Categories: ΠΡΟΣΩΠΑ

Αθηνά Λινού: «υποτιμάς την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας επιβάλλοντας ένα ιατρικό μέτρο με τιμωρία»

Μη ξέροντας με σιγουριά πάνω σε πιο ακριβώς κύμα της πανδημίας κολυμπάμε, στην προσπάθεια μας να μη θαλασσοπνιγούμε σε πληροφορίες που μας βομβαρδίζουν καθημερινά, αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι χθες η χώρα μας μέτρησε ακόμη 106 νεκρούς ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό στους 22.197, ενώ 673 συμπολίτες μας παραμένουν διασωληνωμένοι καλύπτοντας το 88,84% των κλινών ΜΕΘ. 23.340 νέα κρούσματα -αριθμός που αντιστοιχεί σε δείκτη θετικότητας 15%-, άνθρωποι που καθημερινά χάνουν το όνομα τους και γίνονται αριθμοί.

Λίγο πριν μας αποχαιρετήσει το πολύ δύσκολο 2021, οι επιστήμονες Σωτήρης Τσιόδρας και Θεόδωρος Λύτρας, δημοσίευσαν επιστημονικό paper με τίτλο: Συνολικό φορτίο ασθενών, περιφερειακές ανισότητες και ενδονοσοκομειακή θνητότητα διασωληνωμένων ασθενών COVID-19, καταλήγοντας στο γεγονός πως θα μπορούσαν να είχαν σωθεί περισσότερες από 1.500 ζωές ασθενών το διάστημα Σεπτέμβριος του 2020 έως Μάιος του 2021, εάν το σύστημα Υγείας λειτουργούσε σε συνθήκες χαμηλότερης πίεσης.

Ο πρώτος μήνας της νέας χρονιάς μας βρίσκει μουδιασμένες και μουδιασμένους, σε μια προσπάθεια να διαχειριστούμε την οργή, τη θλίψη και την αγωνία μας, καθώς και να διακρίνουμε τη σωστή πληροφορία, για το μέλλον της πανδημίας, την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, τα μαθήματα που θα πρέπει να έχουμε πάρει όταν όλα αυτά θα έχουν πια τελειώσει. Για τον λόγο αυτό, μίλησα με την καθηγήτρια επιδημιολογίας κυρία Αθηνά Λινού, μια γυναίκα που δεν έχει διστάσει να εκτεθεί όλη αυτή τη γεμάτη στρες και φόβο περίοδο, προσπαθώντας να επικοινωνήσει το τι πραγματικά συμβαίνει αυτά τα δύο χρόνια.

«Είναι δύσκολο να αποτιμήσει κανείς μια πανδημία πριν λήξει, καθώς και το πόσο αποτελεσματικές ήταν τελικά οι λύσεις που έδωσε κάθε χώρα, συγκρίνοντας πρακτικές έτσι ώστε να εκτιμήσουμε αν είναι όντως επαρκή ή όχι όσα έγιναν. Εκείνο που είναι σημαντικό και που πρέπει να σταθούμε κάποια στιγμή με περισσότερη σοβαρότητα, είναι ότι εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας δεν έχει δοθεί προτεραιότητα στην πρόληψη, ενώ αντίθετα επικεντρωνόμαστε στη θεραπεία, όπου σε μια τόσο μαζική νόσο δεν μπορείς να αποδώσεις ό,τι και να κάνεις. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το κρατήσουμε και να το αξιολογήσουμε, ενώ η Παγκόσμια Κοινότητα με τη σειρά της πρέπει να επενδύσει με συνέπεια στην πρόληψη, και ιδιαίτερα στην πρόληψη λοιμωδών νοσημάτων.

Αυτό που λέω είναι ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς πυλώνες και πως παραδοσιακά στην Ελλάδα – τουλάχιστον όσο θυμάμαι εγώ τον εαυτό μου – το 95 έως 98% των κονδυλίων πηγαίνουν στη θεραπεία, μιας και είναι κάτι που το βλέπεις άμεσα είτε αποδίδει είτε όχι, ενώ μόνο το 2-5% του προϋπολογισμού για την Υγεία πηγαίνει στην πρόληψη. Αυτό σημαίνει ότι σε μια πανδημία το πιθανότερο είναι να μην έχεις τη δυνατότητα να καλύψεις τις ανάγκες που θα προκύψουν, ούτε να προλάβεις τα κρούσματα, μιας και η λήξη της πανδημίας δεν έρχεται θεραπεύοντας τα πολλά κρούσματα, αλλά όταν έχεις όσο το δυνατόν λιγότερα κρούσματα.

