Η αφορμή για τη συνάντησή μας μας είναι ο δεύτερος δίσκος του κάτω από την ταυτότητα The Man From Managra, το Half A Century Sun που κυκλοφόρησε τον περασμένο Φεβρουάριο από την Inner Ear. Ένας ακόμα υπέροχος, χαμηλότονος και ουσιαστικός δίσκος, σαν τον προκάτοχό του τρία χρόνια πριν, με τον οποίο ο Coti άνοιξε τη Μεγάλη Πόρτα της Ποπ. «Νομίζω ότι είχα να γράψω τραγούδια από τη δεκαετία του ’90, τώρα τα σκέφτομαι συνέχεια. Γενικά, έκανα πειραματικά/ηλεκτρονικά πράγματα, έχοντας εγκαταλείψει την ποπ φόρμα. Ήξερα λοιπόν ότι η αποδοχή τους θα ήταν περιορισμένη και δε με απασχολούσε. Όταν γράφεις όμως ποπ, σε νοιάζει. Παύεις να είσαι κάπως αυτιστικός και συνδέεσαι με το γύρω σύμπαν. Η ποπ είναι το πιο ευθύ πράγμα που υπάρχει, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έχεις κολλήσει ή έχεις φύγει».
Έχει πει πολλές φορές την ιστορία του The Man From Managra s/t LP, το οποίο έτυχε πολύ θερμής υποδοχής. Τα έγραψε στην Τήνο (όπου του αρέσει συχνά πυκνά να αποσύρεται, ίσως όχι τόσο τα καλοκαίρια που πια γίνεται χαμός), τα πόσταρε στο facebook. Όλοι τον ρωτούσαν ποιος είναι ο Man From Managra πιστεύοντας ότι ανήκαν σε άλλον καλλιτέχνη, βρήκαν τελικά τον δρόμο τους για το στούντιο ηχογράφησης. Το 2014, λοιπόν, με εκείνο το εσωστρεφές («αναγκαστικά, διαφορετικά δε θα έβρισκα το θάρρος να το γράψω») ευαίσθητο άλμπουμ σε όλους μας θύμισε τους Magnetic Fields.
Φέτος του χάρισε έναν πιο φωτεινό διάδοχο. «Το πρώτο άλμπουμ είχε καλή κριτική αποδοχή, τώρα για εμπορική είναι αστείο να μιλάμε στην Ελλάδα. Με το επόμενο ήθελα να κάνω κάτι πιο ανοιχτό, χωρίς όμως να χάσω την ταυτότητά μου. Γι’ αυτό κάλεσα και κάποιους φίλους να κάνουν φωνητικά. Την προηγούμενη φορά δε μου πέρασε καθόλου από το μυαλό να τα τραγουδήσει άλλος, παρότι ξέρω ότι δεν είμαι ο καλύτερος τραγουδιστής στον κόσμο». Τραγουδά μάλιστα κι ένα κομμάτι στα ιταλικά, το “Se Ti Riverdo”… «Προέκυψε ενώ σκεφτόμουν γιατί να γράφονται όλα στα αγγλικά. Στα ελληνικά μου φαίνεται πολύ δύσκολο, σχεδόν επικίνδυνο, να γράψεις στίχους, άρα είπα γιατί όχι στη μητρική μου γλώσσα; Τελικά, ήταν αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο απ’ όλο το άλμπουμ».
Στο κάλεσμα εξωστρέφειας ανταποκρίθηκαν η Ρένα Ρασούλη και ο Blaine L. Reininger των Tuxedomoon, ενώ στον δίσκο συμμετέχουν και οι Jim White, Χρήστος Λαϊνάς, James Whylie, Γιώργος Αβραμίδης και ο μόνιμος συνεργάτης του, Πάνος Γαλάνης. Το δικό του επιστέγασμα; «Μ’ αρέσει που μου λένε ότι ο δίσκος σου ζητάει να είσαι παρών. Έτσι μ’ αρέσει κι εμένα, άσχετα αν κι εγώ ακούω αποσπασματικά πια. Πολύ συχνά ίσως ατμοσφαιρικούς, χαμηλότονους δίσκους δεν τους «πιάνουμε» επειδή τους ακούμε όσο ζούμε μια σχιζοφρένεια. Θα ήθελα να πολεμήσω την διάσπαση προσοχής πάντως».
