Μεσημέρι Τρίτης και οι πολλές κλειστές πόρτες έξω από το Passport στον Κεραμεικό προβληματίζουν έναν θαλερό, για τα χρόνια του, άντρα στην προσπάθειά του να εντοπίσει την είσοδο που θα τον οδηγήσει στην πάνω σκηνή. Λίγη ώρα μετά, ένας τραγουδιστής που έκανε τα πρώτα του βήματα αμισθί στην Αλεξάνδρεια, την ώρα μάλιστα που οι γλεντζέδες εγκατέλειπαν τα τραπέζια τους, κάθεται αμήχανα σε ένα τραπέζι απέναντι μου και μου εξηγεί πόσο τον δυσαρεστεί η ασυνέπεια στα ραντεβού. Δεν ξέρει γιατί ήρθε, κουράστηκε μετά από τόσα χρόνια να εξιστορεί μια καριέρα που άνθισε την δεκαετία του ’60, θέλει απλώς να τραγουδάει τα κομμάτια που επιλέγει και να αποφεύγει τις συνεντεύξεις, ειδικά εκείνες στις οποίες φτάνει στην ώρα του ενώ η στενή του φίλη και συνεργάτης καθυστερεί καθώς έσπευσε να βαφτεί για την φωτογράφιση. Στο μυαλό μου παίζει ένα αταίριαστο μιξάρισμα του «Πάρε ένα κοχύλι απ’ το Αιγαίο» με το «Κορμί και αλάτι», ενώ ο ελαφρώς σαρκαστικός Δάκης με την πάντα αλέγκρα Μπέσσυ Αργυράκη κάθονται απέναντι μου συζητώντας για την θεατρική πρεμιέρα μιας φίλης τους και για το τι θα φορέσουν στην κοινή τους εμφάνιση.
«Εννέα μήνες σεζόν είχαμε κάποτε, τραγουδούσαμε καθημερινά και παρακαλούσαμε για ένα ρεπό. Με τη Μπέσσυ κάνουμε χρόνια παρέα, πίναμε καφέ στη Γλυφάδα τα απογεύματα και μετά πηγαίναμε μαζί στα νυχτερινά κέντρα όπου δουλεύαμε με όλη την αφρόκρεμα τότε. Στο τέλος της σεζόν κάναμε το περίφημο Αλαλούμ, η τελευταία μας βραδιά όταν ακόμη τα προγράμματα δεν τελείωναν άρον άρον. Έβγαινε η Μπέσσυ και έλεγε το “Πιο δυνατά” (την ελληνική διασκευή του “Stayin’ Alive”) κι όσο εκείνη τραγουδούσε την κυνηγούσα με μια σκούπα, η Βίσση έτρωγε ένα παστάκι πάνω στην πίστα, τέτοια τρελά. Ο κόσμος νόμιζε πως ήταν μέρος του προγράμματος αλλά ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε, η Σοφία Αρβανίτη είχε πάρει έναν πυροσβεστήρα και μας έκανε όλους λούτσα, καταστρέψαμε τον Διογένη εκείνο το βράδυ του ’81». Η νεότερη, και πάντα πιστή στην ξανθιά κόμη, συνάδελφός του θυμάται τις διαδρομές που προσποιούνταν την λιπόθυμη και με οδηγό μία φίλη της που την βοηθούσε στις βραδινές της υποχρεώσεις έτρεχε να προλάβει από ένα αναψυκτήριο την έναρξη στην «Φαντασία» ή στην «Νεράιδα». Μόλις έπαιρνε το χειροκρότημα για το τελευταίο της κομμάτι της έφευγε απευθείας για το έξτρα νυχτοκάματο που είχε κλείσει σε άλλο μαγαζί, το ίδιο μόλις βράδυ.
