Κατά κοινή ομολογία διαθέτει την πιο γοητευτική φωνή του ελληνικού θεάτρου. Κι αυτό από μόνο του είναι μεγάλο προσόν. Αλλά ο Αιμίλιος Χειλάκης δεν επαναπαύεται σε αυτό. Είμαστε κλεισμένοι στην κουζίνα της Popaganda κι επί 90 λεπτά έχω απέναντι μου έναν άνθρωπο με χειμαρρώδη λόγο («ε, ναι μιλάω πολύ»), με άποψη για τα του θεάτρου και όχι μόνο («Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει plan B. Άρα είναι ότι και οι άλλες»), με βαθιά στοχοπροσήλωση στην πορεία του και διάθεση αυτοκριτικής «ήμουν ένας μέτριος ηθοποιός όταν δούλευα με κάμερα».
Αν θέλουμε να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, άλλωστε κάποια στιγμή αναφερθήκαμε και στους «προπονητές της κερκίδας», το ματς ήταν πλούσιο σε φάσεις και η μπάλα δεν σταμάτησε, στιγμή, να κυλά πάνω κάτω στο χορτάρι…
Το 2011 έπαιζες στον Άμλετ υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Θέμη Μουμουλίδη, το 2013 επανήλθες στο Μόνος με τον Άμλετ, όπου υποδύεσαι όλα τα πρόσωπα στο ομότιτλο έργο του Σαίξπηρ και τώρα το παρουσιάζεις ξανά στο θέατρο «Κιβωτός». Πώς εξελίχθηκε μέσα σου ο συγκεκριμένος ρόλος; Ένα λάθος που κάνουμε οι ηθοποιοί, είναι ότι μαθαίνουμε να χτίζουμε τον ρόλο μας. Τα τελευταία 5-6 χρόνια, ίσως και παραπάνω, εγώ παίζω την παράσταση. Δεν φτιάχνω έναν ρόλο. Αυτή η σκέψη, μαζί με τον συνεργάτη μου τον Μανώλη Δούνια –που είναι ένα μαγικό παιδι-, οδήγησε στο να εντάξουμε τον Άμλετ σε μια πιο καθαρή φόρμα. Και τι πιο πρόσφορο ως έδαφος από το να παιχτεί ολόκληρο το έργο από έναν ηθοποιό; Μπήκαμε στη διαδικασία να διασκευάσουμε ένα έργο τεσσάρων ωρών. Κόψαμε, μεταθέσαμε σκηνές, μεταθέσαμε λόγια ρόλων σε άλλους χαρακτήρες πάντα υπηρετώντας τον εξής κανόνα: ένας ηθοποιός παίζει οκτώ ρόλους και μάλιστα σε κάποια σημεία διαλογικούς. Παίζω την Οφηλία που μιλάει με τον Άμλετ, παίζω τον Κλαύδιο που μιλάει με τη Γερτρούδη, σαν ένα παιχνίδι με πολύ ισχυρούς κανόνες. Το Μόνος με τον Άμλετ είναι μια παράσταση που γεννήθηκε από μια ωραία καλλιτεχνική ανάγκη ενός ηθοποιού και πλέον έχει γίνει ένα εξίσου ωραίο ταξίδι.
Το παιχνίδι και η ανάγκη του καλλιτέχνη πώς διαχέεται στο κοινό; Λέγοντας μια πολύ μεγάλη ιστορία. Όλες οι ιστορίες του Σαίξπηρ έχουν δεκάδες πράγματα μέσα αλλά εμείς επιλέξαμε να φωτίσουμε τη μη-πράξη του Άμλετ. Δε θέλω να την πω απραξία, γιατί το μυαλό του φλέγεται. Και στην περίοδο που ζούμε, και ιδού η πολιτική διάσταση του θεάτρου, το να μιλήσεις στον πολίτη για τη μη-πράξη του είναι σημαντικό. Είναι μια παράσταση πολιτική αλλά καθόλου κομματική, που στο τέλος ζητάει από τον θεατή του σήμερα να πράξει. Ο θεατής βλέπει έναν ηθοποιό πάνω στην σκηνή που υποδύεται οκτώ ρόλους, που κάνει τα πάντα μόνος του και λέει στο τέλος στον θεατή «και τώρα ανάλαβε το εσύ, όχι το βάρος όλου του κόσμου αλλά αυτό που σου αναλογεί».