«Όταν με ρωτάνε, η πιο απλή εξήγηση που δίνω είναι ότι ο παραγωγός είναι ο σκηνοθέτης της μουσικής ηχογράφησης. Και οι μουσικοί είναι οι ηθοποιοί. Με την ιδιομορφία ότι τους ανήκει το έργο. Τι κάνει ακριβώς; Ο Eno είχε πει “κάτι μεταξύ του να φτιάχνει τους καφέδες και να παίζει όλα τα όργανα”. Γενικά, προσπαθώ να μην είμαι φασίστας στη διαδικασία, αλλά θέλω να έχω το περιθώριο να συμβάλλω. Όταν είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, βγαίνουν και οι καλύτερες δουλειές». Ο Coti έχει πολύ μια πολύ γρήγορη εξήγηση για αρχάριους του, πονεμένου στην ελληνική δισκογραφία, ρόλου του παραγωγού.
Πώς λειτουργεί όμως ένας σκηνοθέτης όταν καλείται να πάρει τον ρόλο του πρωταγωνιστή; «Όταν γράφεις μουσική μπαίνεις σε ένα τρανς, είσαι σε ένα δικό σου μέρος, εντελώς απορροφημένος. Όταν κάνεις την παραγωγή, είναι διαφορετικό – παίζει ρόλο ότι την ευθύνη της σύνθεσης την έχει ο άλλος. Από την άλλη εσύ έχεις την ευθύνη ότι ο άλλος σου εμπιστεύτηκε το υλικό του. Στον πρώτο δίσκο υπήρχε η σημείωση “produced by itself”. Στiς δικές μου δουλειές, δεν μπαίνω πολύ στη διαδικασία του παραγωγού. Έτσι κι αλλιώς, η φιλοσοφία μου είναι ότι όταν δεν μπαίνουν πολλές σάλτσες, το αποτέλεσμα είναι καλύτερο». Κάπου εκεί αναφέρει την αγγλική λέξη serendipity – βάζοντάς την στο μεταφραστήρι του google δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά. «Είναι η ικανότητα να κάνεις τυχαίες ανακαλύψεις και να τις εκμεταλλεύεσαι. Το βρίσκω πολύ ωραίο, γιατί είναι ένα παιχνίδι με αυθεντικό αποτέλεσμα. Κι, επίσης, το πιο βασικό είναι να εξαφανίζονται οι εγωισμοί κι όλοι να είναι δεκτικοί σε ιδέες/συμβουλές. Ε, μεγαλώνοντας έχουμε μαλακώσει όλοι…».
Θα ήθελα να είχα κάνει παραγωγή στις Τρύπες και να τους είχα αλλάξει τα φώτα γιατί δε μ’ αρέσουν καθόλου. Θα άλλαζα τις κιθάρες, θα τους έκανα πιο άγριους.
Αγαπά τους παραγωγούς των 60s-70s, εκτιμά βαθιά τον Daniel Lanois και δεν μπορεί παρά να μην σταθεί στο κεφάλαιο Brian Eno. «Η σπουδαιότητα του έγκειται στο ότι ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το στούντιο ως όργανο, ως μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Ακολουθώντας το ίδιο κινηματογραφικό παράδειγμα, το στούντιο είναι η κινηματογραφική ταινία και το live το θεατρικό του ίδιου έργου». Η δική του προσέγγιση ποια είναι; «Συνήθως προσπαθώ να απελευθερώσω τους μουσικούς και όχι να αφαιρέσω. Όσο και να προσπαθείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, όσο και να λες δε θέλω πια να είμαι αυτό και θέλω να γίνω κάτι άλλο, το έχω δει πολλές φορές να μη συμβαίνει. Όσες φορές έχω δουλέψει με μουσικούς εκτός Ελλάδας, π.χ. Tuxedomoon, είναι πιο χαλαροί».
