ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ανδρέας Mint: Ο άνθρωπος πίσω από τις ωραιότερες αφίσες της πόλης

Υπάρχουν κάποιες φιγούρες της πόλης, κομμάτια της ζωή σου, που δεν θυμάσαι όσο και να προσπαθήσεις, που και πώς τις πρωτοσυνάντησες. Απλά το δέχεσαι, αφού δεν έχει και καμία σημασία και προχωράς. Υπάρχουν κάποιοι τύποι στην πόλη, γνωστοί περισσότερο, φίλοι λιγότερο, που όταν τους βλέπεις ανοίγει η καρδιά σου. Και ας έχουν μεσολαβήσει μέρες, βδομάδες και καμιά φορά μήνες που έχεις να τους δεις. Τους ονομάζω «περιφερειακή οικογένεια», γιατί ξέρουν λίγα αλλά καταλαβαίνουν πολλά. Πολλές φορές καταλαβαίνουν περισσότερα ακόμη και από ανθρώπους που έχεις ξοδέψει εργατοώρες ενδοσκόπησης και εσώψυχης αντάρας. Αν έριχνα ζαριά θα πόνταρα ότι για πρώτη φορά συνάντησα τον Ανδρέα Mint στο Μαγκαζέ των 00’ς, εκεί κάπου κοντά στην γωνία Αιόλου και Κολοκοτρώνη. Τότε που η Αθήνα ερωτευόταν το είδωλο της με τον πιο φυσικό και ανέμελο τρόπο. Τότε που δεν ναρκισσευόταν με την ομορφιά της. Απλά γούσταρε και πέρναγε καλά με αυτό που έβλεπε στην αντανάκλαση του καθρέφτη της: 

«Το Μαγκαζέ ήταν από τους πιο ωραίους χώρους στην Αθήνα» μου λέει o Ανδρέας Mint Μανιάτης «με αισθητική Νέας Υόρκης. Ένα all day bar όπου ο καθένας ερχόταν εύκολα και μόνος του, ένα μέρος όπου δεν υπήρχε κοινωνικός η σεξουαλικός διαχωρισμός και όλοι συνυπήρχαν αρμονικά, ένας χώρος όπου το βράδυ μεταμορφωνόταν σε cool place με τις πιο ωραίες pop μουσικές που θα μπορούσες να βρεις στη πόλη. Το urban mentality στα καλύτερα του. Μου λείπει πολύ».

“Δεν μου αρέσουν οι άριστες πόλεις που κρύβουν τα προβλήματα τους κάτω από το χαλί….δεν ξέρω τι είναι αυτό, τι σημαίνει, τι θα συναντήσω και με φοβίζει”.

Το πιο πιθανό πάντως είναι να τον ρώτησα κάποιο βράδυ, για κάποια από τα παράξενα ρεμίξ που έπαιζε ή ίσως να τον ευχαρίστησα μετά από μια ωραία σειρά από σφηνάκια για τον τρόπο με τον οποίο έδενε δεκαετίες, τάσεις και είδη. Γιατί σε όποια από τις οικογένειες σου και αν τοποθετήσεις κάποιον, η μουσική έχει την ικανότητα να τον ανεβάζει απευθείας στην πρώτη.

Ο Ανδρέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τρίπολη. Η πρώτη του επαφή με την μουσική ήταν τότε που πήγαινε σχολείο και έκανε κοπάνες για να καλύπτει την πρωινή ζώνη σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, στον οποίο η ηχολήπτης και φίλη του δούλευε διπλή βάρδια και δεν άντεχε. Όσο αυτή κοιμόταν στο στούντιο, αυτός έκλεβε την ευκαιρία και έκανε την δουλειά της.

Και μετά;  Μετά από αυτό, ήρθε ένας νέος ιδιοκτήτης μπαρ και μου πρότεινε να παίξω στο μαγαζί του. Μόνο βινύλια από την προσωπική του συλλογή και μόνο acid jazz. Ακόμα τιμώ αυτήν την στιγμή στην μουσική ζωή μου. Το μπαρ λεγόταν Graffiti και έπαιξα εκεί 10 χρόνια non stop. Δεν είναι εύκολο να ξεκινήσεις να παίζεις μουσική με τέτοια ακούσματα και ακόμα περισσότερο στην επαρχία. Μετά ακολούθησαν διαφορά μέρη. Αθήνα, Νέα Υόρκη, Βηρυτό, Βαρκελώνη, στα ελληνικά νησιά βεβαίως και Γενεύη τα τελευταία 7 χρόνια.