Κατά τη διάρκεια της ημέρας τον ρόλο τον σκέφτεσαι; Αυτούς τους ρόλους επειδή τους διδάσκεσαι και τους αναγιγνώσκεις εκεί γύρω στα 18 σου, στα πρώτα σου χρόνια στη σχολή, με έναν τρόπο έρχονται και κάθονται σαν ίζημα μέσα σου, εδράζονται στα πιο βαθιά μέρη του μυαλού σου. Κάθε φορά που τους προσεγγίζεις κάτι από αυτό το ίζημα κουνιέται και πετάει κομμάτια που ταράζουν τα νερά του μυαλού σου. Κάτι ανακινείται, κάτι που έχει ξεχαστεί ή κάτι που πια το αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά με την πάροδο του χρόνου, αφού άλλωστε ηθοποιός γίνεσαι μετά τα 40 σου.
Γιατί; Είναι μια εμπειρική δουλειά. Όσο καλός τεχνίτης κι αν είσαι, όσο διαβασμένος κι αν είσαι, εκεί γύρω στα 40 αρχίζουν τα ιζήματα να παίρνουν μορφή και να «κάθονται» μέσα σου τα πράγματα. Μπορείς πια να διαλέξεις από το υλικό που έχεις μαζέψει, τις εμπειρίες σου, τα πένθη σου, από τις χαρές σου, από το σύμπαν που λέγεται ζωή μπορείς πια να ανακαλέσεις πράγματα πολύ πιο εύκολα. Επίσης σε αυτά την ηλικία δε σε νοιάζει πλέον να είσαι καλός. Στα νιάτα, μας νοιάζει να είμαστε σωστοί, να έχουμε την αποδοχή, να είμαστε όσο καλύτεροι γίνεται γιατί «θέλω να δουλέψω με τον Λευτέρη Βογιατζή, με τον Μαρμαρινό και πώς αλλιώς θα με πάρουν;». Όλο αυτό προκαλεί άγχος. Τελικά με αυτούς τους ανθρώπους μπορείς να δουλέψεις μόνο όταν μπορέσεις να αντιμετωπίσεις ήρεμα τον εαυτό σου σε σχέση με εκείνους.
Άρα διευρύνεται η παλέτα των συναισθημάτων που μπορείς να επικαλεστείς; Ακριβώς. Ανακαλύπτεις ότι το πένθος δεν είναι πάντα κλάμα. Μπορεί να είναι τα πολλά λόγια, μπορεί να είναι ακόμη και γέλιο. Κι αυτές είναι οι διαφορές που εντοπίζεις στους μεγάλους συγγραφείς.
Η νοσταλγία πια έχει λάβει έναν ρόλο νεράιδας του παραμυθιού. Θεωρείς ότι η επιστροφή θα ήταν η λύση για όλα, ενώ δεν ισχύει. Γι’ αυτό προσπαθώ να μη νοσταλγώ.
Διάβαζες ως παιδί; Διάβαζα λογοτεχνία, ενώ τα τελευταία 10 χρόνια έχω σταματήσει γιατί πλέον διαβάζω θέατρο. Κάποια στιγμή, στις πρώτες τάξεις του Λυκείου, έπεσαν τα ποιήματα του Μπρεχτ στα χέρια μου κι εκεί άλλαξε η ζωή μου.
Τι σκέφτηκες; Επειδή ήμουν πολιτικοποιημένος από μικρό παιδί, βοηθούσε και η δεκαετία του ’80 σε αυτό, ξαφνικά με τον Μπρέχτ συνειδητοποίησα ότι σε λίγα λόγια μπορούν να ειπωθούν τεράστια πράγματα για το σήμερα, για το κάθε σήμερα. Διάβασα έπειτα θέατρο του Μπρεχτ κι έτσι μπήκε το στη ζωή μου το θέατρο. Ένας καλλιτέχνης παραστατικών τεχνών όταν διαβάζει ένα λογοτεχνικό έργο το βλέπει αμέσως να παίζεται κι έτσι πλέον δεν μπορώ να το απολαύσω ως αναγνώστης.
