Ως φανατική αναγνώστρια που έχει πλατσουρίσει σε διάφορα είδη λόγου, μ’ έχει ταλανίσει μια βροντερή αντίθεση της λογοτεχνίας, ότι ενώ είναι στην ουσία της μαγική και εν δυνάμει χειραφετητική, δεν παύει να φυλάσσεται από βαριές θύρες με ταξικές, εθνοτικές, φυλετικές και έμφυλες κλειδαριές. Ενίοτε οι λέξεις των καταπιεσμένων υποκειμένων διαχέονται από μικρές χαραμάδες. Αναντίρρητα, όμως, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις υλικές και κοινωνικές δυνατότητες να γράψουν παρά μόνο να βλέπουν τους εαυτούς τους όχι σπανίως ως στερεότυπες, μυθοπλαστικές, χαλκευμένες ή εξωτικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία αυτών που έχουν το προνόμιο της πρόσβασης. Πολλώ δε μάλλον σε μια χώρα που το να γράφεις λογοτεχνία δε λογίζεται ακριβώς ως κόπος, εργασία, πολιτιστική δραστηριότητα αλλά ως χόμπι, χασομέρι ή κάποιου τύπου εστέτ εμμονή. Δεν υπάρχει κανένας επίσημος φορέας που να προτρέπει και να υποστηρίζει τη συγγραφή. Έτσι, εκ των πραγμάτων χάνουμε οπτικές και φωνές που θα έκαναν τη σκέψη μας πάνω στη ζωή πιο πολύπλευρη και διεισδυτική. Κι ανάμεσα στις φωνές που χάνουμε είναι και οι γυναικείες. Όλο το φάσμα της πραγματικότητας διέπεται από τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Μαζί και η λογοτεχνία. Η Βιρτζίνια Γουλφ σχεδόν έναν αιώνα πριν είχε υπογραμμίσει τις μειωμένες ευκαιρίες των γυναικών στην τέχνη. Κι όταν γράφουν, συχνά το έργο τους υποτιμάται και παραμερίζεται. Γι’ αυτό εξάλλου μάθαμε τη Μαρία Πολυδούρη ως ερωτευμένη με τον Καρυωτάκη και τη Μάτση Χατζηλαζάρου ως σύντροφο του Εμπειρίκου, παρότι και οι δύο ήταν εξαίσιες ποιήτριες και πολλά περισσότερα πράγματα. Κάτι αλλάζει αλλά με ρυθμούς βραδύτερους από τη διάρκεια των στιγμών μας και από την ένταση των επιθυμιών μας.
Μ’ αυτούς τους συλλογισμούς συνάντησα τη Δανάη Σιώζιου ένα μεσημέρι στο πάντα φιλόξενο red n’ noir στον τροπικό της Κυψέλης. Με τη Δανάη αν και δε γνωριζόμασταν προσωπικά, ένιωθα μια εγγύτητα με όρους φύλου και γενιάς αλλά κυρίως την εγγύτητα που διαμόρφωσε η ίδια μέσα από την ποίηση της. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια» τιμήθηκε με το βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης» της Εταιρείας Συγγραφέων και με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Η δεύτερη συλλογή της «Ενδεχόμενα Τοπία» κυκλοφόρησε τον Μάρτιο από τις εκδόσεις Αντίποδες κι απηχεί το δικό της παίδεμα, τη δική της αναζήτηση που διασταυρώνεται απαλά με δικές μας αναταράξεις στις ψυχικές συστάδες.
