Categories: ΠΡΟΣΩΠΑ

Αντίο, Λάρι Κινγκ

Από τους πιο αναγνωρίσιμους δημοσιογράφους όλων των εποχών, και από τους πιο φημισμένους «συνεντευξάκιας», ο άνθρωπος που κατάφερε το όνομά του να φτάσει στα χείλη ακόμη και εκείνου που ποτέ δεν τον είχε παρακολουθήσει και να το αναφέρει ως συνώνυμο του επιτυχημένου δημοσιογράφου πέθανε σε ηλικία 87 ετών.

Δύο άνθρωποι των Μέσων, ο Στέλιος Σοφιανός και ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος, τον αποχαιρετούν με τον δικό τους τρόπο.

«Σιγά ρε, Λάρι Κινγκ!», του Στέλιου Σοφιανού

Πρέπει να ήταν χειμώνας του 1988, αρχές 1989 και έκλεινα ήδη δύο χρόνια στον Φίλαθλο όταν είδα για πρώτη φορά τον Λάρι Κινγκ σε “live” συνέντευξη. Ήταν ήδη ένας θρύλος στις ΗΠΑ και στην παγκόσμια δημοσιογραφία και το να βλέπεις στην Ελλάδα ελεύθερα και δορυφορικά το CNN και το ΒΒC (και τη RAI με το Campionato και το RTL με τα σοφτ πορνό του, βεβαίως) ήταν ένα από τα τελευταία «δώρα» της πρώτης οκταετίας ΠΑΣΟΚ, του παλιού, ορθόδοξου, του Ανδρέα – μαζί με την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση.

Για την ελληνική δημοσιογραφία, βγάλτε τα εισαγωγικά: ήταν δώρα με όλη τη σημασία της λέξης. Τα νέα ραδοτηλεοπτικά μέσα δημιούργησαν χιλιάδες θέσεις εργασίας, το να έχεις 2, 3 και 4 «δουλειές» τα επόμενα χρόνια σε εφημερίδα, ραδιόφωνο, τηλεόραση και περιοδικά, ήταν κάτι «λογικό», κανείς δεν γκρίνιαζε, οι δημοσιογράφοι δεν έφταναν για τις ανάγκες των εκδοτών, το επάγγελμα ήταν το πιο «της μόδας», οι πρώτες ιδιωτικές σχολές (απουσία και σχετικού ΑΕΙ) έγραφαν εκατοντάδες νέες και νέους που ήθελαν να γίνουν «δημοσιογράφοι», τη συνέχεια όλου αυτού τη γνωρίζετε…

Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, ανδρώθηκαν και οι Λάρι Κινγκ της ημεδαπής. Οι «συνεντευξιάκηδες», όπως τους λέγαμε τότε, μαζί με ένα «σιγά, ρε Λάρι Κινγκ», όταν ερχόντουσαν με ύφος να «πουλήσουν» στην αρχισυνταξία μια συνέντευξη που μόλις είχαν «κλείσει». Κάποιοι και κάποιες κρατάνε ακόμη, άλλοι χάθηκαν και ξεχάστηκαν, αλλά δεν πρέπει να υπήρχε ούτε ένας που να μην προσπαθούσε να αντιγράψει τον αυθεντικό Λάρι – κάποιοι και τις τιράντες του. Δεν ήταν κακό, όλοι «κλέβαμε» και «κλέβουμε» από τους κορυφαίους, και καλά κάναμε και κάνουμε, θα ήταν όμως σίγουρα καλύτερο αν κάποιος μας είχε μάθει πώς να το κάνουμε (το «κλέψιμο»).

Καλοκαίρι του 1993, λίγο προτού επιστρέψει «ο λαός στην κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία», ο εκδότης μού έστελνε για interview (συνέντευξη…) και προς πρόσληψη νέους ανθρώπους που δήλωναν ή ήθελαν να γίνουν δημοσιογράφοι. Όλες και όλοι, μα όλες και όλοι, ανέφεραν στα πρότυπά τους τον Λάρι Κινγκ. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, μάλιστα, όταν τους ρωτούσα «Τι σ’ αρέσει να κάνεις στη δημοσιογραφία;», απαντούσαν «συνεντεύξεις”.