Πού έχεις μεγαλώσει; Πλατεία Αττικής. Ήταν μια σκληρή γειτονιά, όχι όμως με την σκληράδα την τωρινή. Ήταν μια εργατική γειτονιά στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας όπου ίσχυαν κανόνες χωριού. Ξέραμε ο ένας τον άλλον, αυτόν με το οποίον πλακωνόσουν στο ξύλο -επειδή σαν αγόρια παίζαμε μπάλα- με τον ίδιο θα πήγαινες βόλτα το βράδυ. Η αλήθεια είναι ότι στα 46 μου δεν μπορώ να διακρίνω αν ο νόστος μου είναι για το όμορφο ή για την εποχή. Κατά πάσα πιθανότητα ο νόστος έχει να κάνει περισσότερο με την ηλικία, με το πώς θυμάσαι τον εαυτό σου όταν ήσουν μικρός. Αυτή η νοσταλγία, αυτό το άλγος, γιατί πραγματικά σε πονάει, ειδικά σήμερα που τα πράγματα είναι τόσο «καθισμένα». Η νοσταλγία πια έχει λάβει έναν ρόλο νεράιδας του παραμυθιού. Θεωρείς ότι η επιστροφή θα ήταν η λύση για όλα, ενώ δεν ισχύει. Γι’ αυτό προσπαθώ να μη νοσταλγώ.
Γιατί νοσταλγούμε εποχές που δεν έχουμε ζήσει; Είμαστε παιδιά του συλλογικού ασυνείδητου. Την Ελλάδα που νοσταλγούμε, τη γνωρίζουμε μέσα από τα έργα τέχνης. Δηλαδή, άν διαβάσεις τη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα θα νιώσεις μια νοσταλγία για αυτήν την Αθήνα του 1965. Αμα δεις όμως τα Επίκαιρα εκείνης της εποχής θα πεις ευτυχώς που δε ζούσα τότε. Εάν δεις μια ταινία του Κακογιάννη θα πεις «μα τι ωραίες εικόνες», αλλά ταυτοχρόνως τότε υπήρχαν διώξεις, φόβος, αποστασίες, η καταρράκωση της ελπίδας του λαού ότι θα έρθει μια πιο λαϊκή κυβέρνηση.
Αποτυπώνει όμως η τέχνη την εποχή της και τις προσδοκίες της… Ναι. Νομίζω ότι ο μεγαλύτερος μύθος της ανθρωπότητας είναι το Κουτί της Πανδώρας, γιατί στο τέλος βγαίνει ένα μικρό πουλάκι που λέγεται «ελπίδα». Έχει να κάνει με την προσπάθεια, τους κόπους, και την αίσθηση του σύγχρονου ανθρώπου ότι μπορεί να γίνει κάτι. Εάν δεν το είχαμε αυτό θα ήμασταν πραγματικά δυστυχισμένα όντα γιατί μας βασανίζει πολύ η σκέψη μας και δεν πράττουμε.
Γαλουχηθήκαμε ότι είμαστε το καλύτερο έθνος του κόσμου και τα τελευταία έξι χρόνια καταλάβαμε ότι δεν ισχύει. Δεν είμαστε και το χειρότερο βέβαια. Είμαστε απλώς έλλογα έμβια όντα που προσπαθούμε να υπομείνουμε τη ζωή. Αυτή είναι η δυστυχία μας.