Η Αχμάτοβα κάποτε ρωτήθηκε πόσο εύκολο είναι να γράψεις ένα ποίημα. Απάντησε πως«αν στο υπαγορεύει κάποιος είναι εύκολο, αν δε στο υπαγορεύει κανείς είναι αδύνατο». Δανάη, είναι δύσκολο να γράψεις ένα ποίημα;
Η αλήθεια είναι ότι οι Ρώσοι και οι Γερμανοί εκείνης της εποχής είχαν πολύ έντονη την αίσθηση του κανόνα στη λογοτεχνία. Καταλαβαίνω αυτό που λέει η Αχμάτοβα και γιατί το λέει. Η ίδια καλλιέργησε πολύ τη γλώσσα, τα ποιήματα της είναι ξεχωριστά. Για μένα το να γράφεις ένα ποίημα είναι σα να φτιάχνεις ένα φαγητό, σα να φτιάχνεις κάτι με τα χέρια σου, δηλαδή μια ολόκληρη διαδικασία που προϋποθέτει γνώσεις. Εγώ παλιότερα δεν είχα συνείδηση συγγραφέα, άργησα και το πρώτο μου βιβλίο να το εκδώσω. Δεν περίμενα κιόλας ότι θα διαβαστεί ιδιαίτερα. Όταν το έβγαλα και συνειδητοποίησα ότι διαβάστηκε, αποφάσισα να δουλέψω πιο πολύ για τα επόμενα. Βέβαια πλέον είχα μεγαλώσει κι είχα πολύ υλικό ούτως ή άλλως. Είχα στο μεταξύ αναπτύξει κάποιους προβληματισμούς σε σχέση με τη γλώσσα και το πώς μπορείς να συνομιλήσεις με την εποχή σου, με παραδόσεις που έχουν προηγηθεί, πώς γράφεται μια ποίηση η οποία προσπαθεί να είναι πρωτογενής ούσα όμως και τεχνική, πως τα συνταιριάζεις όλα αυτά με την φαντασία, την δημιουργία, το ρυθμό της δικής σου φωνής. Κάθε φορά έπιανα μια θεματική και τη δούλευα. Κατέληξα να γράψω δύο βιβλία ενδιαμέσως πριν φτάσω στα Ενδεχόμενα Τοπία. Δεν το λέω για να εξάρω τη σοβαρότητα της ενασχόλησης. Για μένα σε μεγάλο βαθμό είναι κάτι που απολαμβάνω, γιατί με βάζει σε μια δημιουργική διαδικασία αφενός, και συνήθως προηγείται μία αναγνωστικά και πνευματικά πολύ έντονη διεργασία, γράφω εξίσου στο κεφάλι μου, όσο και στο χαρτί, η ποίηση δεν γράφεται μόνο με τη σκέψη, γράφεται και με το σώμα. Διαβάζω πολύ και μέχρι σήμερα αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου κυρίως ως αναγνώστρια. Βέβαια, είναι εξουθενωτικό γιατί δουλεύω από μικρή και πρέπει να βρίσκω χρόνο εκεί που δεν υπάρχει. Ο,τι και να φτιάξεις είναι δύσκολο πάντως, πρέπει να κουραστείς.
Γίνεται ακόμα δυσκολότερο από το γεγονός ότι δε στηρίζεται θεσμικά; Όχι μόνο η ποίηση, γενικότερα η λογοτεχνία, το να κάτσεις να γράψεις ένα βιβλίο είναι ένα εγχείρημα που δεν ενισχύεται από την Πολιτεία.
Αναμφισβήτητα. Όλες οι υπόλοιπες τέχνες ανήκουν σε κάποιου τύπου οικονομία. Παλιότερα και η λογοτεχνία άνηκε, με την έννοια ότι έγραφαν βιβλία κυρίως άνθρωποι από ανώτερα κοινωνικά στρώματα που είχαν λεφτά και μόρφωση. Συζητάμε για τη λογοτεχνία σα να είναι μια δραστηριότητα που μπορείς να την κάνεις χωρίς κόστος στην καθημερινότητα σου. Ωστόσο, είναι δουλειά, είναι χρόνος από τη ζωή σου. Έχει στάδια έρευνας, εκπαίδευσης, ανάγνωσης, γραφής. Θα έπρεπε να υπάρχουν δυνατότητες να υποστηριχθούν οι συγγραφείς, να πληρώνονται, να υπάρχουν υποτροφίες και χρηματοδοτήσεις – ούτε τα ιδρύματα έχουν τέτοια προγράμματα. Υπάρχουν παραδείγματα ακόμα και μικρών κρατών που έχουν κάποιες παροχές. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και υποτιμάται σαν αίτημα. Η τέχνη τους χρειάζεται όλους, όχι μόνο τους υπερταλαντούχους που θα αντέξουν, θα είναι τυχεροί και θα τα καταφέρουν.