Κάπου εδώ κάνουμε μια παύση. Η Μπέσσυ Αργυράκη -ή απλώς Μπέσσυ– είναι ανήσυχη. Αμφιβάλλει για το αν τελικά το φούξια κραγιόν της ταιριάζει με τις βυσσινί αποχρώσεις του φορέματος της. Μου ζητά να της παραχωρήσω το σημειωματάριό μου προκειμένου να αφήσει ένα φιλί σε χαρτί που θα τη βοηθήσει να μειώσει την ένταση της απόχρωσης. «Να κι αυτός που υποτίθεται πως ήρθε με τη μηχανή για να φτάσει γρήγορα», αναφωνεί ο Δάκης ενώ μαθαίνω πως ο άρτι αφιχθείς αλλά αργοπορημένος ερμηνευτής και μουσικοσυνθέτης βρέθηκε ξανά στον δρόμο τους μετά από πολλά χρόνια, όταν τους ένωσαν κάποια live «που γίνονται πλέον για να διασκεδάζουμε την νεολαία».
Καθώς εκείνη ποζάρει στον φακό παράλληλα προσπαθεί να διανθίσει την κάπως άναρχη συζήτηση με μερικές πιο πικάντικες πληροφορίες άλλων δεκαετιών, όπως είναι οι αιθέριες υπάρξεις που είχαν κατά καιρούς συνδεθεί με τον Δάκη. Εκείνος προσπαθεί να βγει από τη δύσκολη θέση τονίζοντας μου πως δεν υπήρξε ποτέ φιλόδοξος και στην Ελλάδα βρήκε κατά σύμπτωση δουλειά ενώ παραθέριζε. «Πήγα να διασκεδάσω στο Autoclub της Kηφισιάς με έναν φίλο μου πιανίστα και εκεί με άκουσαν οι Playboys να τραγουδάω ένα κομμάτι στα γαλλικά, έτσι με πήραν να τραγουδήσω στην καλοκαιρινή Αργώ της Βουλιαγμένης, εκεί που σύχναζαν η Bουγιουκλάκη και η Λάσκαρη για χορό και ντόλτσε βίτα. Ξεκίνησα τραγουδώντας στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ιταλικά, νόμιζα πως τα ελληνικά δεν μου πηγαίνουν. Ένας Γάλλος παραγωγός με είδε σε μια εμφάνιση στο Χίλτον με πήρε μαζί με τον Πλέσσα στην ταινία “Η ζεστή καρδιά”. Ο Δαλιανίδης και ο Σακελλάριος ρωτούσαν τον Μίμη αν είχε κανέναν τραγουδιστή και εκείνος με πρότεινε, ήρθαν το “Τόσα καλοκαίρια” και το “Δαχτυλίδι”, τότε μπήκε και το νερό στο αυλάκι». Ωστόσο, τα κινηματογραφικά σουξέ που τραγουδούσε ο τότε μεγάλος αντίπαλος του Πασχάλη στην καρδιά των κοριτσιών που κολλούσαν αφίσες σε εφηβικά δωμάτια του ’60 και του ’70, δεν επιλέγονταν από τους μαέστρους των νυχτερινών κέντρων για να μπουν στο πρόγραμμα.
Την στιγμή που ξεκινάει μια ιστορία για το ότι κάπως εξίσου συγκυριακά κι απρόβλεπτα δρομολογήθηκε η καριέρα του Ντέμη Ρούσσου, ο Κώστας Μπίγαλης έχει καθίσει στο τραπέζι μας. Αντιλαμβάνομαι πως μπροστά μου στέκονται τρεις διαφορετικές δεκαετίες της ελληνικής ποπ μουσικής με διαφορετικές αφετηρίες που σήμερα τερματίζουν στο ίδιο σημείο. Σε μουσικές σκηνές που γεμίζουν ασφυκτικά από κόσμο που τις γνώρισε από ξεχασμένους δίσκους των μεγαλύτερων του σπιτιού ή μέσω του YouTube. Η Μπέσσυ Αργυράκη αφήνει για λίγο τον ρόλο της ως συντονίστρια της κουβέντας και αναπολεί τις μέρες που σε ηλικία έντεκα ετών τραγουδούσε Στέλιο Καζαντζίδη ωθώντας την μητέρα της, να πάει κόντρα στην επιθυμία του πατέρα της και, να την βάλει στο τραγούδι. «Με πήγαν στα ταλέντα του Οικονομίδη, με ανέβασαν σε μια καρέκλα και τραγούδησα ενώ πήγαινα ακόμη σχολείο. Έπειτα έκανα μαθήματα, μπήκα στην Polygram για να γράψω τον πρώτο μου δίσκο και την τρίτη φορά που βρέθηκα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προσπαθούσα να τραγουδήσω το “Σε παρακαλώ” του Τζικ Νακασιάν, αλλά αφού έκλαιγα και υπέφερα γιατί ήταν πολύ απαιτητικός το πήρε η Ελπίδα και μου έδωσαν το “Σαν ένα όνειρο” να βγω με τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς που πήρε τελικά και το πρώτο βραβείο».