Μήπως αυτό είναι κι ένα χαρακτηριστικό μας ως λαός; Δεν νομίζω, δεν είμαστε τίποτα διαφορετικό ως λαός. Απλώς αυτό που μας συμβαίνει είναι ότι είμαστε ένα κράτος 200 ετών που δημιούργησε μια αστική δημοκρατία όταν οι υπόλοιποι την είχαν εδραιώσει πριν δύο αιώνες. Εμείς άλλωστε δεν είχαμε πραγματικά αστούς για να έχουμε αστική δημοκρατία. Ας πούμε ο Μολιέρος στον Ταρτούφο μιλάει για έναν αστό του 1660, ενώ έγινε η Γαλλική Επανάσταση το 1790. Εμείς ξαφνικά βρεθήκαμε δημιουργήσαμε αστική δημοκρατία, δεν τη γεννήσαμε. Ενώ είχαμε λαμπρές στιγμές στην ιστορία μας για την εδραίωσή της όλο κάτι γινόταν, πόλεμος, δικτατορία και έτσι έμεναν στάσιμα τα πράγματα. Γαλουχηθήκαμε ότι είμαστε το καλύτερο έθνος του κόσμου και τα τελευταία έξι χρόνια καταλάβαμε ότι δεν ισχύει. Δεν είμαστε και το χειρότερο βέβαια. Είμαστε απλώς έλλογα έμβια όντα που προσπαθούμε να υπομείνουμε τη ζωή. Αυτή είναι η δυστυχία μας.
Έτσι αντιλαμβάνεσαι τη ζωή; Σαν κάτι μεγαλύτερο από εμάς που μας ξεπερνάει κι ας κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε; Σε μια δύσκολη στιγμή μου γύρισα μέσω του Μόνος με τον Άμλετ στα βασικά. Στο τι είναι η μάσκα, η στίξη, τα μεγάλα έργα. Τώρα είναι η ευκαιρία να γυρίσουμε στα βασικά. Το δικαίωμα στη στέγη και στην τροφή, γέννησε τις μεγάλες πολιτικές θεωρίες του 19ου αιώνα. Επειδή οι αστικές δημοκρατίες δεν λειτούργησαν επιστρέφουμε σιγά σιγά σε φεουδαρχικά συστήματα, θα ‘ρθει κάποια στιγμή κάποιος πολιτικός φιλόσοφος που θα μιλήσει πάλι γι’ αυτά. Δεν μπορεί η Ευρώπη, η μητέρα της Δημοκρατίας, να επανέρχεται σε ένα κλειστών συνόρων φεουδαρχικό σύστημα.
Σκέφτεσαι ποτέ ότι μετά από 20 χρόνια για να δικαιολογήσουμε ότι δεν αντιδράσαμε σε όλο αυτό θα επικαλούμαστε ότι δεν ξέραμε ακριβώς τι γινόταν στην Ειδομένη ή τι ξύλο έτρωγαν οι πρόσφυγες στα σύνορα όπως ισχυρίζονταν οι Γερμανοί για όσα συνέβαιναν στους Εβραίους; Ναι, έτσι θα γίνει. Ξέρεις κι εμείς που παρουσιάζουμε αρχαία τραγωδία κι εσείς που την παρακολουθείτε, δεν έχουμε καταλάβει ότι είμαστε ακόμη μέρος του μύθου. Συνεπώς όταν βλέπουμε τραγωδία δεν βλέπουμε κάτι που είχε συμβεί κάποτε, βλέπουμε κάτι που συμβαίνει ακόμη. Είμαστε και σύγχρονοι, αλλά και πράττουμε όπως τότε. Ανεβάζουμε τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή και ξαναμπαίνει το δίλημμα: Τι προηγείται; Το εθνικό συμφέρον ή η ηθική; Δεν έχει λυθεί ποτέ. Έρχεται ο Σοφοκλής και γράφει αυτό το έργο για να κατανοήσουμε εμείς οι πολίτες τα λάθη που κάναμε. Κι ο ίδιος ο Σοφοκλής καταλάβαινε ότι ήταν μέρος του μύθου.