Πιστεύεις ότι εξαιτίας της κατάστασης που περιγράφεις η λογοτεχνία γίνεται προνόμιο; Ότι ενδεχομένως να υπάρχουν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες που είναι αποκομμένες από τη δυνατότητα να γράψουν;
Ζούμε σε μια σκληρή κοινωνία, υπάρχουν έμφυλες, εθνοτικές και ταξικές ιεραρχήσεις. Στην Ελλάδα για παράδειγμα τα παιδιά που ανήκουν στη δεύτερη γενιά μεταναστών δε γράφουν καθόλου λογοτεχνία. Εκεί βλέπεις τα φράγματα. Χάνουμε από αυτό, είναι τεράστιο κεφάλαιο. Κυκλοφορούν διάφοροι αστικοί μύθοι και εύκολες ισοπεδώσεις. Λένε π.χ., στην Ελλάδα δεν έχουμε μυθιστόρημα, μια χαρά μυθιστόρημα έχουμε. Δεν έχεις τόσους πολλούς κι αυτό ναι είναι ταξικό. Δε μπορεί ένας άνθρωπος να κάτσει να γράψει 500 σελίδες χωρίς στήριξη. Κι εγώ μερικές φορές νιώθω εξαντλημένη. Η Ελλάδα έχει πολύ ωραία λογοτεχνία αλλά δε μεταφράζεται, δεν την αγαπάμε αρκετά, ξεκινώντας από το θεσμικό.
Μίλησες για έμφυλες ιεραρχήσεις που προφανώς διαπερνούν και τη λογοτεχνία. Τις έχεις βιώσει;
Δεδομένα υπάρχουν έμφυλες ιεραρχήσεις, δεν είναι για να το διαπραγματευτούμε. Το τελευταίο διάστημα έχουν αναδειχθεί αυτά τα ζητήματα αλλά επικρατεί ακόμα υποκρισία, είναι και επώδυνες αυτές οι συνειδητοποιήσεις και οι διαδικασίες. Ακόμα κι εγώ ως λευκή γυναίκα είμαι προνομιούχα σε σχέση με άλλες, οι οποίες δεν έχουν καμία πρόσβαση. Ξέρω ότι είμαι αναγκασμένη να προσέχω στην καθημερινότητα μου π.χ. στην Ελβετία που έμενα σε ένα χωριό μου λέγανε μη γυρνάς μόνη σου στο σπίτι, τα ίδια παντού. Τι να συζητήσουμε; Η λογοτεχνία ως τέχνη είναι σε μεγάλο βαθμό στην υπηρεσία του ανθρώπου και της ελευθερίας του. Όμως εντάσσεται και αυτή σε ένα σύστημα. Έτσι λοιπόν μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι κλασσικά έργα αντρών συγγραφέων τυπώνονται και ξανατυπώνονται, συζητιούνται και ξανασυζητιούνται, όμως πολλών γυναικών με εξίσου σημαντικό έργο όχι. Συχνά επίσης υποτιμούνται στην πράξη. Η αγάπη για την λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα ώστε να δημιουργηθεί ο χώρος να ξαναδιαβάσουμε από την αρχή όλα αυτά τα έργα, να αναζητήσουμε όσα δεν διαβάστηκαν επαρκώς και να δούμε πώς συνομιλούν ή και όχι με την σημερινή λογοτεχνία. Χαίρομαι που στην Ελλάδα παρατηρώ ένα διευρυμένο αναγνωστικό ενδιαφέρον παρά τα θεσμικά κενά και τα κενά στην βιβλιογραφία και την έρευνα. Χαίρομαι που υπάρχουν νέες φωνές φεμινιστικές, ΛΟΑΤΚΙ κλπ και εντός του λογοτεχνικού πεδίου. Φαντάζομαι ότι μελλοντικές λογοτεχνικές γλώσσες θα προκύψουν και μέσα από αυτές τις αναγνώσεις, τους διαλόγους, τις συνηχήσεις. Το τι άλλο μπορούμε να κάνουμε εμείς γι αυτό, είναι σύνθετο, δεν έχουμε όλες τις ιδιότητες του κόσμου, κάτι κινείται κι είναι αισιόδοξο. Φταίει και ότι το θεσμικό ενδιαφέρον για την λογοτεχνία είναι περιορισμένο συνολικά και δεν καλλιεργούνται γενιές αναγνωστών. Αυτό που αχνοφαίνεται επίσης πίσω από τέτοιες συζητήσεις είναι ότι όταν μπαίνεις σε ένα σύστημα πολύ σκληρό και περιορισμένο, υπάρχουν αντιδράσεις για να μη μοιραστούν τα προνόμια. Το σύστημα έχει όρια και δεν δημιουργείται εντός του εύκολα νέος κοινωνικός χώρος, γιατί αυτό θα χρειαζόταν και μία σειρά από συστημικές αλλαγές. Η τέχνη και η λειτουργία της δεν εξαντλούνται ούτε μπορούν να χωρέσουν σε ένα τόσο περιοριστικό πλαίσιο.
