Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Το πέρα από το απίθανο, ως υπόσχεση ελευθερίας»: Μια συνάντηση με τον Άξελ Χόνετ

Ο σοσιαλισμός είναι σήμερα, για πολλούς, μια «τελειωμένη υπόθεση». Η προσπάθεια εναρμόνισης της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης μοιάζει μια υπόσχεση κενή νοήματος. Όλα όσα υπερασπίστηκαν ο Σαιντ-Σιμόν και ο Μαρξ τείνουν να θεωρηθούν φαντασιοκοπίες. Είναι όμως, πράγματι, έτσι;

Για τον Άξελ Χόνετ, καθηγητή στο τμήμα ανθρωπιστικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κολούμπια, διευθυντή του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας στο Goethe-Universität Frankfurt am Main και καθηγητή κοινωνικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, αντίστοιχες διαπιστώσεις είναι μάλλον βεβιασμένες.

«Στον σοσιαλισμό υπάρχει ακόμη μια σπίθα», σύμφωνα με τον Χόνετ. Γι’ αυτό και μπορεί – αν όχι πρέπει – να αναβιώσει και να ξαναγίνει επίκαιρος. Μόνον που για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να απαλλαχτεί από τη «σκουριά» του διανοητικού του περιβλήματος, το οποίο έχει τις ρίζες του στον (μακρινό) 19ο αιώνα. Υπόθεση κι εγχείρημα δύσκολο, απαιτητικό, σύνθετο.

Στην Ιδέα του Σοσιαλισμού ο γερμανός στοχαστής αναμετριέται με αυτήν ακριβώς την πρόκληση. Επιστρέφει στην ιστορική αφετηρία κι αναδεικνύει εκείνα που θα πρέπει να κρατήσουμε, καθώς και όσα θα πρέπει να εγκαταλείψουμε, εάν θέλουμε πράγματι να διασώσουμε το σοσιαλισμό.

Τι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε; Πολλά. Όπως την ιδέα του προλεταριάτου ως κατεξοχήν επαναστατικού υποκειμένου, την υλιστική αντίληψη περί ιστορίας των ιδρυτών πατέρων, αλλά και το όραμα μιας οικονομικά διευθυνόμενης οικονομίας. Τι θα πρέπει να τοποθετήσουμε στη θέση τους; Τον κοινωνικό πειραματισμό και την αντίληψη του μέλλοντος ως de facto ανοικτού κι απρόβλεπτου. Τη δημοκρατική μορφή ζωής και την αξία κάθε πεδίου της ανθρώπινης ύπαρξης. Και τέλος, την ιδέα της «κοινωνικής ελευθερίας». Μιας ελευθερίας που συμπεριλαμβάνει και αναγνωρίζει τον άλλο.  Μιας ελευθερίας που δεν είναι ούτε στενά ατομικιστική ή αρνητική (Χομπς, Λοκ, Χιουμ), ούτε συλλογική ή θετική (Ρουσσώ, Καντ, Αριστοτέλης).

Σε μια εποχή όπου ο ορίζοντας μοιάζει κλειστός, δεδομένος και ανυπέρβλητος, ίσως έχουμε ανάγκη (περισσότερο από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε) από μία υπόσχεση ελευθερίας που δεν αποδέχεται το οιονεί αμετάβλητο ή το δήθεν θέσφατο. Μια υπόσχεση ενός διαφορετικού και πιθανά καλύτερου μέλλοντος.

Μεγάλη μερίδα των πολιτών στις δυτικές Δημοκρατίες δεν εμπιστεύονται τους δημοκρατικούς θεσμούς, και αρκετές φορές υιοθετούν αντι-συστημικές συμπεριφορές. Πώς το εξηγείτε; Η κατάσταση διαφέρει από χώρα σε χώρα ή καλλίτερα από περιοχή σε περιοχή. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η λευκή εργατική τάξη είναι πασίδηλα αρκετά ικανοποιημένη από την κυβέρνηση Τράμπ. Τα μέλη της εν λόγω τάξης αισθάνονταν παραμερισμένα και παραμελημένα από τις ελίτ του πολιτικού κατεστημένου, τόσο του Δημοκρατικού, όσο και του Ρεπουμπλικανικού. 