Συνεπώς είμαστε περιορισμένων δυνατοτήτων; Ναι, απλώς έχουμε πάντα το δικαίωμα να πούμε τη γνώμη μας, να πράξουμε, να συγκρουστούμε, να αγκαλιαστούμε. Αυτό είναι ένα δικαίωμα που δεν μπορείς να το πάρεις από τον άνθρωπο, το θέμα όμως είναι πώς το διαχειρίζεσαι. Αν για παράδειγμα ο μόνος σκοπός σου ως ηθοποιός είναι να γεμίζεις το θέατρο, τότε αυτό δεν λέει τίποτα. Γεμίζεις ένα θέατρο. Ωραία, τι έχεις να τους πεις; Εμένα με ρωτούν «γιατί ασχολείσαι μόνο με τους κλασικούς;». Γιατί εφ’ όσον έχω το βήμα θα πάρω αυτά τα τεράστια κείμενα για να ασχοληθώ. Αφού θα έρθετε να με δείτε γιατί σας αρέσω ως ηθοποιός πρέπει να έχω κάτι σημαντικό να σας πω.
Μπορεί να φωλιάζει διδακτισμός εκεί; Όχι. Άλλο να θέλεις να πεις τη γνώμη σου, κι άλλο να την επιβάλλεις. Δεν μου αρέσουν τα δάκτυλα που κουνιούνται. Ξέρεις αυτό που λένε οι Βρετανοί “don’t point at me” ενέχει μέσα του το «μη μου κάνεις μάθημα». Η τέχνη μας κάνει να αναρωτιόμαστε, να ερευνούμε, να μη θεωρούμε θέσφατο τα πράγματα. Σου γεννιέται ένα ερώτημα, μπορεί να έχει γεννηθεί και σε χιλιάδες άλλους, αλλά για σένα είναι για πρώτη φορά. Ένα ερώτημα που αφορά εσένα, που αφορά το κοινωνικό σύνολο. Αυτό είναι η τέχνη, τίποτα παραπάνω. Ένας πίνακας είναι ένας πίνακας. Το θέμα είναι με τι μάτια θα τον κοιτάξεις.
Στο βάθος των χρόνων η τέχνη σου γεννάει τα ίδια ερωτήματα ή προκύπτουν νέα; Είχα βγάλει ένα ευφυολόγημα κάποτε. Η ερώτηση δεν πρέπει να είναι γιατί έγινες ηθοποιός, αλλά γιατί είσαι ακόμη ηθοποιός στα 40 σου; Γιατί σου δίνει τη δυνατότητα να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα. Ανεβάζεις τους βιορυθμούς σου πάνω στη σκηνή, είναι πολύ υψηλά τα επίπεδα αδρεναλίνης, εκεί πάνω νιώθεις άτρωτος. Είναι μια υψηλή βιολογικά στιγμή που θέλεις να τη ζεις συνεχώς. Αυτός όμως ο εθισμός πρέπει να χρησιμοποιηθεί υπέρ των άλλων. Δεν κάνουμε θέατρο για εμάς. Το σημαντικότερο συστατικό του θεάτρου είναι το κοινό.
Μπήκες πολύ μικρός στην τηλεόραση. Πόσο χρονών ήσουν; Για πρώτη φορά στα 24 με το Στρας και μετά στα 28 με το Η Ζωή Μου Μια Βόλτα της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Ήμουν ένας μέτριος ηθοποιός όταν έκανα κάμερα γιατί δεν είχα κανόνα και το έκανα και δήθεν φυσικά. Ό,τι κάνεις χωρίς κανόνα δεν μπορεί να είναι συγκροτημένο. Βλέποντας τις δουλειές μου στην τηλεόραση και στο σινεμά, σαν αυστηρός κριτής που είμαι, βλέπω έναν άνθρωπο ό,τι να ‘ναι. Δεν θα με έπαιρνα ποτέ σε δουλειά μου.