Η μετέπειτα πορεία και των τριών είναι πάνω κάτω γνωστή. Οι συνεργασίες του Δάκη με μεγάλους συνθέτες, η Εurovision, οι ξένες διασκευές, τα αμίμητα κλιπ που γύρισε με τον Τάκη Αντωνιάδη πάνω σ’ ένα καράβι για Αίγινα και η επιτυχία που γνώρισε η Μπέσσυ Αργυράκη στην πρώτη δεκάδα των ιαπωνικών charts, η δωδεκάλεπτη εκτέλεση του “I Miss You” του ‘84 από τον τότε αγνώριστο Κώστα Μπίγαλη και τους δικούς του Big Alice που βαφτίστηκαν από τον Νίκο Μαστοράκη. Aυτό όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το γεγονός πως ο ίδιος άνθρωπος που επέμενε ότι ο Δάκης δεν πρόκειται να κάνει καριέρα στην Ελλάδα αν δεν σταματήσει να ασχολείται με το διεθνές ρεπερτόριο ήταν και εκείνος που άκουγε από το διπλανό διαμέρισμα τον Μπίγαλη να γρατζουνάει μια κιθάρα και φρόντισε να καθησυχάσει την μητέρα του πως δεν τους έχει πάρει αδίκως τα αυτιά. «Μεσοτοιχία με το σπίτι μου έμενε ο συνθέτης Κώστας Ξενάκης, είπε στην μητέρα μου ότι δεν ήμουν τελείως νούμερο, πως είχα το κάτι για να δουλέψω. Έκανα ένα συγκρότημα στη γειτονιά με κάποιους φίλους, πήραμε μέρος σε έναν διαγωνισμό στα μέσα της δεκαετίας του ’70 που διοργανώθηκε από μια διαφημιστική σε συνεργασία με την ΕΜΙ Columbia. Ένα τραγούδι είχαμε όλο, πήγαμε και το ηχογραφήσαμε στο στούντιο Era στην Σταδίου και νομίζαμε πως πρωταγωνιστούμε σε ταινία αφού κερδίσαμε. Στα 19 μου, το ’74, υπέγραψε ο πατέρας μου το πρώτο μου συμβόλαιο σε δισκογραφική. Είχα κάνει ένα single πριν παρουσιαστώ στον στρατό με παραγωγό τον Τέρενς Κουίκ, ο οποίος τότε με είχε ονομάσει Αλέξη, αφού όπως μου έλεγε απέναντι στα “Δάκης” και “Πασχάλης” δεν ακουγόταν καλό το Κώστας Μπίγαλης».
– Εσύ ήσουν ο Αλέξης; Ασύλληπτο!.
Ο Δάκης συνειδητοποιεί πως είχε πέσει στα χέρια του το 45άρι του άσημου τότε συναδέλφου του αλλά και πως τον είχε απολαύσει να κρατάει έναν ρόλο στο Jesus Christ Superstar του θεάτρου Καλουτά, στην παράσταση δηλαδή που στάθηκε αφορμή για να γραφτεί ο Κώστας Μπίγαλης σε δραματική σχολή. Ο νεότερος εκ των τριών σήμερα εκπροσώπων της μουσικής που το περιοδικό Μανίνα κάποτε χαρακτήριζε ως μοντέρνα -βραβεύοντάς τους μάλιστα για την προσφορά τους στο είδος- έφυγε στην Αμερική σε μια προσπάθεια να εργαστεί εκεί δισκογραφικά, όμως επέστρεψε το ’89 προκειμένου να γράψει έναν ελληνικό δίσκο να μαζέψει μερικά χρήματα και να επιστρέψει στην αγγλόφωνη καριέρα του. Όπως γνωρίζουμε, «έκανα μεγάλη επιτυχία και έμεινα εδώ, ήρθε το ’90 με τους χρυσούς και τους πλατινένιους δίσκους κι έμπλεξα. Το κύκνειο δισκογραφικό μου άσμα έγινε το 2000, όταν δηλαδή είχαν ήδη καταστραφεί όλα από την πειρατεία».