Τι βρήκες εκεί σε σχέση με το djing;  Δύσκολη χώρα η Ελβετία για αυτό. Ας πούμε ότι δεν είναι από τα μέρη όπου θα είναι το πρώτο που θα σκεφτείς να κάνεις. Τουλάχιστον για τη Γενεύη όπου έμενα. Δούλεψα αρκετά σε ένα ιταλικό μπιστρό μπαρ (με συμβόλαιο) και σε διάφορα αλλά ρεστό, μπαρ και πριβέ πάρτι ανά καιρούς.

Σου λείπει κάτι από εκεί;  Σίγουρα η οργάνωση και η λεπτομέρεια στο επαγγελματικό κομμάτι. Δουλεύεις ακριβώς όσο έχεις συμφωνήσει (λεπτό παραπάνω) και δεν κάνεις τίποτε περισσότερο από αυτό που σου έχει ανατεθεί. Ας πούμε επαγγελματικά είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Αν είσαι καλός στην δουλειά σου πραγματικά ανταμείβεσαι καλά. Πέρασα επίσης την πανδημία εκεί και είδα πώς ένα κράτος φέρεται σε σοβαρά θέματα. Υπήρχε ηρεμία, ωριμότητα και σύνεση. Καμία προπαγάνδα, κανένας πανικός, με λίγες πράξεις και  λίγα λόγια, όσο το δυνατόν πιο απλά ειπωμένα για την καλύτερη δυνατή κατανόηση από τον κόσμο. Από πλευράς τώρα διασκέδασης, εξωτερίκευσης και έκφρασης, σίγουρα είναι καλύτερα στην Ελλάδα ή σε πιο μεσογειακές χώρες.

“Aκούω το δίσκο του Malcolm McLaren, «Waltz darling». Αν η μόδα ήταν μουσική σίγουρα θα ήταν αυτός ο δίσκος”.

Πες μου μια ωραία βραδιά από αυτά τα χρόνια της ξενιτιάς;  Όταν συνεργάστηκα με μια ομάδα η οποία αποτελούνταν από μια Ελβετίδα, έναν Γερμανό και έναν Αιθίοπα (σαν ανέκδοτο ακούγεται). Τα παιδιά έκλειναν έναν πριβέ χώρο μια φορά την εβδομάδα, ο οποίος λειτουργούσε μόνο με μέλη, και η είσοδος επιτρεπόταν μόνο σε ηλικίες από 30 χρονών και πάνω. Πέρασα τις πιο όμορφες βραδιές εκεί. Το κόνσεπτ είχε μεγάλη επιτυχία και η μουσική επιλογή αφορούσε μόνο αυτές τις ηλικίες. Αυτό που θυμάμαι καλά, ήταν πως κάθε φορά που έπαιζα δεν υπήρχε ίχνος από κινητά, μόνο πολύς χορός και πολύ ποτό. Σόρυ γι’ αυτό που θα πω και δεν είναι θέμα χάσματος γενεών, μια χαρά είναι και οι νέοι σήμερα, αλλά η έννοια του παρτάρω είναι δική μας υπόθεση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όταν γύρισες στην Αθήνα πως σου φάνηκε; Τι είδες σε αυτή που είχες ίσως ξεχάσει;  Βρήκα αλλαγές. Το κέντρο που πάντα αγαπούσα και που ήταν σημείο αναφοράς για μένα και τους φίλους μου ήταν πια διαφορετικό. Φτιάχνεται, η αλήθεια είναι, γίνεται πιο όμορφο και εξυπηρετεί άψογα τους τουρίστες. Από την άλλη όμως, χάνει την γνησιότητα του και τον σκοπό στον οποίο προσωπικά έβρισκα ουσία για να επισκεφθώ. Ευτυχώς βρήκα πάλι τα στέκια και τους φίλους που ήθελα στα Εξάρχεια, στο Σύνταγμα και στο Κουκάκι και είμαι οκ.