Ποιο είναι το συστατικό που σε παρακινούσε να πας παραπέρα ως ηθοποιός και σκηνοθέτης; Το ότι ήθελα να συνεργαστώ με συγκεκριμένους ανθρώπους. Ήθελα να δουλέψω με τον Μαρκουλάκη, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Λευτέρη Βογιατζή, την Αθηνά Μαξίμου, τον Καραθάνο, τον Χουβαρδά. Ήθελα με κάποιους να κάνω κάτι. Τα περισσότερα από αυτά ευτυχώς πραγματοποιήθηκαν. Δούλεψα με τον Λευτέρη Βογιατζή και έμαθα ότι ο ηθοποιοί είναι ζώα σπηλαίου που οι καλύτεροι εξ αυτών έχουν ευγένεια και σαβουάρ βιβρ και οι χειρότεροι ακόμη σπάνε πέτρες. Με τον Λευτέρη έμαθα ότι η δουλειά μας είναι πολύ σημαντική, γιατί είναι πολύ, πάρα πολύ σκληρή προκειμένου να γίνει σωστά. Ευτυχώς τα έμαθα στα 25 μου αυτά και είχα τις αντοχές. Ήταν σκληρός άνθρωπος ο Λευτέρης γιατί σου έλεγε: «Κοίτα έτσι έχουν τα πράγματα, εάν δεν μπορείς βρες τρόπο να μπορέσεις, αλλιώς…». Νιώθω τυχερός που μου το έμαθε αυτό. Δούλεψα με τη Ράνια Οικονομίδου και ήμουν ο σκηνοθέτης. Που πάντα έλεγα «τι ηθοποιάρα είναι αυτή» και τώρα ήμουν εγώ αυτός που τις έδινε οδηγίες. Τι μεγάλη χαρά ήταν αυτή! Ήταν από τις ευτυχείς στιγμές. Να σε πιστεύει ένας άνθρωπος που έχεις λατρέψει. Να μια μαγική στιγμή.
Είναι οι μαγικές στιγμές του θεάτρου οι καλύτερες στιγμές της ζωής σου; Όχι. Οι καλύτερες στιγμές της ζωής μου έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους μου. Το θέατρο είναι θνησιγενές. Η πιο μαγική στιγμή είναι όταν έπιασα το χέρι της Αθηνάς, που μου παρέδωσε ο νονός της και την πήρα από το χέρι και παντρευτήκαμε. Αυτή η στιγμή που μου παραδόθηκε η Αθηνά είναι κάτι τεράστιο. Και η επικοινωνία που έχουμε με την Αθηνά στο θέατρο είναι ανυπέρβλητη. Θα αποδώσει αυτό ακριβώς που θα της υποδείξω ως σκηνοθέτης. Ξέρει καλύτερα από εμένα αυτό που θέλω να δείξω. Και το κάνει.
Εκεί που δεν υπάρχει πολιτιστική πολιτική, αλλά μόνο ρεβανσισμός θα γίνουν πολλά λάθη. Ο Φαμπρ ήταν μια ανόητη κίνηση (…) Δεν είναι το Φεστιβάλ ένας χώρος που εμείς περιμένουμε ζήσουμε από αυτόν, αλλά δεν μπορούμε να διωχθούμε από εκεί.
Το καλοκαίρι θα βρίσκεσαι στο Φεστιβάλ Αθηνών με τη Λυσιστράτη του Εθνικού σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού. Είναι νωρίς να συζητήσουμε για την παράσταση, τώρα ξεκινάτε πρόβες. Θέλεις όμως να μου σχολιάσεις όλο αυτό που έγινε φέτος με το Φεστιβάλ; Έλα να ξεκινήσουμε αλλιώς τη συζήτηση: τι θα πει Φεστιβάλ; Ένας χώρος παρουσιάσεως. Ανέκαθεν είχε τη δυνατότητα να παρουσιάζονται οι νέες τάσεις στο αρχαίο δράμα. Αυτό που εμείς λέμε κλασικό ανέβασμα με τον Μινωτή και την Παξινού ήταν μια πρωτοπορία του Μαξ Ράινχαρντ στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ήρθε μετά ο Κουν κι έκανε κάτι καινούριο. Το Φεστιβάλ είναι ένας χώρος εκθέσεων νέων ιδεών και τάσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι με τον Λούκο έδειξαν για πρώτη φορά τις δουλειές τους ο Καραθάνος και η Κιτσοπούλου, οι δύο σπουδαιότεροι σκηνοθέτες της γενιάς τους, κι από εκεί και πέρα πήραν τον δρόμο τους. Επί Λούκου άρχισαν ξαφνικά να έρχονται μεγάλοι θίασοι από το εξωτερικό, ενώ μέχρι τότε έπρεπε να πάμε στο Βερολίνο για να μας ανοίξει το μάτι. Τι πήγε λοιπόν λάθος; Γιατί επιτέλους πρέπει να πούμε τι έγινε, τα γεγονότα.
