Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αν θες το μπαρ σου να το συζητά όλος ο κόσμος, τότε πρέπει να καλέσεις αμέσως τον Άλεξ Πετράκη

Procópio, A Paródia, Foxtrot, Pavilhão Chinês. Αυτά είναι τέσσερα μπαρ της Λισαβόνας που αξίζει να δεις, αυθεντικά παλιακά κι ατμοσφαιρικά, γεμάτα με βελούδινους καναπέδες, περίτεχνους καθρέφτες, προτομές, καρικατούρες και άπειρα vintage στολίδια που δεν μπορείς να συγκρατήσει το βλέμμα σου με μία μόνο επίσκεψη. Στη δύση της χούντας του Salazar, τα δύο από αυτά υπήρξαν speakeasy, το πρώτο φτιάχτηκε το ‘72, το τελευταίο το ‘86.

Έχουν διαμορφωθεί όλα από τον Luís Pinto Coelho, έναν καλλιτέχνη και συλλέκτη που όταν χώριζε ή βαριόταν ξεκινούσε ένα καινούριο. Στο τελευταίο του μαγαζί δεν ξέρεις τι να πρωτοκοιτάξεις, είναι ένας λαβυρινθώδεις κόσμος φτιαγμένος από προθήκες με παλιά παιχνίδια, με πράγματα που δεν χωρούσαν πλέον στο σπίτι του και αποφάσισε να τα βάλει σε ένα μπαρ ακολουθώντας το γερμανικό στυλ Kunstakammer σύμφωνα με το οποίο οι συλλέκτες μάζευαν ότι τους φαινόταν ενδιαφέρον -κι όχι απαραίτητα κάτι συγκεκριμένο- σε έναν μόνο χώρο ήδη από την εποχή της αναγέννησης.

Στο μυαλό μου, ο δικός μας Luís Pinto Coelho είναι ο Άλεξ Πετράκης. Τα άρθρα που γράφονται για νέα (αλλά και πιο παλιά, που φλερτάρουν με τον  τίτλο του κλασικού) μπαρ του κέντρου αναφέρουν το όνομά του. Μπορεί να μην σηκώνει όλα αυτά που βλέπουμε από κάποια αποθήκη την οποία έχτισε με τα χρόνια, αλλά ξεσηκώνει από την αποθήκη του μυαλού του όσα πιστεύει για το πώς πρέπει να μοιάζουν οι ναοί του ποτού όταν τον καλούν να σχεδιάσει ένα μπαρ διαμορφώνοντας κόσμους άλλοτε παραμυθένιους, με έμπνευση από τη γαλλική μοναρχία, με αποικιοκρατικό στυλ, με αναφορές στον κόσμο του τσίρκου, στον υπερρεαλισμό ενός μεγάλου Ισπανού σκηνοθέτη, με κούκλες που κρέμονται από το ταβάνι, βαριές κουρτίνες, σκούρα χρώματα, με καρέκλες βιενέζικου στυλ και απλίκες, με ανορθόδοξα φωτιστικά και επιβλητικούς πολυελαίους. O  Άλεξ Πετράκης δημιουργεί μπαρ φορτωμένα, ωδές στο παρελθόν και στην αχαλίνωτη φαντασία.