Διψάω, φυσικά, να μάθω ιστορίες δημιουργικού gossip. Πώς έφτιαξαν το σάουντρακ της Αθήνας με τους Στέρεο Νόβα; Πώς γυαλίστηκε η pop των Raining Pleasure για να γίνει για ένα φεγγάρι σχεδόν «εθνικός ύμνος» φτάνοντας στα διαφημιστικά και το Fame Story; Με ποιους θα ήθελε να είχε συνεργαστεί για να τους ηχογραφήσει με εντελώς διαφορετικό τρόπο; Ξεκινά από το τελευταίο…
«Πριν 15 χρόνια δούλευα στη Virgin και με είχε ρωτήσει κάποιος κάτι ανάλογο. Κι απάντησα θα ήθελα να είχα κάνει παραγωγή στις Τρύπες και να τους είχα αλλάξει τα φώτα γιατί δε μ’ αρέσουν καθόλου. Θα άλλαζα τις κιθάρες, θα τους έκανα πιο άγριους. Τώρα να σου πω ακούω πιο συχνά δουλειές που θα ήθελα να είχα κάνει εγώ, όχι για να τις αλλάξω αλλά γιατί τις ζηλεύω. Π.χ. οι Whereswilder ή ο Alex Bolpasis μου αρέσουν πολύ. Επίσης, έχει ενδιαφέρον ότι πολλά πράγματα τα εκλαμβάνει ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Αυτό που λέμε “ο ήχος της πόλης”, για παράδειγμα. Για μένα π.χ. οι Raining Pleasure είναι “εξοχή”, γιατί ηχογραφούσαμε σε ένα σπίτι στο Ρίο έξω από την Πάτρα. Οι Στέρεο Νόβα ήταν οι παρείσακτοι του Περιστερίου, ζούσαν εκεί άλλα δεν ανήκαν προφανώς στη φάση του Μπουρναζίου. Οι Ονειροπαγίδα ήταν οι παρείσακτοι της ποπ, προέρχονταν από πιο σκληρό ήχο π.χ. Sonic Youth και κατέληξαν εκεί. Μαζί τους για πρώτη και μοναδική φορά είχα το αντίθετο, από το συνηθισμένο, πρόβλημα: η τραγουδίστρια Παυλίνα ήταν Ελληνοκαναδή και τραγουδούσε ελληνικά με αμερικάνικη προφορά».
Κι όσο για το ποιος ήταν ο πιο δύσκολος να βάλει νερό στο κρασί της συνθετικής του ιδέας…
Τον ρωτάω αν θεωρεί τον εαυτό του «λαθραίο». Με κοιτάει καλά καλά. Εξηγούμαι. Αν θεωρεί ότι αυτό που υπηρετεί εδώ και τρεις (τέσσερις ημερολογιακά) δεκαετίες ενέχει θέση λαθρεπιβάτη στο όχημα της νεοελληνικής κουλτούρας. Το πολιτιστικό μας DNA, καλώς ή κακώς, είναι διαφορετικό. Το mainstream, εκ των πραγμάτων, δε θα μπορέσει ποτέ να είναι το ίδιο με εκείνο της δυτικής Ευρώπης ή της βόρειας Αμερικής. Το κοινό, μοιραία, θα είναι περιορισμένο, παρά τις όποιες φωτοβολίδες.
Μερικές φορές, που λες, νιώθω ότι κοροϊδεύω τον κόσμο, γιατί δε θεωρώ ότι είμαι κανένας σπουδαίος μουσικός. Απλά, με τα χρόνια έχει μαζευτεί ένας όγκος δουλειάς κι εμπειρίας που μπορώ να βάλω στο τραπέζι. Αν κάποια στιγμή το πιστέψεις ότι θα βιοποριστείς από τη μουσική στην Ελλάδα, σίγουρα θα απογοητευθείς.
«Όσοι ξεκινήσαμε, από τη δεκαετία του ’80, αλλά κι αργότερα, νιώθαμε περήφανοι που δεν ανήκαμε στο mainstream. Ψάχνοντας τη μουσική κι αποφεύγοντας όλα όσα θεωρούσαμε μπανάλ και λαϊκά, αυτοκαθοριστήκαμε κι ανακαλύψαμε ποιοι είμαστε. Θυμάμαι να μπαίνει ένας φίλος στην πολυκατοικία στα Πατήσια με έναν δίσκο του Elvis Costello και όλοι να τρέχουμε να τον ακούσουμε μαζί. Μουσική δεν έκανα γιατί είχα στο μυαλό μου κάποιου είδους καριέρα, αλλά γιατί δε γινόταν να κάνω αλλιώς.
