λίγο-πολύ σταματήσει την διδασκαλία, αλλά όταν δίδασκα, είχα συναντήσει νέους ανθρώπους που ήταν φοβεροί κι έκαναν ενδιαφέροντα πράγματα. Αυτό ήταν μια πηγή ενθουσιασμού. Και κάτι ακόμη που με ενθουσίαζε είναι όταν κάνω έρευνα κι ανακαλύπτω νέα πράγματα και νέα μοτίβα. Κάτι που πιστεύω πως συνειδητοποιεί κανείς διαβάζοντας τον Ωκεανό του Ήχου είναι ότι με ενδιαφέρουν πολύ τα μοτίβα αλλά και το πως συνδέονται τα πράγματα, τα δίκτυα και οι ιστοί. Με ενδιαφέρει το πως διαμορφώνεται η πολυπλοκότητα των πραγμάτων και πως οι διαφορετικές ροές και τα κινήματα επηρεάζουν τα ένα το άλλο. 

Το hip hop είναι μάλλον το δημοφιλέστερο είδος εκεί έξω αυτή τη στιγμή. Πώς βλέπετε αυτή τη δημοφιλία με όρους φυσικότητας; Θέλω να πω: είναι πιο φυσικός τρόπος έκφρασης, δεδομένου ότι χρησιμοποιεί τη γλώσσα με έναν πιο καθημερινό τρόπο ή λιγότερο φυσικός λαμβάνοντας υπ’ όψη πως η γλώσσα είναι πολιτισμική κατασκευή; Βασικά, τα πάντα αποτελούν πολιτισμικές κατασκευές. Θεωρώ τη λέξη «φυσικός» μια πολύ επικίνδυνη λέξη. Κάτι που μπορώ να πω, είναι πως το hip hop εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Οι πρώτοι hip hop δίσκοι κυκλοφόρησαν το 1979 και μέσα σε λίγα χρόνια άκουγες hip hop από διάφορες γωνιές του πλανήτη. Ένας από τους λόγους που αυτό συνέβη, είναι γιατί η αγγλική γλώσσα έχει κυριαρχήσει πάνω στην φωνητική ποπ μουσική για πολύ καιρό. Η μορφή που έχει πάρει -έχοντας αναπτυχθεί μέσα από διάφορες πηγές όπως τα blues, η r’n’b, η country- ταιριάζει πολύ στην αγγλική γλώσσα. Ίσως αυτή η δομή είναι λιγότερο ταιριαστή σε άλλες γλώσσες. Έτσι, η μορφή της ρυθμικής ομιλίας που αναπτύχθηκε στο hip hop προσαρμόζεται πολύ πιο εύκολα σε άλλες γλώσσες. Συνεπώς, γρήγορα είχαμε hip hop για διαφορετικούς ομιλητές σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Σε όποια χώρα και να πας, θα ακούσεις hip hop. Κι αυτό γιατί είναι μια ευέλικτη δομή. Επομένως, δεν θεωρώ ότι έχει να κάνει με κάποια φυσικότητα. Έχει να κάνει με την ομιλία έναντι του τραγουδιού. 

Η δουλειά σας έχει ακροβατήσει ανάμεσα στον ακαδημαϊκό κόσμο, αλλά και σε πιο ποπ/ελεύθερα χωράφια. Νιώθετε πως ανήκετε στον έναν ή τον άλλο κόσμο; Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως ακαδημαϊκό. Κι ίσως είναι περίεργο αυτό, γιατί είμαι καθηγητής. Δεν ακολουθώ, πάντως, ακαδημαϊκά πρωτόκολλα κι ούτε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το ακαδημαϊκό περιβάλλον ή ο σχετικός τρόπος ζωής. Έχει υπάρξει καλό για μένα γιατί με έχει βοηθήσει να βγάλω τα προς το ζειν κι απολαμβάνω κάποιες πτυχές τις διδασκαλίας.
Ευτυχώς έχω ξεμπερδέψει με τα περισσότερα ακαδημαϊκά πράγματα που δεν μου αρέσουν. Υπήρχε μια πραγματική δυσκολία για μένα. Όταν κλήθηκα αρχικά στον ακαδημαϊκό κόσμο, επηρεάστηκε τραγικά το γράψιμό μου. Ξαφνικά, ένιωσα πολύ περιορισμένος, δεν μπορούσα να γράψω για κάποια χρόνια. Το ακαδημαϊκό ύφος ήταν πολύ διαφορετικό από το δικό μου που ήταν πάντα πολύ προσωπικό, αρκετά πειραματικό κάποιες φορές και κάπως ελεύθερο. Θέλω να πω αυτό που θέλω να πω, δεν νιώθω δεσμευμένος από κανόνες, τους ακολουθώ μόνο όσον αφορά το συντακτικό και τη γραμματική. Το ακαδημαϊκό περιβάλλον με έκανε να αμφισβητήσω πολλά πράγματα για την ως τότε συγγραφική μου προσέγγιση. Για παράδειγμα, ένα από τα πράγματα στα οποία βασίζεται η ακαδημαϊκή γραφή είναι ότι δεν μπορείς να ισχυριστείς απλά κάτι, δεν μπορείς να πεις ότι τα ολογράμματα της Whitney Houston είναι κακά. Πρέπει να αιτιολογείσαι με έναν τεράστιο αριθμό παραπομπών άλλων ανθρώπων που έχουν μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα. Οπότε αυτό που κάνεις είναι ουσιαστικά μια επαλήθευση των γνώσεων του παρελθόντος. Έπρεπε να το επεξεργαστώ όλο αυτό. Νομίζω ότι κατέληξα σε μια μέση οδό.