Το πρώτο μαγαζί που έφτιαξε ήταν το Follie που χορεύει ακόμα σε ένα στενό πίσω από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, άνοιξε το 1990, «ο χώρος άνηκε σε ένα παιδί από την παρέα μας και είπαμε θα βοηθήσουμε όλοι για να γίνει μπαρ, ήμασταν ερασιτέχνες αλλά παίζαμε ωραίες μαύρες μουσικές από βινύλια. Στην «παραλία» των Αμπελοκήπων, όπως συνηθίζαμε να λέμε, ήμασταν μια παρέα που μαζευόμασταν και διοργανώναμε συνέχεια πάρτι, καλούσαμε πολύ κόσμο. Μετά το κάναμε με ένα τρόπο δουλειά αυτό, κάποιοι άνοιξαν μπαρ, άλλοι έγιναν djs, υπήρξαν φυσικά κι αυτοί που έφυγαν έξω και εκείνοι που ακολούθησαν τα πτυχία τους. Όλα αυτά τα clubs που πηγαίναμε, το +Soda, το Umatic έσβησαν και επιστρέψαμε στα μικρά μέρη, ξεκινώντας από αυτά που στην αρχή είχαν τις βασικές γνώσεις για τον καφέ και το ποτό μέχρι τα σημερινά που μπορούν να σου φτιάξουν τα πάντα.  Το πρώτο μαγαζί λοιπόν ήταν ένα εγχείρημα απλά παρεΐστικο, πέρασαν πολλά χρόνια για να μου ζητήσουν να φτιάξω μαγαζί».

Μετά ήρθε το Μπρίκι στο Παγκράτι, «το Μπρικάκι» για πολλούς, ακολούθησε το αδερφάκι του στη Μαβίλη, «Είναι ωραία μπαρ τα μπρίκια γιατί είναι κλασικά. Είναι αυτή η αίσθηση που σου βγάζουν, χωρίς να είναι στημένα, είναι μαγαζιά που μπορείς να πας με την παντόφλα σου, μπορείς να πας και με τη γόβα σου, αυτά που λέμε ότι μέσα θα βρεις “τεκνά, φρικιά, μποέμ”,  σ’ αυτά τα μπαρ γράφονται ιστορίες στου πάγκους».

Συνέχισε με το Tapas bar στο Γκάζι, το The 7 Jokers και το Faust «με αυτό το stage που σε παραπέμπει από όπερα μέχρι καμπαρέ, ένα πολύ αγαπημένο μου concept» στο κέντρο της Αθήνας, με το Belle Amie στον Πειραιά, τον Παλιάτσο στην Πεντέλη, το Noel στο Μοναστηράκι, το Upupa Epops στα Πετράλωνα, το Monsieur Cannibal στο Παγκράτι, το Juan Rodriguez στου Ψυρρή, το Buñuel Uptempo Bistro στο Κολωνάκι, το Negrita bar στην Μύκονο. Οι περισσότερες από τις τελευταίες του δουλειές χαρακτηρίζονται από λεπτομέρειες που τους προσδίδουν μια αίσθηση προσιτής πολυτέλειας, είναι μπαρ ρετρομαξιμαλιστικά ή απλά γεμισμένα με στοιχεία που εξυπηρετούν μια ιστορία, είναι όλα αφορμώμενα από διαφορετικές εκκινήσεις που όμως θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος μιας θεατρικής σκηνογραφίας.

Δεν έχει σπουδές πάνω στη διακοσμητική, ότι έχει σχεδιάσει είναι ένα πάντρεμα της αισθητικής του με το ζητούμενο των ιδιοκτητών ενός χώρου. Οι εικόνες που έχουν επηρεάσει το γούστο του Άλεξ Πετράκη είναι τα υπεραιωνόβια brown cafes του Άμστερνταμ που μπορεί να μην καπνίζεις πλέον εντός τους αλλά ήταν τα τελευταία προπύργια των καπνιστών, οι τοίχοι τους έχουν πάρει χρώμα απ’ όλα τα τσιγάρα που έχουν ανάψει οι θαμώνες τους. Επίσης, τον γοητεύουν τα early στέκια της Μαδρίτης, εκεί που οι ντόπιοι παραγγέλνουν στεντόρεια cañas και τις πίνουν πάνω στον πάγκο του κρεοπώλη, κάτω από κρεμασμένα κομμάτια jamón. Αλλά και οι πολύβουες παμπ του Λονδίνου.