Στην πορεία, άλλαξα λίγο την στάση μου γιατί είδα κάποια πράγματα με τα οποία ασχολήθηκα να απορροφούνται από μεγαλύτερο κοινό π.χ. οι Στέρεο Νόβα – καλά μη φανταστείς, απλά βγήκε το κεφάλι μας πάνω από την επιφάνεια του νερού. Ακόμα και στο peak τους οι Raining Pleasure είχαν κι άλλες δουλειές, δε ζούσαν από τη μουσική. Αν κάποια στιγμή το πιστέψεις ότι θα βιοποριστείς, σίγουρα θα απογοητευθείς. Μερικές φορές, που λες, νιώθω ότι κοροϊδεύω τον κόσμο, γιατί δε θεωρώ ότι είμαι κανένας σπουδαίος μουσικός. Απλά, με τα χρόνια έχει μαζευτεί ένας όγκος δουλειάς κι εμπειρίας που μπορώ να βάλω στο τραπέζι.
Όλη αυτή η κουβέντα περί mainstream κι εναλλακτικού, “κανονικού” και «περίεργου» είναι παράλληλες πραγματικότητες που μπορούν να συνυπάρχουν. Πού ξέρεις, σε είκοσι χρόνια μπορεί να θεωρούνται περιθωριακοί αυτοί που πηγαίνουν στα σκυλάδικα της Ιεράς Οδού. Βέβαια, δυσκολεύομαι πια να καταλάβω ότι τα στυλ δε σημαίνουν αυτό που σήμαιναν κάποτε π.χ. τι σημαίνει να έχεις μοϊκάνα. Είναι και θέμα ηλικίας.
Σχετικά με το κοινό, έχει αλλάξει πια και το που απευθύνεσαι. Ας πούμε, όσο ήμουν με τους Mohammad, θεωρώ ότι ήταν πολύ ελληνική η μουσική που κάναμε. Ίσως όχι σε πρώτο επίπεδο, αλλά είναι εκεί το στοιχείο, το ακούς. Κι έχουν δεκαπλάσιες πωλήσεις, κι εμφανίζονται πολύ πιο συχνά στο εξωτερικό απ’ ότι στην Ελλάδα. Πλέον, δεν ξέρω αν έχει σημασία στο παγκόσμιο χωριό που ζούμε τι είναι ελληνικό ή τι δεν είναι. Η Bjork δηλαδή κάνει ισλανδική μουσική; Από την άλλη, όλες αυτές οι ώρες που έχουμε περάσει μέσα σε ταξί ακούγοντας λαϊκά έχουν γραφτεί μέσα μας, τις κουβαλάμε. Η γλώσσα παίζει ρόλο. Μου έλεγε ο Παύλος Παυλίδης πόσα σπουδαία γκρουπ από τη Θεσσαλονίκη έμειναν στην αφάνεια όταν έγινε η έκρηξη του ελληνόφωνου ροκ, επειδή τραγουδούσαν στ’ αγγλικά. Σήμερα όμως το Half Α Century Man θα μπορούσε να πάρει τις κριτικές που πήρε ή να συγκεντρώσει το όποιο ενδιαφέρον συγκέντρωσε σε Γαλλία-Αγγλία αν είχε ελληνικό στίχο;»
Άρα, τι έχει σημασία; Κρατάω δύο αποσπάσματα, σε διαφορετικά σημεία της συνομιλίας μας…
Ένα.
«Αισθάνομαι ότι η υποχρέωση μας είναι να κάνουμε τη δουλειά μας όσο καλύτερα μπορούμε. Να είμαστε μυρμήγκια και να προσθέτουμε κάτι κάθε μέρα. Νομίζω κιόλας ότι αυτό είναι βαθιά πολιτικό. Πιστεύω στη συλλογικότητα, όχι όμως αυτή που νομίζεις ότι συμμετέχεις ποστάροντας καθημερινά δηλώσεις στο Facebook».
Δύο.
Κι ένα τρίτο. «Δεν έχω ακούσει ποτέ Magnetic Fields. Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι παρομοιάζουν τον Man From Managra μαζί τους»