Διανύουμε όμως μια περίοδο αφύπνισης και συνειδητότητας
Ισχύει, ειδικά οι νεότερες γενιές έχουν αυξημένη πρόσβαση στη γνώση και τις τέχνες που είναι σημαντικό. Αυτό δεν τις κάνει de facto λιγότερο συντηρητικές αλλά τουλάχιστον είναι πιο έτοιμες να ακούσουν. Άνοιξαν συζητήσεις στο δημόσιο λόγο. Είναι πάντα δύσκολο όταν συμβαίνει, γιατί η βία έχει κοινωνικές καταβολές και κοινωνική νομιμοποίηση. Τα κινήματα προσφέρουν αυτό που μπορούν να προσφέρουν αλλά, στο πλαίσιο στο οποίο συζητάμε, χρειάζεται και θεσμική ενεργοποίηση. Σίγουρα, όμως, είναι θετικό ότι συμβαίνει. Όταν κάτι λέγεται μαζικά, δε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν έχει λεχθεί ή ότι δεν έχει συμβεί. Στην Ελλάδα έχουμε ελλείμματα. Συζητάμε για το πιο απλό, για παράδειγμα να ενταχθεί το μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία.
Διάβαζα το ποίημα για την «καλύτερη μου φίλη» και σκεφτόμουν ότι αφενός υπάρχουν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των γυναικών ως απόρροια της πατριαρχίας κι αυτές σ’ ένα βαθμό στερεοτυποποιούνται, αφετέρου υπάρχουν και σχέσεις τρυφερότητας που δε φωτίζονται ιδιαίτερα. Η φεμινιστική γραφή μπορεί να τις φέρει στο φως αυτές τις σχέσεις και να τις αποκαταστήσει;
Κοίτα, έχω μια μια συνολική έμφαση στο φύλο, όπως στα ποιήματα για την καλύτερη μου φίλη, στα μυθολογικά και σε ορισμένα άλλα ποιήματα στο τελευταίο μου βιβλίο. Την καλλιέργησα αυτή την έμφαση και δεν ήταν απλό. Η γλώσσα σε καθορίζει από την στιγμή της γέννησης σου, πολύ πριν αποφασίσεις εσύ να αναμετρηθείς μαζί της. Πολύ συχνά χρειάζεται, ας πούμε, να την προδώσεις, να στραφείς στον ήχο τον λέξεων και όχι στο νόημα τους ή να επιτρέψεις στο χέρι σου να γράψει, παρά στο μυαλό σου. Ναι, ήθελα αυτά τα ποιήματα να φωτίζουν αυτή την τρυφερότητα που αναφέρεις, να σε ξαναβάζουν στη ζωή με τον τρόπο που οι λέξεις μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα, έξω από στερεότυπα και ιδέες. Ήθελα έναν ρυθμό και μια απλότητα, όχι με την έννοια της ευκολίας, αλλά με την έννοια της αναπνοής, του τραγουδιού, της ποίησης. Μαζί με άλλα ποιήματα όπως το ποίημα για τα γενέθλιά μου ή η διάρρηξη, καθώς και με άλλα διαφορετικών θεματικών ποιήματα του ίδιου βιβλίου, προσπάθησα να εκπληρώσω τους στόχους που είχα θέσει για αυτό το βιβλίο, για τους οποίους μίλησα λίγο στην αρχή. Είμαι χαρούμενη, γιατί έχω επηρεαστεί κυρίως από γυναίκες ποιήτριες, οπότε υπάρχουν γέφυρες, στο παρελθόν και στο παρόν. Και τα λογοτεχνικά ρίσκα που βλέπει κανείς ότι παίρνουν είναι μεγάλα, η γλώσσα καλλιεργείται και μέσα από αυτό. Οι γυναίκες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δική μου ζωή από διάφορες οπτικές και σχέσεις. Ζούμε σε μια κοινωνία που είναι ανταγωνιστική η ίδια, οι μηχανισμοί που σου παρέχει για να επιβιώσεις είναι ανταγωνιστικοί, αυτό περνάει και από το φίλτρο του φύλου. Ενδεχομένως πολλές γυναίκες να συμμετέχουν σε ανταγωνιστικές διαδικασίες που έχουν συχνά ως έπαθλο την αποδοχή. Υπάρχουν, όμως, δίκτυα αγάπης και αλληλεγγύης. Προσωπικά, ήμουν τυχερή με τις φιλίες μου. Αυτά τα ποιήματα, όπως το ποίημα για την καλύτερή μου φίλη, δεν έχουν ειδικό χαρακτήρα, μπορεί να το πάρει ένα κορίτσι και να το διαβάσει για τη δική της καλύτερη φίλη. Εγώ είχα ένα συγκεκριμένο πρόσωπο στο μυαλό μου που έχουμε κάνει πολλά πράγματα μαζί, είναι ένα αρχέτυπο όμως, είναι αυτή και πολλές άλλες. Ήθελα έτσι να εξάρω ότι οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα στο συναίσθημα, μπορούν να αγαπήσουν και να το εκφράσουν. Και ήθελα να το καλλιεργήσω αυτό και λογοτεχνικά, να το ζυμώσω δηλαδή μαζί με την γλώσσα μου.
Φέρνω συχνά στο μυαλό μου έναν μνημειώδη στίχο που νομίζω ότι αντικατοπτρίζει το βίωμα πολλών. «Όλες οι γυναίκες μέσα μου είναι κουρασμένες». Εσύ νιώθεις κουρασμένη;
Ναι, έγραφα κι ένα ποίημα για τρεις γυναίκες μέσα μου πρόσφατα. Κάποιες φορές νιώθω ότι η ζωή είναι πολύ μεγάλη κι έχεις πολύ χρόνο, άλλες φορές ότι πρακτικά και συναισθηματικά δεν προλαβαίνω τίποτα απ’ ότι θα ήθελα, να ηρεμήσω, να χαρώ, να βοηθήσω, να συναντήσω άλλες γυναίκες. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Οι γυναίκες δέχονται πολλά πράγματα με έναν τρόπο φυσικοποιημένο που υπάρχει στα σχολεία μας, στα σπίτια, στις κοινότητες. Σου μεταφέρονται από άλλες γυναίκες μεγαλύτερες κι αν είσαι τυχερή αναρωτιέσαι. Ευτυχώς ο φεμινισμός είναι για όλες μας.
Ο δυτικός πολιτισμός είναι ηγεμονικός, καθώς έχει ενσωματωμένο το χνάρι της αποικιοκρατίας. Πιστεύεις ότι αυτό στενεύει τους ορίζοντες μας; Έχεις ανάγκη να διαβάσεις και μη δυτικούς λόγους;
Η αποικιοκρατία είναι η βάση δόμησης των κοινωνιών μας. Ανάλογα με το από που είσαι και που βρίσκεσαι αυτό παίρνει κάποια χαρακτηριστικά, π.χ. στην Ελλάδα το ποσοστό αναλφαβητισμού μέχρι το 70 ήταν τεράστιο. Σήμερα η λογοτεχνία έχει περισσότερους αναγνώστες στην Ελλάδα από ποτέ. Είναι και λίγο αντικειμενικό, γιατί παλιότερα δεν ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν. Η θέση της Ελλάδας σε σχέση με τις γεωγραφίες και τις γενεαλογίες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας έχει επίσης ξεχωριστό ενδιαφέρον. Είναι επίσης ένα θέμα που ξανανοίγει στην Δύση. Οι κοινωνίες μας είναι δυτικές, υπάρχει το ηγεμονικό πρότυπο, είμαστε οι κακοί γενικά. Εννοείται ότι ψάχνω άλλα πράγματα. Ήμουν τυχερή γιατί σπούδασα αγγλική φιλολογία, σε ένα πολύ καλό τμήμα με γυναίκες κυρίως διδάσκουσες και ένα πρόγραμμα σπουδών πολύ ενημερωμένο, είχε δηλαδή μετααποικιακή θεωρία, φεμινισμό κλπ. Εγώ δεν τα ήξερα αυτά. Τότε είχα τη δυνατότητα και την τύχη να έρθω σε επαφή με άλλα πράγματα, γνώρισα την Παυλίνα, το Τεφλόν που κάναμε τέτοιες δουλειές, μεταφράζαμε ας πούμε ποίηση από Αβορίγινες. Έχω τέτοιες αναφορές. Στο σήμερα επιδιώκω τόσο να διαβάζω μη δυτικούς λόγους όσο και να έρχομαι σε επαφή με καλλιτέχνες μη δυτικούς κλπ. Πρόσφατα διάβαζα το βιβλίο Postcolonial Love Poem της Natalie Diaz. Διαβάζω ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης παραγωγής στην Ελλάδα ασφαλώς. Διαβάζω ποιήματα ποιητών που είτε γνωριζόμαστε, είτε μέσω των κοινοτήτων έχουμε έρθει σε επαφή, ποιητριών και ποιητών από την Πολωνία, τη Χαβάη, τη Βουλγαρία, τη Βόρεια Μακεδονία, την Κίνα, από Αφρικανικές χώρες. Είναι απίστευτο ότι αν θες να διαβάσεις κάτι, πατάς ένα κουμπί και είναι την άλλη μέρα στην πόρτα σου. Με τροφοδοτεί, είναι κομμάτι της προσωπικότητάς μου. Δε μπορώ να μη διαβάζω και να μη χαίρομαι.
Στο μότο του βιβλίου σου έχεις επιλέξει μια φράση της Agnes Varda: «Αν άνοιγε κανείς τους ανθρώπους, θα έβρισκε μέσα τοπία». Ποια τοπία έχεις μέσα σου;
Μ’ αρέσει η Agnes Varda και το έργο της πολύ. Ταίριαξε αυτή η φράση, είναι ενδεικτική γιατί οι άνθρωποι επηρεάζονται από τους τόπους από τους οποίους διέρχονται. Εγώ είμαι συνδεδεμένη με τα μέρη που μεγάλωσα, σε μια μικρή πόλη στον βιομηχανικό Νότο της Γερμανίας και μετά στην Καρδίτσα. Ως ενήλικας έχω ζήσει ξανά στη Γερμανία με μικρό διάστημα στην Αγγλία και την Ισπανία, έχω ταξιδέψει λίγο τα τελευταία χρόνια που κι αυτό με επηρεάζει. Οι γονείς μου κατάγονται από ορεινά χωριά της Ελλάδας, έζησαν σε προβιομηχανικές συνθήκες, άλλαξαν περιβάλλον, μετά ήρθε η αστικοποίηση, οι διώξεις από Γερμανούς, μετά το μετεμφυλιακό κράτος, μετά η μετανάστευση στη Γερμανία. Έχω ακούσει πολλές διηγήσεις και τις κουβαλάω. Πηγαίναμε από τη Γερμανία τα καλοκαίρια στο χωριό της μαμάς μου, από το μονοπάτι στη βρύση για νερό, μαγειρεύαμε όπως να ναι, μετά ήρθε το ηλεκτρικό. Θυμάμαι τα μεταναστευτικά κύματα από την Αλβανία. Όλα αυτά σε σημαδεύουν, σε οδηγούν κάπου. Υπάρχουν γενιές επί γενεών χαμένες στα βουνά μας, άνθρωποι αναλφάβητοι, φτωχοί, εκτεθειμένοι στις κακουχίες που πέθαιναν εύκολα. Δεν έχουμε την ιστορία τους.