Δηλαδή; Προφανώς του Γιώργου του ζητήθηκε να είναι πιο ελεγχόμενο το πρόγραμμα. Ο Γιώργος απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν τον ενδιαφέρει. Θα μπορούσε πολύ απλά να λυθεί η συνεργασία, άλλωστε τον Μάρτιο έληγε η θητεία του. Θα μπορούσαν να τον είχαν ενημερώσει ότι δε θα ανανεωθεί η συνεργασία. Γιατί υπήρξε αυτό που εμείς ονομάζουμε σταλινική δίωξη; Έβγαλαν φήμη και οι ίδιοι που την έβγαλαν τον καταδίκασαν χωρίς ποτέ να αποδειχθεί τίποτε. Εκεί που δεν υπάρχει πολιτιστική πολιτική, αλλά μόνο ρεβανσισμός θα γίνουν πολλά λάθη. Ο Φαμπρ ήταν μια ανόητη κίνηση. Προσπαθώντας να φέρουν κάτι εφάμιλλο του Λούκου, ανθρώπου που χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην Ευρώπη, τον αντικατέστησαν με τον Φαμπρ. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο Φαμπρ είναι ένας εξτραβαγκάντ καλλιτέχνης. Δεν τον ρώτησαν καν αν ήθελε να είναι καλλιτεχνικός διευθυντής ή επιμελητής. Ο άνθρωπος curator είναι. Εμείς από το Γενάρη ξέραμε ότι ο Φαμπρ θέλει να έρθει ως curator. Αλλά πού να το πουν αυτό; Είχαν ήδη εκτεθεί.
Εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα; Ναι, ένθεν κακείθεν. Δεν ήταν persona non grata ο Φαμπρ αλλά ο άνθρωπος που διαχειρίζεται την πολιτιστική πολιτική του κράτους και δεν ξέρει τι να κάνει. Δεν είναι το Φεστιβάλ ένας χώρος που εμείς περιμένουμε ζήσουμε από αυτόν, αλλά δεν μπορούμε να διωχθούμε από εκεί. Φτάνουμε τώρα να έχουμε τον Βαγγέλη τον Θεοδωρόπουλο και μακάρι, εύχομαι να έχει τις επαφές στο εξωτερικό ώστε να συνεχίσουν να έρχονται οι μεγάλοι θίασοι. Δεν μπορεί να είναι το Φεστιβάλ μόνο ελληνικό.
Δύσκολο πάντως για φέτος. Τα πράγματα έφτασαν στο αμήν. Αν χαθεί ο διεθνής χαρακτήρας του φεστιβάλ θα χαθεί κάτι που χτιζόταν επί 10 χρόνια. Ωραία, ήθελαν να αλλάξουν τον καλλιτεχνικό διευθυντή αλλά δεν υπήρχε plan B. Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει plan B. Άρα είναι ότι και οι άλλες. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην πολιτιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Τι δουλειά έχουν ο οποιοσδήποτε Ξυδάκης και Μπαλτάς;
Υπήρχαν για σένα υπουργοί Πολιτισμού που ήταν εξαιρέσεις στον κανόνα; Τα τελευταία 25 χρόνια μόνο δύο πρόλαβαν και έκαναν δουλειά. Ο Σταύρος Μπένος, ο οποίος αποδεικνύει με το «Διάζωμα» για τη διάσωση και την ανάδειξη των αρχαίων θεάτρων ότι κάνει θαυμάσια δουλειά. Ο δεύτερος είναι ο Γιώργος Βουλγαράκης που όταν ανέλαβε ρώτησε και έμαθε. Κινούσε τα νήματα. Σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, ο πολιτισμός αναγκαστικά κινείται με όρους αγοράς. Για να έχεις μαικήνα θα πρέπει να του δώσεις επενδυτικούς σκοπούς, και ο Βουλγαράκης έδινε επενδυτικούς σκοπούς σε ιδιώτες. Κατέβαινε συχνά στην Πειραιώς και έβλεπε παραστάσεις. Ο μόνος πολιτικός που έχω δει πραγματικά στον στίβο ήταν ο Βουλγαράκης, γιατί τον Μπένο δεν τον πρόλαβα.