Εδώ, στην Ευρώπη, η κατάσταση είναι διαφορετική και ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Στο Νότο υπάρχει μία βαθιά κι εκτεταμένη απογοήτευση από την οικονομική της πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια πολιτική που υπαγορεύεται από μία αμιγώς νεοφιλελεύθερη ατζέντα, επενδυμένη με μια, ορισμένες φορές απαρασάλευτη, επιμονή στη λιτότητα. Στον Βορρά και την Ανατολή έχουμε – αντ’αυτού – μια προϊούσα αγωνία και φόβο σχετικά με τον οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο των προσφύγων και των μεταναστών, αύξηση για την οποία κατηγορούνται πολλές φορές ότι φέρουν ευθύνη οι φιλελεύθερες πολιτικές ορισμένων δυτικών κυβερνήσεων.

Υπάρχει κάποια ακόμη βαθύτερη αιτία για αυτά τα φαινόμενα; Αν «σκάψουμε» λίγο περισσότερο, ίσως ευθύνονται οι δραστικές μεταβολές στις εργασιακές συνθήκες: η υψηλότερη ανασφάλεια, ο λιγότερος έλεγχος, η μείωση των ημερομισθίων, η προλεταριοποίηση της προσφοράς εργασίας στον τομέα την υπηρεσιών, η εντατικοποίηση του φόρτου εργασίας. Υπήρξαν όλες το αποτέλεσμα της νέο-φιλελεύθερης απορρύθμισης της αγοράς.
Εικάζω ότι όλη αυτή η συνεχής χειροτέρευση και υποβιβασμός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αυξανόμενη δυσπιστία ως προς το κυρίαρχο σύστημα. Πρόκειται για ζητήματα που  βρίσκουν τη συμβολική τους έκφραση στις διαμαρτυρίες για την εξωφρενική αύξηση του κόστους σε αγαθά πρώτης ανάγκης και στέγασης (Γερμανία) ή εκείνη των καυσίμων (Γαλλία).

Παρά την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, η πλειοψηφία των πολιτών στη Δύση διατηρούν την απόστασή τους από τα σοσιαλιστικά κόμματα. Τι έχει συμβεί; Υπήρχε και υπάρχει ακόμη μία βαθιά αποξένωση μεταξύ των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών ή σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και του πρώην εκλογικού τους σώματος. Τα αριστερά κόμματα έχουν καταστεί ολοένα και πιο ανίκανα να σχετίζονται με τις έγνοιες και τις ανησυχίες εκείνων που υποτίθεται ότι οφείλουν να εκπροσωπούν. Για ποιο λόγο έχει συμβεί αυτό; Αφ’ ενός, λόγω της κοινωνικής σύνθεσης των συγκεκριμένων κομμάτων, κυρίως ακαδημαϊκής μόρφωσης μέλη. Αφ’ ετέρου, εξαιτίας των μεταβολών στην απασχόληση των συγκεκριμένων εκλογικών σωμάτων, λιγότερο βιομηχανικοί εργάτες και περισσότερο εργαζόμενοι στον τομέα των υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα; Αναπόφευκτο. Το βιομηχανικό και υπηρετικό προλεταριάτο αισθάνεται σήμερα όλο και περισσότερο εγκαταλελειμμένο από τους πρώην εκπροσώπους του.   

Aν εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι είμαστε ικανοί να σχηματίσουμε ένα «εμείς», είτε μέσα στις οικογένειές μας, είτε μέσα στις φιλίες μας, στις πόλεις ή ακόμη και στην ίδια την πολιτική κοινότητα, ίσως πέρα από τα εθνικά σύνορα, όπως ελπίζω στην Ευρώπη, τότε έχουμε προδώσει το πνεύμα των πιο σημαντικών και αξιόλογων θεσμών μας.  