Σχετικά με το σύστημα δημόσιας υγείας – δεν εννοώ δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας, αλλά τη λειτουργία προληπτικής και κοινωνικής ιατρικής- ναι, θα έπρεπε να είχαν γίνει πολλά περισσότερα και πολύ πιο άμεσα. Θα έπρεπε να κινηθούν γρηγορότερα εντοπίζοντας όλες κι όλους εκείνους που μελετούσαν και γνώριζαν από πρόληψη λοιμωδών νοσημάτων, ακόμη κι αν, λόγω της λανθασμένης άποψης ότι έχουμε λύσει το πρόβλημα των λοιμωδών νοσημάτων, ήταν άνθρωποι οι οποίοι είχαν συνταξιοδοτηθεί.

Με αυτή την έννοια, όντως, αν είχαμε πιο καλά οργανωμένο, το σύστημα δημόσιας υγείας -έγκαιρη διάγνωση, επιτήρηση, απομόνωση-  θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα νόσημα σαν αυτό του κορονωϊού, θα μπορούσαμε να είχαμε πάει καλύτερα. Επίσης, το άλλο πολύ σημαντικό που αναδείχθηκε αυτήν την περίοδο, είναι η μη ισοτιμία στην παροχή υπηρεσιών μεταξύ των μεγάλων νοσοκομείων των μεγάλων πόλεων και των επαρχιακών νοσοκομείων. Αυτό, δεν αφορά μόνο την πανδημία, αλλά και τη γενικότερη αντιμετώπιση της θεραπείας σοβαρών προβλημάτων υγείας διαχρονικά.

Δεν ενεργήσαμε έγκαιρα και γρήγορα στην πρόληψη, θα έπρεπε ακόμη και τώρα να δοθούν χρήματα ώστε να έχουν όλοι οι άνθρωποι μάσκες υψηλής προστασίας. Ναι, οπωσδήποτε υποτιμήθηκε η πανδημία, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως. Να πούμε στο σημείο αυτό ότι οι Παγκόσμιοι Οργανισμοί Δημόσιας Υγείας, περίμεναν κάποια πανδημία, αλλά άλλης αιτιολογίας, όπως ήταν δηλαδή μια πανδημία της γρίπης, των πτηνών ή των χοίρων. Απ’ αυτά γλιτώσαμε προς το παρόν, αλλά ήρθε κάτι άλλο.

Τη ρωτάω για τους γιατρούς της πρώτης γραμμής, σε τι κατάσταση έχει διαπιστώσει ότι βρίσκονται. «Περισσότεροι απ’ τους μισούς γιατρούς βιώνουν επαγγελματική εξουθένωση. Πρόκειται για έναν συνδυασμό κόπου και αφόρητης ψυχολογικής φόρτισης κι έντασης. Επιπλέον, λόγω του ότι έχει επεκταθεί και επικρατήσει κατά πολύ η αστική ευθύνη εναντίον των γιατρών, οι γιατροί δεν μπορούν να γίνουν πολύ “επιθετικοί” ως προς τη θεραπεία, μιας και κινδυνεύουν να τους πάνε δικαστικά χωρίς να τους καλύπτει νομικά και με ειδική ασφάλεια το κράτος, και πλέον είναι οριακή η συνθήκη που διαμορφώνεται. Στο σημείο που βρισκόμαστε είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί, σε συνδυασμό με την αρχική κούραση που επιφέρει μοιραία burnout».

Η κουβέντα φτάνει στα δωρεάν test, στα ελάχιστα σημεία που πραγματοποιούνται καθώς και στις τεράστιες ουρές που είδαμε να σχηματίζονται, ειδικά την περίοδο των γιορτών. «Τα δωρεάν test θα βοηθούσαν στο μεγαλύτερο εντοπισμό των σημείων διασποράς του ιού, αυτό όμως που πρέπει να υπολογίσουμε είναι ότι με τη μετάλλαξη Όμικρον, η ζήτηση για testing, ξεπερνά την προσφορά. Έλλειψη και μη επάρκεια υπάρχει και στα ιδιωτικά εργαστήρια κι αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί ώστε να υπάρχει επάρκεια τόσο των test όσο και των ανθρώπων που μπορούν να τα κάνουν, καθώς κι έξυπνοι τρόποι αξιοποίησης των self test. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι σε πολλά μέρη του κόσμου υπάρχει η δυνατότητα ένας λειτουργός υγείας (γιατρός, νοσηλευτής, κλπ.) εξ αποστάσεως να σε παρακολουθεί την ώρα που κάνεις το test, δείχνοντας σου τον τρόπο, ώστε να το κάνεις σωστά. Θα έπρεπε να έχουν προβλεφθεί τέτοιες λύσεις, ώστε να μην έχουμε δυσκολία στην ποσότητα και στη συχνότητα που μπορούμε να κάνουμε test, κι αυτό δεν έγινε.