Είπες πριν ότι σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον ο πολιτισμός αναγκαστικά κινείται με όρους αγοράς. Αυτό όμως πώς αφήνει περιθώριο στην πρωτοπορία να αναπτυχθεί και να βρει τον χώρο της; Γι’ αυτό υπάρχει η κρατική μας σκηνή με το Πειραματικό. Τη θέση του μαικήνα, ακόμη και στα χρόνια της κρίσης, την έχει το κράτος. Παλιά την είχε καθαρά, με τις επιχορηγήσεις. Τώρα πάντως υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν με το τίποτα να κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν, για παράδειγμα ο Σίμος Κακάλας που κάνει πειραματικό θέατρο. Πάντα θα συμβαίνουν αυτά.
Είναι ανάγκη να συμβαίνουν. Και δική μας. Κι εμένα φέτος με τον Ταρτούφο μου έλεγαν ότι θα καταστραφείς επειδή είναι φεστιβαλική παράσταση και δε θα πατήσει άνθρωπος. Είπα «όχι, είναι μια παράσταση για τον κόσμο». Και πράγματι ο κόσμος ήρθε. Αν θέλεις να κάνεις κάτι, θα αναλάβεις τη γνώμη σου και θα την πράξεις και θα βρεις τα ευήοκα ώτα.
Ποιος είναι ο ιδανικός θεατής; Ξέρω σίγουρα ποιους θεατές δεν θέλω. Αυτούς που θα χτυπήσει το κινητό τους ή θα το κοιτάνε την ώρα της παράστασης ή θα κάνουν θόρυβο. Μπορεί να ακούγεται ελιτίστικό αυτό που λέω αλλά αφού τους καλώ και εκείνοι μου κάνουν την τιμή και έρχονται πρέπει να τηρήσουμε κάποιους κανόνες, ας είμαστε εκεί να ακούσουμε. Έχω δει ανθρώπους να φεύγουν διακριτικά από παραστάσεις μου, συμβαίνει. Αλλά έχω δει κι άνθρωπο που φεύγει περνώντας επιδεικτικά μπροστά από τη σκηνή.
Και το πιο περίεργο που σου έχουν πει; Κάποιος είχε μου πει: «Εγώ δεν θα τον έκανα έτσι τον Άμλετ». Τον ρώτησα αν είναι συνάδελφος και μου απάντησε ότι είναι τραπεζικός. Ε, του είπα κι εγώ: «Μάλλον δεν πρόκειται να τον κάνετε ποτέ τότε». Τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι άνθρωποι. Είναι όπως οι προπονητές των κερκίδων. Φαντάζεσαι εκεί που παίζεις Αμλετ να πεταχτεί κάποιος από κάτω και να πει δυνατά: «Τι να ζει κανείς ή να μη ζει; Έλα να σου πω εγώ, αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται. Είναι μια θέση υπαρξιακή απέναντι στον θάνατο μπλα μπλα μπλα». Το πιο αστείο το είχα διαβάσει όταν μπήκα μια φορά στο site του Αθηνοράματος, στις κριτικές κοινού. Κάποιος λοιπόν είχε γράψει με κεφαλαία «ΣΚΑΤΑΑΑΑΑΑΑ ΡΕΕΕΕΕΕΕ». Το έσβησαν ως υβριστικό αλλά είχα γελάσει πολύ.