Τι χρειάζεται η πόλη αυτή για να αναγεννηθεί;  Η πόλη είχε πάντα μια αλήθεια και ήταν πάντα εμφανής. Σκληρή ή όμορφη, τη βλέπεις μπροστά σου, την πιάνεις, τη ζεις και συνυπάρχεις μαζί της. Είναι ακριβώς σαν την ψυχή του ανθρώπου που κουβαλάει όλες τις καλές και τις μαύρες πτυχές του. Αυτό δεν θέλω να αλλάξει. Δεν μου αρέσουν οι άριστες πόλεις που κρύβουν τα προβλήματα τους κάτω από το χαλί…. δεν ξέρω τι είναι αυτό, τι σημαίνει, τι θα συναντήσω και με φοβίζει. Η πόλη λοιπόν χρειάζεται περισσότερη τέχνη και περισσότερη μουσική σε πιο μεγάλης κλίμακας πράγματα. Έχουμε την όρεξη να αγκαλιάσουμε τέτοιες ενέργειες και τώρα με τον τουρισμό μπορούμε και να τις αναδείξουμε. Πιο πολλά και μεγαλύτερα φεστιβάλ, περισσότερα θέατρα, περισσότερη τέχνη.

“Sorry γι αυτό που θα πω και δεν είναι θέμα χάσματος γενεών, μια χαρά είναι και οι νέοι σήμερα αλλά η έννοια του παρτάρω είναι δική μας υπόθεση”

Πως βλέπεις τον κόσμο μετά την πανδημία; Επέστρεψε στη νύχτα;  Όχι ακόμα, όχι 100%. Είναι νωρίς… μόλις βγήκαμε όλοι από αυτό το πράγμα και ακόμα ψαχνόμαστε. Βγαίνει σίγουρα ο κόσμος έξω αλλά από το βγαίνω μέχρι το διασκεδάζω υπάρχει απόσταση. Θα ξανάρθει όμως, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Χρειάζεται υπομονή ώστε να πάρουν όλα τον δρόμο τους και να μπουν σε μία κανονική ροή. Η διασκέδαση άλλωστε δεν αγαπάει τους περιορισμούς, δεν θέλει τις αποστάσεις, δεν θέλει να ελέγχεται η να κρίνεται.

Πως θα χαρακτήριζες τη μουσική που παίζεις;  Ρομαντική, fun, αλκοολική και φιλική …είναι αρκετός καιρός που άφησα τα clubs και την dance scene. Είναι κάποια χρόνια τώρα που παίζω σε bars όπου το κοινό είναι πιο ευρύ, οι επιλογές στην μουσική επίσης, και το βρίσκω πιο ενδιαφέρον και πιο διασκεδαστικό.

Όταν ήσουν μικρός τι μουσικές άκουγες;  Δεν θυμάμαι μουσικές επιρροές αλλά κάποιες μουσικές στιγμές σίγουρα. Για παράδειγμα το πρώτο κομμάτι στο ραδιόφωνο που άκουσα ήταν το «Samurai» του Michael Cretu, το οποίο ήταν και αρκετό για να μπω κατευθείαν στην ξένη μουσική σκηνή. Θυμάμαι να χορεύω στον καθρέφτη Μichael Jackson και Paula Abdul. Θυμάμαι τα ραδιόφωνα που έπαιζαν ασταμάτητα Belinda Carlisle. Θυμάμαι σε σχολική εκδρομή να ακούμε το «Pump up the jam» από Technotronic. Θυμάμαι στις καταλήψεις να χορεύουμε Piano Fantasia και Pet Shop Boys. Θυμάμαι που άκουσα πρώτη φορά Bowie, Prince και George Michael και τους ερωτεύτηκα για πάντα.

Ποιο είναι το πιο αστείο που σου έχουν πει κατά την διάρκεια ενός σετ;  Έχουν έρθει για να μου ζητήσουν κομμάτι το οποίο παίζω ακριβώς εκείνη τη στιγμή.

Και το πιο εκνευριστικό;  Όταν μου ζητάνε κάτι να ανέβουν. Χάνεται η οποιαδήποτε κρίση, γνώση, αντικειμενικότητα στην μουσική, χάνονται τα πάντα. Σόρυ ντάρλιν αλλά δεν μπορώ να ασχοληθώ με το δικό σου προσωπικό γούστο. Μουσική και εγωισμός δεν πάνε μαζί.

Έχω πάθει obsession με τις αφίσες σου. Ποιο είναι το πρώτο που σκέφτεσαι όταν ξεκινάς να τις φτιάχνεις;  Τον χώρο που θα παίξω και την όλη ατμόσφαιρα. Από αυτό θα ξεκινήσω, το οποίο θα με οδηγήσει στην επιλογή της μουσικής μέχρι και την απόχρωση της αφίσας. Οι επιρροές άλλωστε από διάφορα μουσικά είδη ποικίλουν, οπότε η ανάλογη διάθεση και το ανάλογο playlist είναι ένας καλός οδηγός για να ξεκινήσω να φτιάχνω ένα πόστερ.