Να πούμε εδώ, ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας δεν εξαρτάται απ’ το αν θα έχουμε ένα θετικό ή ένα αρνητικό test, αλλά από το τι θα κάνουμε μετά, με ποιον τρόπο δηλαδή θα απομονώσουμε τον άνθρωπο που διαγνώστηκε θετικός, παρακολουθώντας τον παράλληλα. Κάτι τέτοιο επίσης δεν έγινε, όπως επίσης θα έπρεπε να προσφέρουμε χώρους απομόνωσης σε ανθρώπους που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Μένοντας με πολλά άτομα σε ένα διαμέρισμα, οδηγεί στο αποτέλεσμα να μην μπορείς να ελέγξεις την πανδημία».

Τη ρωτάω πόσο αξιόπιστα είναι τα test. «Εξαρτάται από το test. Να κάνουμε ξεκάθαρο εδώ ότι το test δεν έχει σκοπό να βγάλει την τελική διάγνωση, αλλά να ξεχωρίσει τους ανθρώπους ανάμεσα σε αυτούς που πιθανά νοσούν κι ανάμεσα σε αυτούς που πιθανά δεν νοσούν. Όταν εντοπίσεις αυτούς που πιθανά νοσούν, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί η διάγνωση. Ένα παράδειγμα για το καταλάβουμε καλύτερα, είναι όταν κάνουμε μαστογραφία. Μια ύποπτη μαστογραφία, δεν σημαίνει αναγκαστικά καρκίνο. Πρέπει μετά να γίνουν περαιτέρω εξετάσεις. Η απάντηση λοιπόν είναι όχι, τα test δεν έχουν 100% ακρίβεια. Η αξιοπιστία τους εξαρτάται από το είδος του test, τον τρόπο που θα γίνουν, τη μέρα, καθώς κι απ’ τη συχνότητα της νόσου στον πληθυσμό.

Μεγάλο θέμα των προηγούμενων ημερών, ήταν το κατά πόσο έπρεπε ή όχι να ανοίξουν τα σχολεία. «Τα σχολεία έπρεπε να ανοίξουν, όπως και πρέπει να μείνουν κατά το δυνατόν ανοιχτά, μιας και οι επιπτώσεις των κλειστών σχολείων θα έχουν τεράστιες συνέπειες τόσο στην ψυχολογία και στη μάθηση των παιδιών, όσο και στην οικογενειακή ισορροπία. Το κλειστό σχολείο αδικεί περισσότερο τις οικονομικά και κοινωνικά ευάλωτες ομάδες και ειδικά τις γυναίκες. Δυστυχώς, αυτή είναι η κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, με τη γυναίκα να είναι αυτή που συνήθως μένει στο σπίτι και αναλαμβάνει τη φροντίδα των παιδιών. Έτσι, αρκετές θα ήταν οι γυναίκες εκείνες που θα έχαναν τη δουλειά τους με την προοπτική των κλειστών σχολείων, είτε γιατί θα αναγκαζόντουσαν να παραιτηθούν είτε γιατί θα απολύονταν. Αυτό όμως που θα έπρεπε να γίνει παράλληλα με το ανοιχτό σχολείο, είναι περισσότερα μέτρα προστασίας των παιδιών και μείωση της διασποράς στα σχολεία. Θα μπορούσαν να ενισχυθούν οικονομικά τα σχολεία, ώστε να μπορούν για παράδειγμα να θερμαίνονται οι αίθουσες ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν ανοιχτά παράθυρα, καθώς και να αραιώσουν τα παιδιά, μοιράζοντας τα σε περισσότερα τμήματα ή μετακινώντας τα σε ανοικτούς χώρους ή σε μεγάλους διαθέσιμους χώρους (π.χ. πνευματικά κέντρα). Επίσης, να χρησιμοποιηθούν μαζικά test στο σχολείο λίγο πριν τα παιδιά μπουν στην τάξη, ενώ παράλληλα παροχή γνώσης κι εκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς ώστε να εφαρμόσουν μέτρα για την προστασία τόσο τη δική τους, όσο και των παιδιών».