Πώς ερμηνεύετε τη δραματική και συνεχιζόμενη άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού και πολιτικών όπως ο Μπολσονάρο, ο Τραμπ ή ο Όρμπαν; Το φαινόμενο Όρμπαν είναι ίσως το πιο εύκολο να εξηγηθεί: ένα έθνος σε αναζήτηση της ταυτότητάς του, έπειτα από πενήντα χρόνια υπό κομμουνιστικό καθεστώς, εμφανίζεται να είναι πεπεισμένο – τουλάχιστον στην πλειοψηφία των μελών του – ότι μόνον η εθνική καθαρότητα μπορεί να διασφαλίσει αυτή τη δική του εθνική ταυτότητα. Τρομακτικό και φρικτό, αλλά εύκολα κατανοητό.
Ο Μπολσονάρο και ο Τραμπ συνιστούν παντελώς διαφορετικές περιπτώσεις. Αμφότεροι, φαινομενικά επιτυχημένοι ως επιχειρηματίες, και ταυτόχρονα σωβινιστές, γίνονται αντιληπτοί ως οι πλέον ικανοί να ενσωματώσουν ή να προσωποποιήσουν την υπόσχεση της οικονομικής ανάκαμψης, επιλέγοντας την επιστροφή σε μια εθνικιστική πολιτική. Πρόκειται για υπόσχεση που απευθύνεται άμεσα στην λευκή μεσαία τάξη, και στην περίπτωση της Αμερικής, στη λευκή εργατική τάξη των μεσοδυτικών πολιτειών και το Νότο. Τάξεις που αισθάνονται, εκτιμώ λανθασμένα,  ότι βρίσκονται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση εξαιτίας των πολιτικών ελίτ.
Σε όλα αυτά τα παραδείγματα ένας σκληρός τόνος φωνής και μια ανδρική σωβινιστική ρητορική, η οποία επιτίθεται στα εξευγενισμένα ήθη των πολιτιστικών ελίτ, ανήκουν στο ρεπερτόριο αυτών των πολιτικών. Λίγο πολύ όπως συνέβη και με τον Μπερλουσκόνι στην Ιταλία.       

Χρειαζόμαστε σήμερα τον σοσιαλισμό; Αν κοιτάξει κανείς γύρω του κι αντιληφθεί πόσο πολύ η κοινωνική και πολιτική μας ζωή υπαγορεύονται και προσδιορίζονται από τις απαιτήσεις της οικονομικής αγοράς και των παράλογων στρατηγικών κέρδους που αυτή επιβάλλει, και εάν ταυτόχρονα αναλογιστεί κανείς πόσες δημόσιες υπηρεσίες έχουν ιδιωτικοποιηθεί, καθίσταται φανερό σε εμένα τουλάχιστον ότι δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο που να χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή από ένα ουσιαστικά σοσιαλιστικό όραμα. Ένα όραμα για το πώς θα θέσουμε εκ νέου την οικονομία υπό δημόσιο έλεγχο. 
Αναμφίβολα, ένα αντίστοιχο σοσιαλιστικό όραμα δεν φαίνεται να προσελκύει πολλούς σήμερα από τις τάξεις που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Τις τάξεις που έχουν χρειάζονται κάποια πολιτική διόρθωσης της καπιταλιστικής αγοράς ή ακόμη και την υπέρβασή της. Παρά τον πρόσφατο ενθουσιασμό γύρω από πολιτικούς όπως ο Μπέρνι Σάντερς ή ο Τζέρεμυ Κόρμπυν, δεν παρατηρώ κάποιο ουσιαστικό, πραγματικό ενδιαφέρον μεγαλύτερων ομάδων από τις κυριαρχούμενες τάξεις για σοσιαλιστικές πολιτικές αυτού του είδους.

Ποιοι είναι οι λόγοι που απουσιάζει αυτό το ενδιαφέρον; Οι λόγοι για αυτό το έλλειμμα συλλογικής συμμετοχής κι εμπλοκής στην υλοποίηση καινοτόμων, δομικών αλλαγών, είναι πολλοί. Ένας από αυτούς είναι η ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι παρούσες κοινωνικές συνθήκες είναι αμετάβλητες και αναπόφευκτες. Παίρνω πολύ σοβαρά υπ’όψιν την ιδέα του Μπάρινγκτον Μουρ ότι υπάρχουν στιγμές στην ιστορία όπου οι άνθρωποι θεωρούν τις συνθήκες στις οποίες ζουν ως δεδομένες και αμετάβλητες. Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι ένα από τα σημαντικότερα μελήματα του αναθεωρημένου σοσιαλισμού οφείλει να είναι η υπονόμευση της ανυπόστατης αυτής αντίληψης. Με το έργο μου επιδιώκω να αναδείξω ότι τα συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα είναι μεταβλητά. Οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες μπορούν να αλλάξουν.

Η αυξανόμενη δημοτικότητα που χαίρουν πολιτικοί όπως ο Τζέρεμυ Κόρμπυν και η Αλεξάνδρια Οκάζιο- Κόρτεζ είναι, θεωρείτε, προάγγελος μιας επιστροφής του σοσιαλισμού; Όχι πραγματικά. Σίγουρα, η δημοτικότητα που απολαμβάνουν προσωπικότητες όπως ο Κόρμπυν, η Οκάζιο-Κόρτες, ο Σάντερς, καθώς και αρκετοί άλλοι, εδώ και κάποιο καιρό, σηματοδοτεί την ισχυρή επιθυμία για αριστερούς πολιτικούς που δεν ανήκουν στο καθεστώς και αντιπροσωπεύουν έναν βαθμό αυθεντικότητας.