«Αν πιστεύω στα σύνορα τότε πως μπορώ να πιστέψω στη θάλασσα», είναι από τους στίχους σου που προσωπικά ξεχώρισα. Τα σύνορα είναι μια βαθιά οντολογική αντίφαση, στην εποχή μας ίσως πιο βάναυση από ποτέ, σε σχέση με τη ροή της ιστορίας που ήταν πάντα και μια ροή πληθυσμών;
Αν έχεις μεγαλώσει σε διάφορα μέρη, όπως εγώ, τα σύνορα είναι αναπόφευκτα κομμάτι του προβληματισμού σου. Η περιοχή που ζούσαμε στη Γερμανία ήταν δίπλα στα γαλλικά σύνορα και θυμάμαι τον παππού μου να πηγαινοέρχεται στα γαλλικά χωριά για δουλειές και ψώνια. Στο σχολείο υπήρχαν πολλοί μετανάστες. Μετά θυμάμαι εικόνες από τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Τους μετανάστες από την Αλβανία στον θεσσαλικό κάμπο. Όλα αυτά επιδρούν πάνω σου. Καμιά φορά είναι εύκολο να θεωρήσουμε ότι τα έχουμε λύσει όλα, αλλά δεν υπάρχει αυτό, είναι μια συνεχής προσπάθεια και με την ίδια σου τη γλώσσα. Οι ροές δε σταματάνε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια είχαν μια πρωτόγνωρη ένταση κι έτυχαν συντηρητικής έως και εγκληματικής αντιμετώπισης. Η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία είναι όνειδος, όπως και το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πριν λίγες μέρες απαγορεύτηκε στην χώρα μας η έξοδος των προσφυγισσών/ προσφύγων από τα στρατόπεδα ως μέτρο για την πανδημία. Τα επισκεπτήρια στις φυλακές. Επίσης, ας δούμε ως κράτος πως έχουμε φερθεί σε αυτούς και αυτές που ζουν χρόνια εδώ. Τα θέματα των εξετάσεων για την ιθαγένεια ήταν ανεκδιήγητα. Τα σύνορα έχει ενδιαφέρον να τα σκεφτούμε και μεταξύ πεδίων, όχι μόνο γεωγραφικά.
Υπάρχουν πράγματα που έχεις διαβάσει και λειτούργησαν αποκαλυπτικά για σένα; Σαν μικρές επανεπινοήσεις του κόσμου;
Το παθαίνω συνέχεια. Η ανάγνωση είναι ο κόσμος όπου εγώ είμαι λιγότερο αμυντική. Μου αρέσει πολύ το διάβασμα. Αφήνομαι σε αυτό. Αν διατηρήσεις αυτή την ανοιχτότητα μπορείς να βρεις τα πάντα, γράφονται τα πάντα, υπάρχει φανταστική λογοτεχνία και στην Ελλάδα και διεθνώς. Έχω την τύχη μέσα από τις ομάδες που λειτουργώ να διαβάζω και μεταφρασμένα πράγματα κι έχω πιο εύκολη πρόσβαση σε πολύ σύγχρονη λογοτεχνία, διαβάζω δηλαδή πολλά ποιήματα από ποιήτριες και ποιητές στη δική μου ευρύτερη ηλικιακή ομάδα και λειτουργούν πολύ αποκαλυπτικά για εμένα. Από εκεί και πέρα το βιβλίο μου πχ είχε, μεταξύ άλλων, αναφορές στην Αλεξάνδρα Πλαστήρα, στην Hera Lindsay Bird. Στο προηγούμενο βιβλίο έχω επίσης κάποιες αναφορές. Άλλες απουσιάζουν, γιατί δεν σχετίζονται π.χ. άμεσα με το βιβλίο. Διάβασα πολύ την Justyna Bargielska, τον Ocean Vuong. Το σύγχρονα έργα με βοηθούν να συνδεθώ καλύτερα και με έργα παλαιότερων εποχών. Όλα αυτά σημαίνουν μικρές επανεπινοήσεις του κόσμου. Στο πανεπιστήμιο είχα αγαπήσει την Mary Oliver, την Bishop, και είχαν λειτουργήσει αποκαλυπτικά μέσα μου αγγλόφωνες Αμερικανίδες ποιήτριες, οι οποίες συνήθως είχαν και μεταναστευτικό background, μεικτές καταγωγές κλπ., οπότε έβρισκα κοινούς προβληματισμούς ή μου φώτιζαν πράγματα άγνωστα ή συσκοτισμένα, σε μία γλώσσα στην οποία είχα πρόσβαση. Στο σχολείο την Πολυδούρη κυρίως, αλλά και την Δημουλά, διάφοροι γερμανόφωνοι τότε κλασσικοί, όπως η Μπάχμαν, ο Τσελάν. Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω τα πιο σημαντικά, γιατί σε κάθε περίοδο της ζωής μου, πολλά και διαφορετικά βιβλία άλλαξαν τον κόσμο και την ζωή μου.