Υποτιμάς τον άνθρωπο και την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας με το να επιβάλεις ένα ιατρικό μέτρο με νόμους ή με τιμωρία

Η συζήτηση φτάνει στα εμβόλια και στην έντονη δυσπιστία που εκφράζεται από ένα όχι μικρό μέρος του πληθυσμού. «Αρχικά, ένα μεγάλος μέρος των ανθρώπων που δυστυχώς δεν εμβολιάζονται, έχουν να κάνουν με τα θρησκευτικά τους πιστεύω, ανεξαρτήτως ποια είναι η θρησκεία τους. Υπάρχει μια ομάδα ακραίων ανθρώπων σε όλες τις θρησκείες και σε όλα τα δόγματα που προωθούν την παραπληροφόρηση. Το δεύτερο είναι ότι με έναν απαράδεκτο τρόπο το θέμα του εμβολιασμού έχει μετατραπεί σε πολιτικό ζήτημα, μετέτρεψαν δηλαδή ένα καθαρά ιατρικό θέμα, σε πολιτική υπόθεση. Επίσης, οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών, δεν είχαν γρήγορα αντανακλαστικά ώστε να απαντάνε γρήγορα κι άμεσα στα στοιχεία της παραπληροφόρησης. Δεν υπάρχει δηλαδή ένας σοβαρός οργανισμός που μόλις παρουσιάζεται μια ψεύτικη είδηση ή λανθασμένη άποψη, να την απαντάει τεκμηριωμένα.

Απ’ την κυβέρνηση, είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπήρξε επαρκής επικοινωνία για τα εμβόλια. Το να κάνεις επικοινωνία για μια ιατρική πράξη, συνεπάγεται ότι πρέπει να μελετήσεις ποιες θα είναι οι πιθανές αντιδράσεις και αντιρρήσεις από εκείνους που δεν θα θελήσουν να εμβολιαστούν. Ποιο θα είναι δηλαδή το μήνυμα που θα πείσει όλο τον κόσμο να εμβολιαστεί και κυρίως ποιος θα μεταφέρει το μήνυμα αυτό. Τέτοιες ιατροκοινωνικές μελέτες δεν υπήρξαν, μελέτες δηλαδή που στηρίζονται στην πληροφόρηση και στην επικοινωνία και που μπορούν να καταλήξουν στο ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να μεταφερθεί το μήνυμα.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα μέτρα προστασίας. Κανένας δεν μιλάει σήμερα για αποστάσεις, για το πόσο ευεργετική είναι η μεταφορά οποιαδήποτε συγκέντρωσης στην ύπαιθρο σε σχέση με τους κλειστούς χώρους. Δεν μπορείς ας πούμε να βάζεις στο ίδιο καζάνι τα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, με τα γήπεδα. Δεν υπήρξε κάποια διαφοροποίηση. Νομίζω είναι ελλιπής η έρευνα που γίνεται για να παρθούν αυτά τα μέτρα, βιαζόμαστε.

Τη ρωτάω αν θεωρεί πως επιθετική ρητορική της κυβέρνησης απέναντι στους εμβολιασμένους, αποδίδει. «Δεν έχω μελέτες που να δείχνουν το ένα ή το άλλο. Προσωπικά, δεν θα χρησιμοποιούσα ποτέ εχθρική ρητορική. Υποτιμάς τον άνθρωπο και την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας με το να επιβάλεις ένα ιατρικό μέτρο με νόμους ή με τιμωρία».

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη όσον αφορά τον αναγκαίο αριθμό δόσεων των εμβολίων. 

Τα εμβόλια είχαν εμφανιστεί κάποια στιγμή σαν πανάκεια, σαν μια λύση που θα μας έβγαζε στο τέλος της διαδρομής. Αποδεικνύεται ότι μάλλον δεν είναι ακριβώς έτσι. Αναρωτιέμαι αν δόθηκε τελικά ένα εντελώς λάθος μήνυμα. «Το θέμα δεν είναι μόνο ότι δόθηκε λάθος μήνυμα, αλλά ότι δεν ήταν γνωστό ακόμα το σωστό μήνυμα. Χρειάζεται επιφύλαξη, αλλά εκείνον τον καιρό, όταν δηλαδή κυκλοφόρησαν τα πρώτα εμβόλια οι περισσότεροι πιστεύαμε ότι θα προστατεύουν απ’ τη νόσο, όπως γίνεται με πολλά άλλα εμβόλια που κυκλοφορούν χρόνια τώρα. Η αλήθεια αποδείχτηκε διαφορετική, με τα εμβόλια να προστατεύουν από σοβαρή νόσο και θάνατο, αλλά όχι από ήπια νόσο. Επίσης αποδείχτηκε ότι οι εμβολιασμένοι εκτός του ότι έχουν πιθανότητα να νοσήσουν ηπιότερα, μπορούν και να μεταδώσουν. Δεν έγινε κατανοητό απ’ την αρχή ότι δεν υπάρχει ακόμη απόλυτη γνώση, κάτι που ισχύει για όλα τα θέματα στην ιατρική.