Οι μέρες κατά τις οποίες αποτελούσαν τον ποπ πρόλογο στα μπουζούκια, το «πρώτο πρόγραμμα», και τα μεσάνυχτα επέστρεφαν ανακουφισμένοι σπίτι τους έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Τι είναι αυτό όμως που τους φέρνει πάλι στο προσκήνιο και στην σκηνή των μουσικών σκηνών; Νιώθουν πως το κοινό τους βρίσκεται εκεί στο πλαίσιο μιας ρετρολαγνείας, πώς έχει μια ειρωνική διάθεση χαβαλέ ή μήπως εκλαμβάνουν κάτι διαφορετικό στα εναλλάξ ημίωρα που εμφανίζονται; «Κατάλαβα ότι φεύγοντας από τα μεγάλα, απρόσωπα μαγαζιά είδα τον κόσμο να έρχεται για μένα κι αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά το βλέμμα εκείνων που στέκονται από κάτω με θαυμασμό. Πιστεύω πως σε μια χώρα που δεσπόζει χρόνια το λαϊκό τραγούδι, είμαστε ήρωες που επιβιώσαμε», απαντά ο Δάκης.
Με τις επιρροές να είναι η Λέανδρος, η Μούσχουρη, η Βette Midler, η Gloria Gaynor μέχρι να το «λαϊκίσει ευπρεπώς», όπως λέει, και να στραφεί στην Μαρινέλλα, η Μπέσσυ Αργυράκη συνασπίζεται με τα όσα νιώθει ο Δάκης για το σήμερα και τα ορθάδικα, συγκρίνοντάς το με τον κάποτε ανταγωνισμό γκλαμουριάς των πρώτων τραπεζιών. «Τότε έμπαιναν στο μαγαζί και έτρωγαν κατά τη διάρκεια του προγράμματός μας την μπριζόλα τους ενώ τώρα μας παρακολουθούν από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να έχουν κάτι άλλο να απασχοληθούν. Πλέον ανθίζουν αυτά τα τραγούδια. Το πιο σύνηθες σήμερα είναι να έρθει κάποιος πιτσιρικάς λέγοντας μου πως με έμαθε από την μητέρα του που ήταν fan. Bέβαια δεν είναι ό,τι καλύτερο όταν σου λένε πως σε άκουσαν γιατί αρέσεις στη γιαγιά τους και αισθάνεσαι σαν συμπυκνωμένο γάλα που μεγαλώνει γερά παιδιά».
Ευγενικός και με μια ήπια αύρα που διαφέρει από τις πιο θορυβώδεις παρουσίες των υπόλοιπων δύο, ο Κώστας Μπίγαλης δεν έχει καμία τάση να ωραιοποιήσει πρότερες καταστάσεις. Είναι αφοπλιστικά ειλικρινής κι ευδιάθετος όταν περιγράφει γλαφυρά πως: «Ήταν κοσμικά μαγαζιά γενικού προγράμματος και συνήθως εμείς οι μοντέρνοι ήμασταν τα ορντερβ της αρχής. Εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό τον ρόλο, απλώς κάποιες στιγμές αναγκάστηκα για λόγους επιβίωσης να περιορίσω τον ποπ χαρακτήρα μου».
Και οι τρεις τους έχουν κάνει ελαφρολαϊκά «παραστρατήματα», η Μπέσσυ Αργυράκη επιμένει να τα χαρακτηρίζει «έντεχνα» όπως αποκάλεσε και τον κάτω χώρο του Passport αντικρίζοντας μερικές σειρές στοιβαγμένα τραπέζια κατά την άφιξή της. Ο Δάκης εφιστά την προσοχή στον φωτογράφο σχετικά με το τι ψυχή θα παραδώσει αν αφήσει τις ρυτίδες του χρόνου να φαίνονται στη δημοσίευση κι αφού πιάνει μια σύντομη κουβέντα για ζώδια, τελικά αποχωρεί από το τραπέζι και η Μπέσσυ τον ακολουθεί προκειμένου να την εξυπηρετήσει με το αυτοκίνητό του. Της ζητώ να μείνει, είχαμε γράψει μόλις μισή ώρα, μου εξηγεί πως πρέπει να δει ποιο φόρεμα θα φορέσει για μια άλλη προγραμματισμένη φωτογράφιση και μου τάζει πως θα μου αφιερώσει το αγαπημένο μου δικό της τραγούδι στο επερχόμενο πάρτι που «θα ενσαρκώσει τρεις δεκαετίες μέσα από ελληνικά και ξένα τραγούδια, δικά μας ή άλλων αγαπημένων καλλιτεχνών, τη μέρα που θα αναβιώσουμε εκείνες τις εποχές που επέστρεψαν και θα μείνουν».