Juan Rodriguez
Μρίκι στο Παγκράτι
Noel
Upupa Epops
Monsieur Caniballe
Buñuel Uptempo Bistro

Ωστόσο υπάρχει κι ένα άλλο μέρος που έχει επηρεάσει την εικόνα που θέλει να βγάζουν τα μπαρ που διαμορφώνει. «Το μεγάλωμά μας ήταν στη Μύκονο, στο Paradise Beach, γαλουχηθήκαμε σε μια χύμα κατάσταση τη δεκαετία του ‘80. Δούλευα εκεί για δέκα χρόνια με 60 – 70 άτομα απ’ όλο τον κόσμο. Ήμουν στο εστιατόριο, μετά έβαφα, μετά στο σέρβις, μετά κάτι θα κατασκεύαζα. Κάναμε όλοι τα πάντα και μαζεύαμε εικόνες από το τέλος μιας εποχής στο νησί. Αυτό που έμαθα στη Μύκονο εκείνης της περιόδου ήταν ότι φτωχοί, πλούσιοι, δούκισσες, και οι χίπιδες με ένα πεντακοσάρικο στην τσέπη κυκλοφορούσαν όλοι ξυπόλητοι και γινόντουσαν μια παρέα, όπως πρέπει να συμβαίνει και στα μπαρ».

Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς κάνοντας μια βόλτα στο ελληνικό instagram, η φωτογενής διακόσμηση για να συζητηθεί ένα νέο μαγαζί στην πόλη παίζει τον ρόλο της. Όμως ο Άλεξ Πετράκης δεν γνωρίζει αυτό τον σοσιαλμιντιακό κόσμο, δεν μπορείς καν να τον βρεις στο κινητό του, γιατί απλούστατα δεν έχει. «Υπάρχουν τα ωραία μαγαζιά και τα στέκια. Όπως για μένα αυτή η δουλειά δεν είναι ψυχρή έτσι πιστεύω ότι οι “άρχοντες” των μπαρ πρέπει να πιστεύουν στην ιδιαιτερότητα των χώρων που ζητάνε, να μπορούν τους υποστηρίξουν για να πετύχουν και να μείνουν. Εγώ σκέφτομαι ότι σαν πελάτης δεν πρέπει να νιώθεις σφιγμένος μέσα σε αυτά, πρέπει να θες να τριφτείς με τον χώρο, να μην φοβάσαι μην χαλάσεις κάτι. Κι αν η μουσική και οι άνθρωποι που δουλεύουν δεν όπως πρέπει τότε το πιο ονειρεμένο σκηνικό να έχεις φτιάξει δεν θα κρατήσει. Ακόμα κι αν ο κόσμος μπαίνει μέσα και αναφωνεί “ουαου”, αν το μπαρ δεν έχει ψυχή δεν θα πετύχει. Εμείς καλούμαστε στην αρχή,  το τι θα συμβεί από κει και πέρα εξαρτάται από τους άλλους που καθοδηγούν. Αν θέλεις εσύ να κάνεις ένα μπαρ και να βάλεις πλαστικές καρέκλες δεν θα σου πούμε εμείς όχι, αν θέλεις να παίζει σκυλάδικα εμένα δεν με ενοχλεί, αρκεί να το υποστηρίζεις».