Αυτοί οι δύο κόσμοι, αντίστοιχα, πώς βλέπετε να σας αποδέχονται; Αυτό που είπα παραπάνω, με τη σειρά του δημιούργησε περισσότερα προβλήματα, γιατί οι άνθρωποι του ακαδημαϊκού κόσμου δεν δέχονταν απαραίτητα αυτά που έγραφα. Και δεν άρεσε ιδιαίτερα ούτε σε όσους άρεσε το προηγούμενο στυλ γραφής μου. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο μου Sinister Resonance: The Mediumship of the Listener, έμοιαζε να μην αρέσει σε κανέναν. Προέρχεται από μια εποχή που πάλευα με αυτό το πρόβλημα. Μια δεκαετία μετά, ο κόσμος φαίνεται να το εκτιμά περισσότερο. Έχω μάθει να διαχειρίζομαι καλύτερα αυτό το πρόβλημα με το πέρασμα του χρόνου. Πάντως, εξακολουθεί να μην μου αρέσει ο ακαδημαϊκός κόσμος. 

H μορφή της ρυθμικής ομιλίας που αναπτύχθηκε στο hip hop προσαρμόζεται πολύ πιο εύκολα σε άλλες γλώσσες. Συνεπώς, γρήγορα είχαμε hip hop για διαφορετικούς ομιλητές σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Σε όποια χώρα και να πας, θα το ακούσεις. Δεν θεωρώ ότι έχει να κάνει με κάποια φυσικότητα. Έχει να κάνει με την ομιλία έναντι του τραγουδιού. 

Φτάνοντας στο τέλος, ποιο είναι το άθροισμα όλων αυτών των ταυτοτήτων για τις οποίες συνομιλούμε τόση ώρα. Ποια είναι τελικά η δική σας ταυτότητα; Έπρεπε να το δουλέψω πολύ αυτό. Υπήρχαν περίοδοι της ζωής μου που η μία ιδιότητα πήγαινε κόντρα στην άλλη. Κι άλλες φορές έπρεπε να καταπιέσω την μία για να μπορώ να ακολουθώ την άλλη. Για ένα μεγάλο διάστημα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 που δούλευα full time ως μουσικοκριτικός, έπρεπε να καταπιέσω το κομμάτι του μουσικού. Ήταν πολύ ανθυγιεινό αυτό. Δούλεψα σκληρά για να ενώσω το γράψιμο με τη σύνθεση. Κι ακόμη το κάνω. Νομίζω ότι το βασικό ζήτημα είναι ότι το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Βοηθάει το γράψιμο μου το γεγονός ότι είμαι μουσικός και μπορώ να γράψω, να ηχογραφήσω και να κάνω παραγωγή. Συγχρόνως, το ότι είμαι συγγραφέας, με κάνει πιο αναλυτικό.
Προφανώς οι διαφορετικές ιδιότητες μου έχουν δημιουργήσει προβλήματα. Για να έρθω όμως στην ερώτησή σου, σχετικά με την δική μου ταυτότητα, νομίζω ότι βρίσκομαι πλέον στο σημείο που μπορώ να νιώσω πιο χαρούμενος με το να είμαι ο άνθρωπος που είναι φτιαγμένος από διαφορετικές ταυτότητες. Πιστεύω πως, έτσι κι αλλιώς, οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από διαφορετικές ταυτότητες. Αυτό είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό τώρα. Οι άνθρωποι νιώθουν πιο ικανοί κι έχουν μεγαλύτερο κουράγιο να μιλήσουν για τους εαυτούς τους και τις πολλές τους ταυτότητες. Όπως θα γνωρίζεις, υπάρχει ένας πόλεμος πίσω από αυτό. Τα συντηρητικά στοιχειά θέλουν όλοι να έχουν μια προκάτ ταυτότητα, που προσαρμόζεται σε στερεότυπα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι από την άλλη πλευρά, υπάρχουν τα στοιχεία της κοινωνίας που λένε ότι είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε ταυτότητα για τον εαυτό μας.  
Η έννοια των συνόρων δεν βγάζει νόημα όταν δουλεύεις με τον ήχο. Γιατί ο ήχος πάντα κινείται εκτός από εσένα. Αναμειγνύεται με τον αέρα και με τους ανθρώπους. Άμα δουλεύεις με τον ήχο μάλλον νιώθεις λιγότερο έντονα τα σύνορα. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που χρειάζεται χρόνια για να το βρεις. Μια ολόκληρη ζωή, για την ακρίβεια. 

Ο Ωκεανός του Ήχου του David Toop επανακυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ.
Ελένη Τζαννάτου

Share
Published by
Ελένη Τζαννάτου