Αφού ξεσκαρτάρουν στο πόδι ποια τραγούδια έχουν κοινά, ορίζουν την σειρά εμφάνισής τους, ανταλλάσσουν cd με ηχογραφημένα φωνητικά σε κομμάτια του ’60, μετρούν πόσα ρεφρέν του Πασχάλη έχουν μπλέξει, τους ζητάω για άλλη μια φορά να μείνουν λίγο ακόμη. Ο Δάκης με κατηγορεί χαριτωμένα για δημοσιογραφική απληστία, αναρωτιέται για το πόσοι διαβάζουν μεγάλα κείμενα πλέον και η Μπέσσυ Αργυράκη αποφαίνεται πως η ζωντάνια της κουβέντας τους έπρεπε να μεταδοθεί ραδιοφωνικά γιατί στο γραπτό θα χάσει. Φεύγοντας, αφήνουν στην μέση μια διαφωνία για τη συνολική διάρκεια της βραδιάς και τον Κώστα Μπίγαλη πρόθυμο να μιλήσει για τους μουσικούς του ήρωες, τον ευφυή Χατζιδάκι, τον απόλυτα ποπ Elton John, τον John Lennon. «Άνθρωποι που με επηρέασαν στο να μην ακολουθώ την γραμμή των εταιρειών βάζοντας ένα με δυο καλά στον δίσκο και να κρατάω τα υπόλοιπα για τον επόμενο, σκεφτόμουν πως σαν ακροατής θέλω να ακούσω ένα δίσκο ως μουσικό ταξίδι από την αρχή ως το τέλος».
Δίχως να βγάλει λεπτό τα γυαλιά του, εξομολογείται πως του αρέσουν οι εμφανίσεις αλλά δεν τον κάνουν να νιώθει δημιουργικός. Γι’ αυτό τα τελευταία πέντε χρόνια ταξιδεύει στο Νάσβιλ του Τενεσί σε μια απόπειρα να γράψει κομμάτια σύγχρονης country. Eμβόλιμα περιγράφει με ενθουσιασμό τις πρόσφατες θεατρικές του απόπειρες, ένα δικό του έργο που ανέβηκε πριν δυο χρόνια στο Χυτήριο και τον πιο πρόσφατο ρόλο που κρατάει στο Εκείνος κι Εκείνος. Αλλά, και το πόσο θέλει να τον ταξιδέψει φέτος ανά την Ελλάδα ακούγοντας τις μεγάλες επιτυχίες του Frank Sinatra στο αυτoκίνητό του. Δίπλα μας, φωνές και τεχνικοί ζεσταίνονται για κάποιο άλλο live. Αφού δείχνει ενδιαφέρον για το πως οργανώνουν τον ήχο τους ώστε να κινηθεί προς τα εκεί στο μυαλό μου τώρα ηχεί το sample του “I miss you”, του μοναδικού του κομματιού που όντως γράφτηκε για «κάποια, κάπου, κάποτε που του έλειπε». Τείνω το χέρι μου να τον αποχαιρετήσω και τον ρωτάω αν την Παρασκευή θα το τραγουδήσει με τον αγγλικό του στίχο ή θα προτιμήσει τον ελληνικό που κυκλοφόρησε δέκα χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
-Έχω playback φωνητικά στα ελληνικά, άρα έτσι θα το πω. Άλλωστε εσείς τα νέα παιδιά δεν ξέρετε την πρώτη εκδοχή του.
– Μα φυσικά και την ξέρουμε, την θεωρούμε και καλύτερη.
– Τότε υπόσχομαι πως θα την εισάγω.