Λέει «εμείς» αφού η υπογραφή του σε πολλά από τα παραπάνω μαγαζιά είναι συνδεδεμένη με αυτή της Βίβιαν Δημητρακοπούλου. «Η Βίβιαν είναι η καλλιτέχνης, αναλαμβάνει τις εφαρμογές, ξέρει καλά τα χρώματα, μπορείς να της παραγγείλεις ένα γλυπτό, έναν πίνακα και θα τα φτιάξει. Εσύ μπορεί να ξέρεις να τραβήξεις πέντε γραμμές, αν θέλεις όμως να είναι περίτεχνες θα καλέσεις τη Βίβιαν να το κάνει».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε κάποια από τα μπαρ επιστρέφει για να δει πώς λειτουργεί η φαντασία του σε συνδυασμό με τον κόσμο, άλλα τα αποφεύγει λόγω πολυκοσμίας, στο Juan Rodriguez θα τον συναντήσεις πίσω από το μπαρ ως βοηθό, κάνει και τη λάντζα και τα μαζέματα, πιστεύει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να δουλεύεις μέσα σε ένα μπαρ που έχεις φτιάξει. Ποια είναι η αφετηρία για να γεννηθεί ένας χώρος πλουραλιστικός; «Ρωτάς τους ιδιοκτήτες τι θα ήθελαν να έχουν, εγώ έχω ένα συγκεκριμένο στυλ χωρίς να μιλάω για κάποιου είδους copyright, απλώς θα πρέπει και ο ενδιαφερόμενος να είναι στο κλίμα μου. Ό,τι κι αν μου ζητήσουν, πιστεύω ότι κάποιες κλασικές αξίες δεν πεθαίνουν ποτέ, όπως ένα ξύλινο μπαρ, βαρύ και διαχρονικό. Κάποιοι μπορεί να τα θεωρούν βλακείες αυτά αλλά έτσι είναι. Τη μίνιμαλ αισθητική, τη μοντέρνα, δεν μπορώ να την υποστηρίξω με τίποτα. Θέλω οι χώροι να έχουν στοιχεία, να ανακαλύπτεις τις λεπτομέρειές τους, να μετράς κουκκίδες στους τοίχους και να λες “μα τι είναι αυτό, πώς φτιάχτηκε;”».

«Τη μίνιμαλ αισθητική, τη μοντέρνα, δεν μπορώ να την υποστηρίξω με τίποτα. Θέλω οι χώροι να έχουν στοιχεία, να ανακαλύπτεις τις λεπτομέρειές τους, να μετράς κουκκίδες στους τοίχους και να λες “μα τι είναι αυτό, πώς φτιάχτηκε;”»

Το γεγονός ότι όλα τα μπαρ που φτιάχνει έχουν κάτι το θεατρικό είναι η άποψη που έχει ο ίδιος για τις νυχτερινές εξόδους του. «Πιστεύω ότι όταν περνάς την πόρτα ενός μπαρ πρέπει να ταξιδεύεις, να ζεις σε ένα έργο, να τριπάρεις μέσα σε αυτό. Το αλκοόλ έτσι κι αλλιώς σε χαλαρώνει, οπότε η φαντασία σου πλάθει εικόνες. Η νύχτα από μόνη της είναι μια χρυσόσκονη, είναι φαντεζί, μια κατάσταση που τελειώνει μόλις βγει ο ήλιος και ξυπνήσεις το πρωί αλλά μπορείς να ζήσεις υπέροχα κατά τη διάρκειά της. Άλλο πολύ σημαντικό για ένα μπαρ είναι να σε προδιαθέτει να κοινωνικοποιηθείς, να φλερτάρεις και να ερωτευτείς αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να το έχεις στέκι όσο ωραίο κι αν είναι. Όλη η ιστορία είναι να έχεις μια καλή ζωή και τα τα μπαρ είναι μέρος αυτής».

Πλέον η διαμόρφωση με φαντασία ενός μπαρ έχει μια δυσκολία για τον ίδιο. «Πρέπει να βρεις λύσεις για να βολεύονται όλοι πίσω από αυτό, χρειάζονται εξοπλισμοί που εγώ δεν τους γνώριζα, η γενιά μου έχει μεγαλώσει μέσα στα μπαρ που ήταν τσιμπίδα -παγάκι- χυμός λεμόνι. Αυτό που έκανα πρόσφατα κι ήταν πολύ ωραίο είναι ένα pet shop, το The Creatures στη Μεσογείων, ήταν μια διαφορετική πρόταση γιατί δεν είχα να κάνω με barmen και baristas αλλά έπρεπε να σκεφτώ πώς θα στέκονται μικρά πλάσματα μέσα σ’ αυτό, ήταν ένα τέλειο παραμύθι για μένα».

Στο μπαρ που καθόμαστε οι πατίνες μοιάζουν ατόφια φθαρμένες, για τον Άλεξ Πετράκη οι χώροι που πίνουμε πρέπει να έχουν ατέλειες. «Αν κάτι φαίνεται χρησιμοποιημένο δεν σε ξενίζει, μπορείς να αφεθείς, να το ακουμπήσεις. Το ζητούμενο για μένα είναι να νιώθεις ότι μπορείς να χτυπήσεις οχτάωρο σε ένα μπαρ. Είναι ωραίο πράγμα να μην είναι άψογα τα μαγαζιά, να βγάζουν μια οικειότητα να έχουν ατέλειες που δημιουργεί ο χρόνος και σε κάνουν να αναρωτιέσαι “πώς αυτό το μαγαζί ήταν εδώ τα προηγούμενα πενήντα χρόνια και δεν το είχα δει’” κι ας είναι όλα μέσα του κουτιού στ’ αλήθεια».

Συνηθίζει να σχεδιάζει τα ξημερώματα πάνω σε χαρτοπετσέτες, τα περισσότερα από τα διακοσμητικά στοιχεία που μας περιτριγυρίζουν εκείνη την ώρα στο Juan Rodriguez είναι custom παραγγελίες «είναι δύσκολο να βρεις έτοιμο αυτό που έχεις φανταστεί, πρέπει να ζητήσεις πράγματα από ξυλουργούς κι από σιδεράδες, μετά μπορεί να βρεις ένα κηροπήγιο σε ένα παλαιοπωλείο και να το ταιριάξεις στον χώρο. Σίγουρα δεν μπορώ να βρω τίποτα σε ένα μαγαζί με σύγχρονα έπιπλα. Στα μπαρ δεν είναι ωραίο τα πράγματα να φαίνονται φτηνά, δεν με νοιάζει να γυαλίζει κάτι και από πίσω να είναι κούφιο, με νοιάζει να φαίνεται ακριβό κι αληθινό».

Του έχουν πει για χώρο που έχει σχεδιάσει πως μοιάζει με κάποιον άλλον που είχε αναλάβει, «δεν με ενοχλεί, εγώ είμαι αυτός και κάνω κάτι συγκεκριμένο». Αγαπημένα του υλικά είναι ο σοβάς, το ξύλο, ο μπρούτζος, το γυαλί. Όσο για τα χρώματα «Αναλόγως τη διάθεση αν και μου αρέσουν περισσότερο τα σκούρα, αυτά που βγάζουν τον τελειωμό με την ωραία του έννοια». Υπάρχει κάτι που δεν γίνεται; «Δεν θυμάμαι να μου έχουν ζητήσει κάτι που δεν γίνεται, κι αν δεν γίνει είναι θέμα κοστολογίου».

Τον ρωτάω γιατί απολαμβάνει τόσο πολύ τον μαξιμαλισμό, αν υπάρχουν στιγμές που δυσκολεύεται να ζευγαρώσει φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία. Αναρωτιέται τι εννοώ, έτσι του βγαίνει, του αρέσει να είναι φορτωμένοι οι χώροι με πράγματα αν και στον δικό του προσωπικό χώρο δεν κάνει τίποτα «είναι πιο φλατ πεθαίνεις, έχω τα βασικά μόνο, δεν ασχολούμαι με το σπίτι όπως δεν ακούω μουσική σε αυτό. Όλες μου οι ιδέες είναι για τους χώρους που βγαίνουμε, για τα μπαρ». Επιμένω σχετικά με το ότι πίσω μας έχουμε φαντασμαγορικά πολύχρωμα νέον μαζί με παλιομοδίτικα φώτα, κορνίζες με βάρος, φτέρες και πούπουλα, ένα συντριβάνι. Ο Άλεξ Πετράκης δεν θα μπορούσε ποτέ να βγει σε ένα μαγαζί με λευκά πλακάκια και βιομηχανικούς σωλήνες, είναι ένα υπέροχος μαξιμαλιστής που όμως αγνοεί τη λέξη που του ταιριάζει.

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.