Θα τους αντιμετωπίζατε ως πρότυπα σε αυτό το νέου είδους σοσιαλισμού που υπερασπίζεστε; Στο βαθμό που εγώ μπορώ να δω, αυτοί οι πολιτικοί δεν εκπροσωπούν – ίσως με την εξαίρεση του Κόρμπυν – το πνεύμα ενός αναθεωρημένου σοσιαλισμού. Καθώς οι ιδέες τους είναι λίγο πολύ σοσιαλδημοκρατικές και σχετικά συμβατικές. Αυτό δεν το αναφέρω με στόχο να απαξιώσω την ιστορική τους σημασία. Τουναντίον, είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που υπάρχουν τέτοιοι πολιτικοί. Αποδεικνύουν ότι η αριστερά διαθέτει ενδιαφέροντες και λαοφιλείς πολιτικούς. Αλλά, όχι, θα δίσταζα να τους αποκαλέσω σοσιαλιστές. Δεν διαθέτουν αρκετό ενδιαφέρον για αυτό που θα αποκαλούσα σοσιαλιστικός πειραματισμός, την αναζήτηση – δηλαδή – νέων προτύπων για έναν δίκαιο και ελεύθερο κόσμο.   

Yπάρχουν στιγμές στην ιστορία όπου οι άνθρωποι θεωρούν τις συνθήκες στις οποίες ζουν ως δεδομένες και αμετάβλητες. Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι ένα από τα σημαντικότερα μελήματα του αναθεωρημένου σοσιαλισμού οφείλει να είναι η υπονόμευση της ανυπόστατης αυτής αντίληψης

Τοποθετείτε την ιδέα της «κοινωνικής ελευθερίας» στο επίκεντρο των θεωριών σας, αντιπαραβάλλοντάς τη με τη στενά ατομικιστική φιλελεύθερη εκδοχή της. Τί σημαίνει τελικά και πώς προσδιορίζεται ως όρος η κοινωνική ελευθερία; Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες είναι σήμερα εμμονικές με την ιδέα της ατομικής ελευθερίας. Όπου «ατομική» σημαίνει κάτι σαν ανεξαρτησία της ελευθερίας του ενός από εκείνη των άλλων. Λες και μπορούμε να πραγματοποιήσουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε και επιθυμούμε δίχως την υποστήριξη και τη βοήθεια των υπολοίπων μελών της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Αυτή η ιδέα της ατομικιστικής ελευθερίας έχει γίνει τα τελευταία τριάντα με σαράντα χρόνια η ιδεολογία των καιρών μας. Μας βοηθά να δικαιολογήσουμε και να νομιμοποιήσουμε την απορυθμισμένη αγορά, τον περιορισμό της δημοκρατικής συμμετοχής στην μοναδική και απόλυτα μοναχική ενέργεια της ψήφου, καθώς και στον περιορισμό των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας και στην περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η ιδέα της κοινωνικής ελευθερίας, την οποία και προκρίνω, έχει ως στόχο να καταδείξει το αντίθετο. Να αποδείξει δηλαδή ότι δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ή να πραγματώσουμε την ατομική ελευθερία δίχως την υποστήριξη των άλλων. Κι ακόμη περισσότερο, ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, όσα βιώνουμε ως ελευθερία, στην ουσία προκύπτουν μέσα από τη συνεργασία και την αμοιβαία συμπληρωματικότητα.

Και τί είναι αυτό που σας κάνει να σκέπτεστε ότι αυτή η ιδέα της κοινωνικής ελευθερίας είναι βαρύνουσας σημασίας για τις κοινωνίες και τους καιρούς μας; Αν εκλάβουμε αυτό το είδος ελευθερίας ως εκείνο που συστήνει τις σύγχρονες κοινωνίες μας, τότε το κανονιστικό νόημα κάποιων από τους πιο σημαντικούς μας θεσμούς καθίσταται εμφανές και καταληπτό. Η δημοκρατική συμμετοχή έχει ως σκοπό το να επιτρέψει την επικοινωνιακή ανταλλαγή και το διάλογο αναφορικά με τα πολιτικά θέματα στο δημόσιο χώρο. Ενώ η οικονομική αγορά είναι ένα μέσο που εκπληρώνει τον σκοπό του, αυτόν της διαμεσολάβησης των οικονομικών συναλλαγών, μόνον όταν είναι ρυθμισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε όποιος συμμετέχει να έχει την πρόθεση να υπηρετεί τα συμφέροντα του άλλου.
Ο σοσιαλισμός στην αρχή εμπνεόταν από μία αντίστοιχη ιδέα ελευθερίας. Όπου η πραγμάτωση της δικής μου ελευθερίας συμβάλλει στην εκπλήρωση και της δικής σου ελευθερίας. Αυτή άλλωστε είναι η σκέψη που προέβαλαν τόσο ο Προυντόν, όσο και ο Μάρξ. Και η πρότασή μου είναι να αναβαθμίσουμε αυτή την ιδέα και να την προσαρμόσουμε στις νέες κοινωνικές συνθήκες, στο σήμερα.