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη όσον αφορά τον αναγκαίο αριθμό δόσεων των εμβολίων. Η εμπειρία μέχρι τώρα δείχνει κι απ’ τα άλλα εμβόλια, ότι ανοσία αποκτάς συνήθως με τρεις δόσεις. Ελπίζω χωρίς να το ξέρω ότι θα ισχύει το ίδιο, όμως πρόκειται για έναν διαφορετικός ιό με σοβαρές μεταλλάξεις, οπότε μπορεί κάποια εμβόλια να μην αποδίδουν σε κάποιες από τις υπάρχουσες ή μελλοντικές μεταλλάξεις. Είναι πολύ νωρίς για να το αποφασίσουμε αυτό.

Η Επιτροπή, βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο των εξελίξεων της πανδημίας, μπερδεύοντας αρκετές φορές με τις αποφάσεις της, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που κρίνεται για την αμεροληψία της και για το κατά πόσο δέχεται πολιτικές παρεμβάσεις. «Το πρόβλημα με την Επιτροπή είναι ότι είναι πολύ μεγάλη. Έχω συνεργαστεί με πολλούς ανθρώπους που μετέχουν σε αυτήν, ανθρώπους που εκτιμώ και σέβομαι. Όταν όμως έχεις τόσους ανθρώπους, κι όχι τις πιο κατάλληλες ειδικότητες, δεν μπορείς να οδηγηθείς εύκολα σε κάποια απόφαση. Δηλαδή, όταν έχεις 5-6 λοιμωξιολόγους, σχεδόν κανέναν έμπειρο επιδημιολόγο, κανέναν επιδημιολόγο λοιμωδών, κανέναν επικοινωνιολόγο, τα μέλη της επιτροπής έρχονται αναγκαστικά διαρκώς σε ρήξη. Υπάρχει ένα ρητό που λέει αν δεν θες να λύσεις ένα πρόβλημα, φτιάξε μια επιτροπή κι εκεί μιλάμε για 4-5 άτομα, όχι 30 όπως εδώ. Έχει εγγενές πρόβλημα. Νομίζω ότι έπρεπε να είναι μικρότερη, λειτουργικότερη, να μπορεί  να πάρει αποφάσεις μέσα σε ώρες και να έχει μια εκπροσώπηση κι άλλων αντικειμένων. Σε αυτή την επιτροπή το 80% είναι κλινικοί γιατροί, άνθρωποι που μπορούν να αντιμετωπίσουν τη νόσο όχι να την προλάβουν, δεν έχουν δηλαδή εκπαιδευτεί στην επιδημιολογία και μεθοδολογία πρόληψης και στην αλλαγή συμπεριφοράς (πχ πώς να τρώει κάποιος υγιεινά, πώς να σταματήσει να καπνίζει, πώς να εμβολιάζεται).

Με τους πιο πολλούς επιστήμονες όπως είπα και πιο πάνω έχω συνεργαστεί, οπότε θα ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι επηρεάζονται από οποιαδήποτε κυβέρνηση. Αν αυτό συμβαίνει είναι τρομερό για τη χώρα μας γιατί αγγίζει τα όρια της εγκληματικής ανηθικότητας. Θέλω να πιστεύω ότι όλοι κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Από εκεί και πέρα αν εισηγείται κάτι η επιτροπή και δεν το εφαρμόζουν, δεν το ξέρω».

Κλείνοντας τη ρωτάω ποιο θα ήταν το μήνυμα εκείνο που θα ήθελα να επικοινωνήσει στον κόσμο που εδώ και δύο χρόνια έχει εγκλωβιστεί σε ένα κλίμα φόβου και ανασφάλειας. «Να κάνουμε υπομονή, να αγαπάμε τους ανθρώπους, να είμαστε αλληλέγγυοι και να προσφέρουμε σε όσους έχουν ανάγκη και δεν είναι απαραίτητα ασθενείς, αλλά κι άνθρωποι που βιώνουν μοναξιά και θα βιώσουν στο μέλλον φοβερή οικονομική δυσκολία. Να μείνουμε ενωμένοι και να κάνουμε ό,τι είναι το πιο λογικό για να προστατευτούμε σε προσωπικό επίπεδο και να προστατεύσουμε όλους τους άλλους».

Χρύσα Λύκου

Share
Published by
Χρύσα Λύκου