“Ξέρεις, αυτό είναι πολύ δύσκολο», έλεγα. «Ναι, το ξέρω, αλλά μ’ αρέσει και δεν με φοβίζουν τα δύσκολα», απαντούσαν οι πιο θαραλλέοι/ες. Επέμενα: «Θέλει έρευνα, ρεπορτάζ, να μάθεις όσο περισσότερα μπορείς για τον συνεντευξιαζόμενο, να τον ψυχολογήσεις, να μπορέσεις να του βγάλεις πράγματα ενδιαφέροντα, να βγάλεις ειδήσεις και να τις αποδώσεις καλύτερα και απ’ ό,τι θα στα πει». «Ναι, ναι, ακριβώς έτσι», έλεγαν και τι να έλεγαν δηλαδή;

Στην πραγματικότητα γνώριζα ήδη ότι οι περισσότεροι πηγαίναμε στις συνεντεύξεις εντελώς απροετοίμαστοι και ό,τι βγει. Πού να προλάβαινες, άλλωστε, με τόσες δουλειές να κάνεις έρευνα σε βάθος; Και google δεν υπήρχε ακόμη.

Σήμερα, 30 χρόνια μετά, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει, αλλά ευτυχώς, κάπου στο 2010 είχα διαβάσει μια συνέντευξη του μακαρίτη, που έλεγε ότι ποτέ του δεν προετοιμαζόταν για μια συνέντευξη. Και δεν έζησε καν εποχή ΠΑΣΟΚ. Τεράστιος…

Ο Στέλιος Σοφιανός είναι δημοσιογράφος, managing partner BrainBand Studio.

«Λάρι Κινγκ: Ringleader of the Tormentors», του Κωνσταντίνου Τσάβαλου

Ο Λάρι Κινγκ είχε άψογη γνώση της ποπ κουλτούρας –ήταν, άλλωστε, αποκύημα της πιο pop culture friendly δεκαετίας όλων των εποχών.

Δεν είναι τυχαίο ότι αποκαλούταν «Ο Μάικλ Τζάκσον των συνεντεύξεων»: όπως και τον τραγουδιστή, έτσι και τον Κινγκ τους «έφτιαξε» η τηλεόραση.

Το MTV τον πρώτο, το CNN τον δεύτερο –ποιον, αυτόν τον απλό «ραδιοφωνατζή» με μηδενική εμπειρία στα τηλεοπτικά ειωθότα.

Ο Κινγκ, κατά την διάρκεια της καριέρας του, επέδειξε πρωτίστως και κυρίως μια άψογη γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Βλέποντας εμπειρικά (απ’ τα μπες-βγες του στα  κατά τόπους αστυνομικά τμήματα) ότι ο Καλός Μπάτσος εκμαιεύει από έναν ύποπτο πολλά περισσότερα απ’ ότι ο Κακός Μπάτσος, αποφάσισε ότι αντί για τον αυστηρό και τον δήθεν «σε-στριμώχνω-στα-σχοινιά» τρόπο συνεντεύξεως, αυτός θα το πάει αλλιώς.

Ήταν ο εξαιρετικά φιλικός, ο αμείλικτα ευπροσήγορος, ενίοτε ο «κολλητός», σίγουρα κάποιος που έκανε τον συνομιλητή του να νιώσει άνετα –μέχρι και ο συνήθως μουντρούχος Μάρλον Μπράντο τον φίλησε on air στο στόμα (!) μετά από μια συνέντευξη.

Κάπως έτσι, υποστήριξε μια σχεδόν 30ετή καριέρα, όπου μίλησε κυριολεκτικά με Όλους –μάλλον γι’ αυτό το λόγο δεν έβρισκε τον χρόνο να μιλάει καθόλου και με τις οκτώ πρώην γυναίκες του.

Λίγο τον ένοιαζε αυτό. Ο σκοπός της ζωής του, έλεγε ο ίδιος, είναι αφενός να παίζει ιππόδρομο -ήταν ξακουστός «αλογομούρης», τζογάροντας και χάνοντας εκατομμύρια δολάρια από την, ούτως ή άλλως, αμύθητη περιουσία του.

Και αφετέρου να μιλάει με κόσμο – άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέους, γέρους, λευκούς, Αφροαμερικανους, αυτόχθονες – προκειμένου να ικανοποιήσει το προσωπικό του ορμέμφυτο της αρχαιοελληνικά πανδωρικής περιέργειας.

«Το μόνο που ήθελα να κάνω στην ζωή μου είναι να κάνω ερωτήσεις στους άλλους για την ζωή τους», έλεγε συχνά και έφτασε μέχρι τα 87 του χρόνια, εκπληρώνοντας τα όνειρα και τους στόχους που είχε θέσει από τα 15 του κιόλας χρόνια, αυτός, ένα φτωχό Εβραιόπουλο της Νέας Υόρκης που κατέληξε να συνομιλεί μέχρι με τον ίδιο τον Θεό.

 Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.

 

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.