Θεωρείτε ότι είμαστε ακόμη ικανοί να σκεφτούμε τους εαυτούς μας στο πλαίσιο ενός κοινού «εμείς»; Θεωρείτε ότι μπορούμε ακόμη να αποδεχτούμε την ιδέα ενός κοινού καλού ή να αντιληφθούμε τη σημασία και την αξία της συμπαράστασης και δράσης του ενός για τον άλλο; Ας το θέσουμε έτσι: αν εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι είμαστε ικανοί να σχηματίσουμε ένα «εμείς», είτε μέσα στις οικογένειές μας, είτε μέσα στις φιλίες μας, στις πόλεις ή ακόμη και στην ίδια την πολιτική κοινότητα, ίσως πέρα από τα εθνικά σύνορα, όπως ελπίζω στην Ευρώπη, τότε έχουμε προδώσει το πνεύμα των πιο σημαντικών και αξιόλογων θεσμών μας. Των θεσμών που ριζώνουν και στηρίζονται σε αυτή την προϋπόθεση της κοινότητας, της ύπαρξης ενός «εμείς» ικανού να συμφωνήσει και συνομιλήσει για τις διαφωνίες του. Για αυτό και πιστεύω ότι το να οραματιζόμαστε πως κάποια στιγμή θα μπορέσουμε να καθιερώσουμε ένα περιεκτικό εμείς αποτελεί μία οπτική που δεν μπορούμε να αποποιηθούμε. Αν αποφασίσουμε παρ’ όλα αυτά να το κάνουμε, τότε θα απεμπολήσουμε την όποια πίστη μας στη δυνατότητα ενός καλύτερου μέλλοντος.

Το όραμα που έχουμε σήμερα για το μέλλον είναι σε μεγάλο βαθμό δυστοπικό (υπερπληθυσμός, μόλυνση του περιβάλλοντος, υπερθέρμανση του πλανήτη, πανίσχυρη τεχνητή νοημοσύνη, περιβαλλοντικές καταστροφές, κλπ.). Δύναται ένας σοσιαλισμός που υιοθετεί τον «κοινωνικό πειραματισμό» να αναπτερώσει τις όποιες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον; Αν δεν ενστερνιζόμουν ετούτη την ελπίδα, δεν θα είχα γράψει αυτό το βιβλίο. Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι ένας κριτικός διανοούμενος έχει και οφείλει να έχει ως πρώτιστο μέλημα να ανανεώνει αδιάλειπτα και να αναπτερώνει την ελπίδα μας για ένα καλύτερο μέλλον. Να αναζητά και να ανακαλύπτει διεξόδους από ένα καταθλιπτικό και ζοφερό παρόν και τρόπους  που επιτρέπουν να αναλάβουμε δράση για να το αλλάξουμε. Σε αυτό συγκλίνω με τον Καντ. Συμμαχώ μαζί του. Διότι παρ’ όλη την ρεαλιστική και ενίοτε αρνητική άποψη που είχε για την ανθρώπινη ιστορία, επέμενε να περιγράφει τις παρούσες συνθήκες ως συνθήκες που επιτρέπουν κάποιες παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Από την άλλη πιστεύω ότι ένας διανοούμενος που ευχαριστιέται να αποτυπώνει τα πάντα ως μαύρα, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα κοινωνικής ή πολιτικής βελτίωσης προδίδει το ίδιο το κάλεσμά του: που δεν είναι τίποτα άλλο από το να ανακαλύπτει, να εφευρίσκει και να προτείνει δράσεις και πράξεις που μεταμορφώνουν το παρόν προς το καλύτερο. Κυρίως δε όταν αυτές μοιάζουν απίθανες.

Το βιβλίο του Άξελ Χόνετ Η Ιδέα του Σοσιαλισμού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

 

 

Βασίλης Μουρδουκούτας

Share
Published by
Βασίλης Μουρδουκούτας