Ποιες είναι οι επιρροές;  Τέχνη, σινεμά, φωτογραφία, μόδα. Τα πάντα είναι άρτια συνυφασμένα με τη μουσική και την αισθητική. Για παράδειγμα αυτές τις μέρες ακούω πάλι τον αξεπέραστο δίσκο του Malcolm McLaren, Waltz darling, και ετοιμάζω τα επόμενα πόστερ με αναφορά στη μόδα των late 80s, early 90s. Αν η μόδα ήταν μουσική σίγουρα θα ήταν αυτός ο δίσκος.


Πες μου πέντε εξώφυλλα δίσκων που θεωρείς αξεπέραστα:
Grace Jones “Island life” (Αισθητική πέρα από κάθε πραγματικότητα)
Patty Smith “Horses” (κανένας δεν έχει ρίξει το σακάκι στην πλάτη τόσο cool όπως η Patty)
The velvet underground and Nico (Η πιο διάσημη μπανάνα ever) υπογραφή Andy Warhol
The clash “London calling”  (φωνάζει μουσική)
Joy division “Unknown pleasures” (Τα ραδιοκύματα ακόμα φοριούνται σε T-shirts)
Και ένα έξτρα…..Όλα σχεδόν τα album covers της Μina

Πες μου πέντε ταινίες που θα έχουν πάντα πρώτο λόγο στις αισθητικές σου «παρεμβάσεις»; 
Metropolis. Alien. Magnolia. La grande bellezza. Και από τις τελευταίες το Macbeth του Joel Coen. Κάθε δευτερόλεπτο στην ταινία είναι και μια αφίσα

Πες μου ένα βιβλίο να διαβάσω.  «Το καλό θα ‘ρθει από την θάλασσα» του Χρήστου Οικονόμου. Το προτείνω σε όποιον έχει την διάθεση να καταλάβει ότι ο ρατσισμός πρέπει πρώτα να αποβληθεί από εμάς τους ίδιους. Αν δεν αγαπήσουμε εμάς δυστυχώς δεν θα αγαπήσουμε τίποτα.

“Το σωστό Playlist είναι ένας καλός οδηγός για να ξεκινήσω να φτιάχνω ένα πόστερ”

Που σε βρίσκει τώρα κανείς συνήθως;  Τα σαββατοκύριακα βρίσκομαι Αθήνα και τις καθημερινές Τρίπολη. Θέλω την ηρεμία μου, όποτε προς το παρόν βρίσκω καταφύγιο στην πόλη που μεγάλωσα. Αθήνα φέτος είμαι στο Blind Beggar, ένα πολύ όμορφο χώρο καλά κρυμμένο στο κέντρο της Αθήνας και με τα καλύτερα ποτα/κοκτειλς που μπορείς να δοκιμάσεις (ο Σταύρος είναι απλά μάγος και φοβερό παιδί). Επίσης είμαι στο The Mule and the pig στα Εξάρχεια, των αγαπημένων μου Marie και Κυριάκου. Φοβερό μπαρ σε μια περιοχή που πραγματικά αναπνέει ζωή και μουσική και με ένα κοινό πολύ ζωντανό και φιλικό. Τις Κυριακές παίζω στο Bootleg στον Χολαργό, όπου μένω κιόλας. Ένα πανέμορφο και πολύ ζεστό μπαρ με φοβερά παιδιά που γνώρισα πρόσφατα, το οποίο μετράει ήδη 9 χρόνια λειτουργίας και είναι στέκι για πολύ κόσμο. Τις Πέμπτες βρίσκομαι στην Τρίπολη όπου παίζω στο μπαρ ενός πολύ καλού φίλου, το Dolce, το οποίο είναι το πιο παλιό μπαρ της πόλης, μετρώντας 28 χρόνια λειτουργίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου;  Τώρα που επέστρεψα αποφάσισα να κάνω μικρά και κοντινά πλάνα οπότε για αυτό το καλοκαίρι και για περίπου 4 μήνες θα βρίσκομαι στην Ίο και στο Doors, ένα καινούργιο all day bar διπλα στη θάλασσα. Είναι η τρίτη μου φορά που συνεργάζομαι με τον Χρήστο (Drunk Sinatra, Noel) και μετά από 2 χρόνια πανδημίας και κλεισούρας στο εξωτερικό είναι το μόνο που περιμένω. Όλοι μας άλλωστε, έστω και στο μυαλό μας, έχουμε ένα μικρό κυκλαδίτικο σπιτάκι με κήπο που κοιτάζει τη θάλασσα.

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος