«Ήταν μεγάλη τύχη για μένα -και για ολόκληρο τον κόσμο- που ο Alan Rusbridger ήταν ο διευθυντής της Guardian όταν ισχυρές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αποτρέψουν την εφημερίδα από το να αποκαλύψει ότι είχαν εξαπατήσει και αποδυναμώσει τους πολίτες τους. Ο Alan είναι ένας ατρόμητος υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος, με μία μοναδική καριέρα στη δημοσιογραφία. Το βιβλίο του είναι μία επείγουσα υπενθύμιση ότι υπάρχει ακόμη χώρος για αληθινή δημοσιογραφία – στην πραγματικότητα, οι δημοκρατίες μας εξαρτώνται από αυτή.»
Όπως, πιθανότατα, θα περίμενε κανείς, είναι το τελευταίο σκέλος του σχολίου του Edward Snowden για το βιβλίο Breaking News που τονίζει ξανά και ξανά στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην Popaganda ο συγγραφέας του, και μέχρι πρότινος διευθυντής της Guardian, Alan Rusbridger.
Πρόκειται για έναν παλαιάς, όπως συνηθίζουμε να λέμε για τους ανθρώπους της γενιάς του, κοπής δημοσιογράφο, που πήρε στα χέρια του το τιμόνι της εφημερίδας το 1995 (όταν, όπως γράφει, «μόνο στο 3% των σπιτιών υπήρχε PC και modem») και με τη διορατικότητά του, την πίστη του στην «ανοιχτή δημοσιογραφία» και εκμεταλλευόμενος το συγκριτικό, ιδιοκτησιακό πλεονέκτημα του «μαγαζιού» (ανήκει στο The Scott Trust, ένα ίδρυμα με μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της οικονομικής και δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας της Guardian στο διηνεκές), πέτυχε όχι απλά την επιβίωση σε ένα τοπίο ψηφιακού αποδεκατισμού τόσων και τόσων «παλιών media» (και που ‘σαι ακόμη…), αλλά να μετατρέψει τη Guardian από μία «μικρή βρετανική εφημερίδα με κυκλοφορία 400 χιλιάδων φύλλων, σε έναν διεθνή οργανισμό που διαβάζεται από 100 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο», όπως λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Δηλαδή σε αυτό το παγκόσμιο, με απρόσκοπτο προοδευτικό προσανατολισμό, κραταιό δημοσιογραφικό brand που όλοι ξέρουμε, εν πολλοίς εμπιστευόμαστε και κατά μεγάλη πλειοψηφία -εξαιρουμένων, δηλαδή, των κατά βούληση οικονομικών συνδρομών των μελών, που ευτυχώς αυξάνονται διαρκώς- διαβάζουμε δωρεάν.
Το 2015 παρέδωσε τη σκυτάλη στην Katherine Viner, την πρώτη γυναίκα διευθύντρια της Guardian στα σχεδόν 200 χρόνια της ιστορίας της. «Θα αποχαιρετήσω τους συναδέλφους μου δια ζώσης» έγραψε στο τελευταίο του editorial. «Αλλά σας παρακαλώ, αναγνώστες, δεχθείτε αυτό το σημείωμα ως τον αποχαιρετισμό μου προς εσάς, μαζί με την ευγνωμοσύνη μου για τη στήριξη, τη συμμετοχή, τα αντανακλαστικά και τα επιχειρήματά σας όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω ότι πολλοί από εσάς έχετε γίνει μέλη της Guardian. (…) Εν τέλει, εμείς οι διευθυντές είμαστε απλώς περαστικοί. Όλοι γνωρίζουμε ότι εσείς, οι αναγνώστες, είστε οι αληθινοί φορείς της φλόγας».
Ένα χρόνο νωρίτερα, απονεμήθηκε από κοινού στην Guardian και την Washington Post το βραβείο Pulitzer για τις αποκαλύψεις τους σχετικά με το εύρος των παρακολουθήσεων των τηλεπικοινωνιών από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA) των ΗΠΑ, βάσει των στοιχείων που τους έδωσε ο Edward Snowden. Η επιτροπή εξήγησε ότι έδωσε το βραβείο στις συγκεκριμένες εφημερίδες γιατί βοήθησαν μέσα από το μαχητικό ρεπορτάζ να πυροδοτηθεί μια δημόσια συζήτηση για τις σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους πολίτες σε ό,τι αφορά στην ιδιωτική ζωή και την ασφάλεια.
Αυτό ήταν μόνο ένα από τα οριακής σημασίας ερευνητικά ρεπορτάζ (ανάμεσά τους η διασταυρωμένη δημοσίευση των εγγράφων Wikileaks και η αποκάλυψη του πολύκροτου σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών από τη News of the World του ομίλου Μέρντοχ) που δημοσιεύτηκαν στη Guardian κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς διεύθυνσής της από τον Rusbridger, και μάλλον το πιο λαμπερό παράσημό του. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι η «υπόθεση Snowden» έχει ήδη μεταφερθεί δις στον κινηματογράφο, ως συναρπαστικό και βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ από τη Laura Poitras και ως μέτρια ταινία μυθοπλασίας από τον Oliver Stone, στην οποία ταινία, μάλιστα, ο Rusbridger κάνει μία cameo εμφάνιση.
Κι όμως, ακόμη και μετά από όλα αυτά, ο Alan Rusbridger, που πια παρατηρεί τον «γεμάτο αδρεναλίνη» κόσμο της δημοσιογραφίας από κάποια απόσταση ως διευθυντής του κολεγίου Lady Margaret Hall της Οξφόρδης, επιμένει ότι όσο ήταν επικεφαλής της Guardian, δεν έκαναν όσες αποκαλύψεις θα μπορούσαν να κάνουν.
Γιατί όταν προσπαθείς να είσαι καλός δημοσιογράφος πρέπει πάντα να πιστεύεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα την επόμενη φορά.
Στο βιβλίο σας, Breaking News, γράφετε ότι ήταν αρχές του 2017 όταν οι δημοσιογράφοι συνειδητοποίησαν ότι το καθιερωμένο, μέχρι τότε, μοντέλο της δουλειάς τους είχε διαρραγεί ανεπιστρεπτί, ότι είχε πια αρχίσει να συμβαίνει για τα καλά αυτό που έβλεπαν να έρχεται για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Γιατί λοιπόν κανείς δεν έκανε τίποτα;
Νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο για οποιαδήποτε βιομηχανία να αλλάξει τον εαυτό της τόσο δραστικά όσο χρειάζεται μερικές φορές. Δεν είναι δηλαδή μόνο πρόβλημα της δημοσιογραφίας η αδυναμία της απότομης προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Για να αλλάξεις από τη μια μέρα στην άλλη πρέπει είτε να σε διακατέχει η έμπνευση, είτε ο φόβος. Υποθέτω λοιπόν ότι οι δημοσιογράφοι ούτε εμπνευστήκαμε, ούτε φοβηθήκαμε αρκετά, τουλάχιστον όχι όσο νωρίς θα έπρεπε. Υπάρχει όμως και μία άλλη αιτία: στον «παλιό κόσμο» ήταν πολύ ευχάριστο και προνομιακό το να είσαι δημοσιογράφος. Ήμουν κομμάτι αυτού του «παλιού κόσμου», ξέρω πώς ήταν, δεν υπήρχε κάτι να μη σου αρέσει. Σε αντίθεση με μία βιομηχανία μπισκότων ή με την Kodak, το να είσαι δημοσιογράφος είχε να κάνει με μία αίσθηση ότι επιτελείς ένα θεμελιώδες λειτούργημα για την κοινωνία, άρα στον «παλιό κόσμο» οι δημοσιογράφοι είχαν και ένα σημαντικό κοινωνικό status. Δεν είναι λοιπόν παράλογο το ότι την κρίσιμη στιγμή τους διακατείχε μία άρνηση για το τέλος της επαγγελματικής τους ζωής όπως την ήξεραν μέχρι τότε.
Για τη δική σας περίπτωση όμως μπορεί να πει κανείς ότι αν και κομμάτι αυτού του παλιού, όπως λέτε, κόσμου, ως διευθυντής της Guardian οδηγήσατε την εφημερίδα με επιτυχία στην ψηφιακή της εποχή. Κατά τη διάρκεια της δικής σας θητείας η online αναγνωσιμότητά της έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με “legacy media”, μετά τους New York Times.
Υπήρξα αρκετά τυχερός γιατί ορισμένοι άνθρωποι με εξαιρετικές γνώσεις επί των τεχνολογικών εξελίξεων -δεν εννοώ δημοσιογράφους- με κάποιο μαγικό τρόπο βρέθηκαν στη Guardian. Έμαθα πάρα πολλά από αυτούς. Θέλω να τονίσω όμως το εξής: δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί η σημασία της ιδιοκτησιακής δομής ενός Μέσου Μαζικής Ενημέρωσης. Αν υπάρχουν μέτοχοι που θέλουν να δουν κέρδη, κάτι που είναι σχεδόν αδύνατο σε μία μεταβατική περίοδο, ή αν υπάρχει κάποιος ισχυρογνώμων ιδιοκτήτης, δεν μπορείς να κάνεις τις δημιουργικές συζητήσεις που κάναμε στη Guardian, όπου δεν είχαμε ούτε μετόχους, ούτε ιδιοκτήτη. Ήμασταν λοιπόν τυχεροί γιατί είχαμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε πιο ελεύθερα και δημιουργικά από μερικούς συναδέλφους μου σε άλλες εταιρίες ΜΜΕ.
Οι οποίοι συνάδελφοί σας έπρεπε πρώτα και κύρια να σκεφτούν τον οικονομικό παράγοντα της εξίσωσης;
Αυτό είναι το πρόβλημα. Εκ φύσεως η δημοσιογραφία δεν είναι και η πιο κερδοφόρα βιομηχανία. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι επρόκειτο για ατύχημα το ότι παρέμενε μέχρι πρότινος κερδοφόρα σε πολλές περιπτώσεις. Πρέπει να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα άλλο είδος επιχείρησης. Τώρα πια, και στο μέλλον ακόμη περισσότερο, δεν θα έχει να κάνει τόσο πολύ με το κέρδος, αλλά με μία αίσθηση προσφοράς στην κοινωνία και τη δημοκρατία. Η «αδιαφορία» για το κέρδος, όπως καταλαβαίνεις, πάει κόντρα σε κάθε παραδοσιακή επιχειρηματική λογική.
«Πάντα υπήρχαν καλοί και κακοί, αξιόπιστοι και αναξιόπιστοι δημοσιογράφοι. Παλιότερα, όμως, ο κόσμος δεν είχε επίγνωση του μεγέθους του προβλήματος. Τα social media είναι πολύ αποτελεσματικά στο να εκθέτουν με επιθετικό τρόπο την αναξιοπιστία ορισμένων δημοσιογράφων»
Οι βασικές ιδιοκτησιακές εκδοχές ενός ΜΜΕ και δη μίας εφημερίδας είναι οι εξής: μπορεί να υπάρχει μία οικογένεια, όπως συμβαίνει στους New York Times, ή ένα ίδρυμα, όπως συμβαίνει με τη Guardian, ή ένας μεγάλος επενδυτής σαν τον Jeff Bezos που αγόρασε την Washington Post.
Στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου βρίσκομαι τώρα ως διευθυντής του κολεγίου Lady Margaret Hall, κατά καιρούς γίνονται συνέδρια στα οποία συμμετέχουν δημοσιογράφοι από διάφορα μέρη του κόσμου και όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας. Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα είναι αυτό των συνδρομών. Πρόσφατα γνώρισα μία δημοσιογράφο από μία εφημερίδα της Αργεντινής. Ο πάλαι ποτέ ιδιοκτήτης της ήθελε να την κλείσει. Οι εργαζόμενοι όμως δημιούργησαν έναν αυτοδιαχειριζόμενο συνεταιρισμό και απευθύνθηκαν στους αναγνώστες, ζητώντας τους να τους στηρίξουν για να παραμείνουν ανεξάρτητοι. Τα κατάφεραν. Νομίζω λοιπόν ότι εκτός από τα κλασικά ιδιοκτησιακά μοντέλα που ανέφερες, θα βλέπουμε ολοένα και συχνότερα μερικά πιο ριζοσπαστικά.
Σε αντίθεση με άλλα κραταιά media , η Guardian προσφέρει όλο το online περιεχόμενό της δωρεάν, χωρίς paywall. Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι πήρατε τη σωστή απόφαση;
Νομίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος, αν καταφέρεις να τον υλοποιήσεις. Φυσικά δεν ταιριάζει σε όλα τα media. Αν ήμουν διευθυντής των Financial Times, θα χρέωνα τους αναγνώστες, πολύ απλά γιατί οι αναγνώστες των Financial Times έχουν περισσότερα χρήματα. Δεν λέω ότι όλοι πρέπει να ακολουθήσουν το μοντέλο που επιλέξαμε εμείς. Αλλά πιστεύω ότι σε ένα κόσμο όπου υπάρχει αφθονία αναξιόπιστων πληροφοριών, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν πηγές διασταυρωμένης πληροφόρησης και δημοσιογραφίας διαθέσιμες σε όλους, και όχι μόνο στους πλούσιους ή σε όσους έχουν τα χρήματα, όσο πολλά ή λίγα κι αν είναι, για να πληρώσουν. Διαφορετικά θα δημιουργηθεί ένα σχίσμα και οι καλές πληροφορίες θα φτάνουν μόνο σε όσους θα έχουν αυτή την οικονομική δυνατότητα, ενώ οι κακές θα απευθύνονται σε όλους τους άλλους, κάτι που θα έχει μακροπρόθεσμα ανυπολόγιστες συνέπειες για την κοινωνία. Όταν έφυγα από τη Guardian μου πέρασε από το μυαλό ότι ίσως να πειραματίζονταν με κάποιου είδους paywall. Δεν το έχουν κάνει. Αυτό σημαίνει ότι το μοντέλο λειτουργεί ακόμη. Έχει να κάνει όμως και με τις διαφορές από χώρα σε χώρα. Στη Νότια Αμερική, για παράδειγμα, υπάρχει η αίσθηση ότι ο κόσμος δεν είναι δεκτικός απέναντι στις συνδρομές και το paywall γενικότερα. Στη Σκανδιναβία είναι διαφορετικά τα πράγματα.
Προφανώς δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο σήμερα να εντοπίσει κανείς παραδείγματα κακής δημοσιογραφικής πρακτικής σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Πιστεύετε ότι συμβαίνει πιο συχνά σε σχέση με παλιότερα; Ή απλά είναι πιο εύκολο να μαθευτεί;
Πάντα υπήρχαν καλοί και κακοί, αξιόπιστοι και αναξιόπιστοι δημοσιογράφοι. Παλιότερα, όμως, ο κόσμος δεν είχε επίγνωση του μεγέθους του προβλήματος. Τα social media είναι πολύ αποτελεσματικά στο να εκθέτουν με επιθετικό τρόπο την αναξιοπιστία ορισμένων δημοσιογράφων. Επιπλέον, στο παρελθόν δεν υπήρχαν τόσες εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης. Από τη δική μου εμπειρία μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι στο twitter υπάρχουν άνθρωποι που σε κάποια θέματα είναι πολύ πιο αξιόπιστοι από τους δημοσιογράφους. Είναι, αν θες, και μία νέα πτυχή δημοσιογραφικού ανταγωνισμού που δεν υπήρχε πριν από λίγα χρόνια.
Άρα λοιπόν δεν αναπολείτε, όπως ορισμένοι δημοσιογράφοι της γενιάς σας, την εποχή που τα social media δεν αποτελούσαν έναν τόσο καθοριστικό παράγοντα της δημοσιογραφίας.
Θυμάμαι πολύ καθαρά πώς ήταν παλιά. Υπό μία έννοια ήταν πολύ ωραία. Ήμασταν οι μόνοι που είχαμε τη δυνατότητα διανομής ειδήσεων και δεν μας απασχολούσε η ενδεχόμενη ρητορική μίσους εναντίον μας, που αποτελεί μία σκοτεινή πτυχή των social media την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουν σήμερα οι δημοσιογράφοι. Γενικά, όμως, η κοινωνία, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τη δημοσιογραφία, έχει κερδίσει από όλη αυτή την ιστορία των social media. Όπως προείπα, είναι πάρα πολλά τα παραδείγματα πραγματικά κακής δημοσιογραφίας που δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ την εποχή που δεν υπήρχαν social media. Εν πολλοίς πιστεύω ότι η κοινωνία μακροπρόθεσμα δεν μπορεί παρά να βελτιωθεί εφόσον ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να ακουστούν. Θα είναι φυσικά μία κακοτράχαλη κι επίπονη διαδρομή.
Πιστεύετε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις που θέλουν τα έντυπα Μέσα να αποτελούν σε όχι και τόσο πολλά χρόνια είδος υπό εξαφάνιση;
Πάντα υπέθετα ότι η ποσότητα των έντυπων Μέσων σιγά σιγά θα έφθινε. Στοιχηματίζω ότι καθώς περνάει ο καιρός ολοένα και περισσότερες ημερήσιες εφημερίδες θα γίνουν εβδομαδιαίες -κάτι που έχει ξεκινήσει να συμβαίνει ήδη- ώσπου τελικά να υπάρχουν μόνο ψηφιακά. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα συμβεί κάτι που θα αντιστρέψει αυτή την πορεία. Παραμένει όμως πολύ δύσκολο να προβλέψεις με τι ταχύτητα θα συμβεί όλο αυτό.
Αν η κοινωνία δεν χρειάζεται τις εφημερίδες, αλλά την καλή δημοσιογραφία, το διακύβευμα είναι αν στην άλλη άκρη του τούνελ της συνεχιζόμενης κρίσης των media, ή αν προτιμάτε αυτού του μεταβατικού τους σταδίου, θα υπάρχουν ακόμη Μέσα που θα διαθέτουν τους πόρους ώστε να παραχθεί αμερόληπτη και ακηδεμόνευτη δημοσιογραφία.
Είναι ένα σημαντικό ζήτημα αυτό και δικαίως προκαλεί ανησυχία. Η αίσθησή μου όμως είναι ότι ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό είναι διατεθειμένος να στηρίξει, αν του ζητηθεί, την δημοσιογραφία με διάφορους τρόπους, είτε πληρώνοντας κάποιο paywall είτε με εθελοντική συνδρομή, αλλά θα το κάνει μόνο για εκείνη τη δημοσιογραφία που πιστεύει ότι είναι πολύ καλή. Σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία στη Guardian, δεν νομίζω ότι θα είχαμε τόσες πολλές συνδρομές αν δεν είχαμε ξοδέψει τόσο χρόνο και χρήμα σε ερευνητικά ρεπορτάζ. Η ερευνητική δημοσιογραφία δημιούργησε ένα brand για τη Guardian, έκανε δικαίως τον κόσμο να πιστέψει ότι πρόκειται για κάτι που αξίζει να το υποστηρίξει. Δεν θα είχαμε τόσες πολλές συνδρομές αν είχαμε διαλέξει το δρόμο του clickbait. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό σε ένα δημοσιογραφικό οργανισμό να υπάρχει και ο κατάλληλος άνθρωπος στο πόστο της οικονομικής διαχείρισης, ο οποίος να έχει τη διορατικότητα να καταλάβει ότι προτιμότερα από τα κέρδη της κάθε εβδομάδας, είναι το μεγάλο, μακροπρόθεσμο κέρδος της δημιουργίας ενός αξιόπιστου brand.
Και πώς θα πειστούν οι ακόμη νεότεροι από τους millenials, που θεωρούν αυτονόητη τη δωρεάν κατανάλωση πληροφορίας, ότι η αξιόπιστη δημοσιογραφία είναι, όπως λέτε, ένα σημαντικό κοινωνικό αγαθό για το οποίο αξίζει μερικές φορές να πληρώσει κανείς έστω ένα μικρό αντίτιμο;
Νομίζω ότι η δουλειά πρέπει να ξεκινήσει στα σχολεία. Πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς και να εξηγήσουμε στα παιδιά γιατί έχει σημασία η κοινωνία να μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, το γεγονός από τη φαντασία, την καλή πηγή από την κακή. Αυτό βέβαια είναι κάτι που πρέπει να καταλάβουν οι πάντες και όχι μόνο οι νέοι. Μάλιστα, σύμφωνα με μία μελέτη που έπεσε πρόσφατα στα χέρια μου, το πρόβλημα της διασποράς fake news είναι μεγαλύτερο ανάμεσα σε ανθρώπους άνω των 60, σε αντίθεση με τους νέους που αποκτούν ένα πιο εκλεπτυσμένο αισθητήριο. Ζούμε σε μία περίοδο σεισμικών αλλαγών, όπου η δυνατότητα του καθενός να έχει φωνή και να μοιράζεται πληροφορίες, θα αλλάξει τα πάντα. Μπορούμε να το δούμε αυτό στην περίπτωση του Trump, στο Brexit, σε όλη την Ευρώπη. Αλλάζει, έστω και εμμέσως, ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται αποφάσεις που επηρεάζουν όλο το κοινωνικό σύνολο. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να αντιληφθούν οι πολίτες τη σημασία της παρεμβατικής δημοσιογραφίας.
Μπορείτε να μου δώσετε μερικά παραδείγματα για το τι σημαίνει για ένα δημοσιογραφικό οργανισμό να ανήκει ιδιοκτησιακά σε ένα Ίδρυμα, όπως συμβαίνει με την Guardian και το The Scott Trust, σχετικά με το δημοσιογραφικό προϊόν που παράγεται;
Σημαίνει ότι ως διευθυντής δεν έχεις κανέναν πάνω από το κεφάλι σου να σου λέει ποια γραμμή πρέπει να ακολουθήσεις, οπότε ο πιο θεμελιώδης παράγοντας της δουλειάς σου είναι η σχέση με τους αναγνώστες. Έχεις απόλυτη ελευθερία για να πάρεις αποφάσεις μόνο με τη συντακτική ομάδα, και αυτό αλλάζει τον τρόπο διεύθυνσης, γίνεται με έναν περισσότερο οριζόντιο τρόπο, δεν χρησιμοποιείς μια κάθετη δομή ελέγχου μέσα στην εφημερίδα. Επιπλέον, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι στόχοι κέρδους που έπρεπε να πιάσουμε, ή δεν υπήρχε το άγχος για άμεση κερδοφορία εφόσον είχαμε τη στήριξη ενός ιδρύματος δομημένου για να στηρίζει τη δημοσιογραφία μας, μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε μέσα από ένα πιο μακροπρόθεσμο πρίσμα κάποιες από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όλες οι εφημερίδες. Αυτό δεν σημαίνει ότι είχαμε ανοσία στην ανάγκη να είμαστε βιώσιμοι. Σημαίνει όμως ότι αφετηρία μας δεν ήταν ότι στο τέλος του χρόνου έπρεπε να έχουμε πάση θυσία κέρδη 20%. Αυτή η ανάγκη έχει καταστρέψει πολλές καλές εφημερίδες, γιατί πολύ απλά είναι κάτι ανέφικτο.
Για ποιες επιτυχίες της Guardian τα 20 χρόνια που υπήρξατε διευθυντής της, είστε περισσότερο υπερήφανος;
Νομίζω ότι η υπόθεση Snowden ήταν η πιο σημαντική και πιο δύσκολη αποκάλυψη της εφημερίδας. Γενικά μιλώντας, όταν ήμουν στη Guardian, από εκεί που ήταν μια «μικρή» βρετανική εφημερίδα με κυκλοφορία 400 χιλιάδων φύλλων, μετατράπηκε σε έναν διεθνή οργανισμό που διαβάζεται από 100 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Υπήρξε δηλαδή μία τεράστια αλλαγή τάξης μεγέθους των ανθρώπων που «εκτέθηκαν» σε πολύ καλή liberal δημοσιογραφία, χωρίς να πέσουμε στην παγίδα του clickbait ή του sensationalism. Μπορεί να μεγάλωσε πάρα πολύ ο όγκος του αναγνωστικού μας κοινού αλλά η Guardian παρέμεινε ένας σοβαρός δημοσιογραφικός οργανισμός με υψηλές αρχές δεοντολογίας. Δεν μπορώ να πω ότι όσο ήμουν διευθυντής κάναμε όσες αποκαλύψεις θα μπορούσαμε να κάνουμε -γιατί πάντα μπορείς να κάνεις περισσότερες- ή ότι βρήκαμε τη μαγική συνταγή για να μην έχει το παραμικρό οικονομικό πρόβλημα η εφημερίδα, αλλά είμαι περήφανος που σταθήκαμε στην αιχμή των εξελίξεων και οδηγήσαμε τη Guardian στην επόμενή της μέρα, χωρίς να σταματήσουμε να παράγουμε καλή δημοσιογραφία.
Κατά τη διάρκεια της θητείας σας η Guardian ήρθε αρκετές φορές σε, δικαστική και όχι μόνο, διαμάχη με τις βρετανικές αρχές. Θα λέγατε ότι χρόνο με το χρόνο γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη η δουλειά των δημοσιογράφων, ειδικά στην εποχή που θεωρούνται «εχθροί του λαού», από ανθρώπους σαν τον Ντόναλντ Τραμπ;
Όλες οι μελέτες και οι έρευνες σχετικά με την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας τονίζουν ότι διανύουμε μία ζοφερή περίοδο. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι το εκκρεμές θα γείρει προς την άλλη μεριά και στη θέση του Τραμπ εν ευθέτω χρόνω θα βρεθεί κάποιος που σέβεται τους δημοσιογράφους. Ειδικά στις ΗΠΑ ζουν σε μία σχεδόν μεσαιωνική περίοδο ως προς τη σχέση της εξουσίας με τη δημοσιογραφία. Στην περίπτωση του Τραμπ νομίζω ότι το πιο επικίνδυνο δεν είναι απλά η ευκολία με την οποία αλλάζει την κουβέντα μόνο στην Αμερική, αλλά το πώς διάφοροι ηγέτες ανά τον κόσμο που κινούνται στο ίδιο ιδεολογικό μήκος κύματος με εκείνον, πλέον σκέφτονται ότι αφού είναι εντάξει να μιλάει εκείνος έτσι, γιατί να μην το κάνουν κι εκείνοι; Δημιουργείται κατά κάποιο τρόπο ένα δυσοίωνο ντόμινο.
Όπως φαντάζεστε, δεν γίνεται να τελειώσουμε αυτή τη συνέντευξη χωρίς να σας ρωτήσω για το Brexit. Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί τελικά;
Με κάθε επιφύλαξη, υποψιάζομαι ότι αργά ή γρήγορα θα γίνει κι άλλο δημοψήφισμα, εφόσον δεν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία. Επίσης θεωρώ απίθανο το σενάριο “no deal”. Σε αντίθεση με το να απεθυνθούν οι πολιτικοί και πάλι στο λαό και να ζητήσουν τη βοήθειά του: «Μας είπατε να κάνουμε κάτι, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που μπορούσαμε να βρούμε για να το κάνουμε, αλλά τελικά κανείς δεν θέλει να το κάνει, οπότε τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνουμε τώρα;»
Αυτό σημαίνει ότι οι μέρες των Συντηρητικών στην εξουσία είναι μετρημένες;
Υπό άλλες συνθήκες θα είχαν πέσει ήδη, αλλά οι Εργατικοί είναι τόσο διχασμένοι και οι ίδιοι επί του θέματος, οπότε δεν μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα. Η πλειοψηφία όσων ψήφισαν υπέρ της παραμονής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση νιώθουν, και δικαίως, ότι δεν εκπροσωπούνται ικανοποιητικά ούτε από τους Εργατικούς.
Για είκοσι χρόνια υπήρξατε διευθυντής μιας από τις πιο σημαντικές εφημερίδες στην ιστορία της δημοσιογραφίας. Πείτε μου ειλικρινά, σας λείπει η παλιά σας δουλειά;
Δεν μου λείπει το να πετάγομαι από το κρεβάτι κάθε πρωί έχοντας στο μυαλό μου τα είκοσι πράγματα που πρέπει να κάνω πριν καν φάω πρωινό. Είναι πολύ σκληρή και αγχωτική δουλειά και οι απαιτήσεις για έναν δημοσιογράφο κάθε μέρα που περνάει αυξάνονται. Μου λείπει όμως η συντροφικότητα της δουλειάς. Μου αρέσουν οι δημοσιογράφοι. Τίποτα δεν συγκρίνεται με την αδρεναλίνη που σε πλημμυρίζει όταν αποτελείς μέλος μιας ομάδας που κάνει μια δημοσιογραφική αποκάλυψη.
Τελικά, τουλάχιστον ως προς τη δημοσιογραφία, ποιος από τους δύο στίχους εκείνου του παλιού τραγουδιού του Paul Weller πιστεύετε ότι ισχύει; To κοινό παίρνει αυτό που θέλει; Ή το κοινό θέλει αυτό που παίρνει;
Ω Θεέ μου… Καλώς ή κακώς, νομίζω λίγο και από τα δύο.