Έχεις μετρήσεις πόσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις έχεις στο mail σου; Θα σου πω την αλήθεια. Όχι, δεν έχω μετρήσει ποτέ πόσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις έχω στο mail μου. Δεν έχει προκύψει ποτέ και η ανάγκη για κάτι τέτοιο. Μπορώ, ωστόσο, να σου πω με βεβαιότητα ότι είναι ακριβώς 1.012 – μια που μόλις με ρώτησες ανακάλυψα και το μαγικό κουμπί που τις μετράει αυτόματα για σένα (και για μένα). Βέβαια, μη σου πω ψέμματα, πάλι δεν βρήκα τον λόγο που τις μετρήσαμε!
Μπορεί να «προωθήσει» κάποιος μια παράσταση που δεν του αρέσει; Με το χέρι στην καρδιά, σου λέω «ναι». Αν η παράσταση έχει όλα εκείνα τα επικοινωνιακά εργαλεία που την καθιστούν «είδηση» και σου επιτρέπουν να κάνεις τη δουλειά σου -για παράδειγμα να παίζουν μερικοί γνωστοί και αγαπητοί ηθοποιοί, να είναι καταξιωμένος ή φέρελπις ο σκηνοθέτης, το θέατρο να έχει καλό όνομα και το έργο να είναι σπουδαίο ή έστω να είναι αναγνωρισμένο ως σπουδαίο και φυσικά να έχεις καλό επικοινωνιακό υλικό στα χέρια σου, όπως ενδιαφέρουσες αισθητικά φωτογραφίες, δελτίο τύπου και τρέιλερ- τότε ναι, μπορείς να προωθήσεις μια παράσταση. Έχεις όλα τα φόντα, πραγματικά, για να το κάνεις και να το κάνεις καλά. Ακόμα και αν τυχαίνει να μην σου αρέσει προσωπικά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, πράγμα το οποίο μπορεί να συμβεί. Επίσης, μεγάλο ρόλο παίζει η εμπιστοσύνη. Αν ο πελάτης – σκηνοθέτης – παραγωγός που σου αναθέτει να φέρεις εις πέρας το έργο της επικοινωνίας σε εμπιστεύεται και σε αφήνει να κάνεις τη δουλειά σου σωστά και ελεύθερα, τότε το κενό που μπορεί να δημιουργείται μέσα σου από το γεγονός ότι προωθείς κάτι που δεν σου αρέσει, καλύπτεται από την ευτυχία του να εργάζεσαι για κάποιον με τον οποίο περνάς καλά και που σε αφήνει να είσαι δημιουργικός ως επαγγελματίας. Και, ναι, φυσικά είναι όλα πολύ πιο ωραία, όταν αυτό που επικοινωνείς είναι και του γούστου σου.
Έχεις κάνει ποτέ κάποιο φοβερό λάθος; Που να ναι τόσο φοβερό που ναι και αστείο μαζί; Έχω κανονίσει τρία επαγγελματικά ραντεβού στο ίδιο μέρος, ένα μικρό καφέ στο κέντρο της Αθήνας, με διαφορά 45 λεπτών. Το πρώτο στις 14.00, το δεύτερο στις 14.45 και το τρίτο στις 15.30. Καθυστερώ φριχτά και φτάνω στο συγκεκριμένο καφέ στις 15.00. Και είναι ήδη και τα τρία ραντεβού μου εκεί. Και κάθονται σε διαφορετικά τραπέζια. Και εγώ ανοίγω την πόρτα. Και μπαίνω μέσα. Δεν θα σου πω τη συνέχεια.
Βλέπω ότι συμμετέχεις και στην προσαρμογή του κειμένου στην παράσταση «Όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα». Δεν είναι λίγο unfair αυτό για τις υπόλοιπες παραστάσεις που συνεργάζεσαι; Θα ήταν unfair αν ήμουν ο καλύτερος στις θεατρικές προσαρμογές. Αλλά φυσικά δεν είμαι! Και τώρα θα σου απαντήσω σοβαρά, γιατί η ερώτηση σου είναι ωραία και προβοκατόρικη. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι να γράφω. Και από τότε που εργάζομαι στο θέατρο, επίσης με θυμάμαι να γράφω. Από το 2003 όταν διασκεύζα Γιαλαμά-Πρετεντέρη για την ομάδα που είχαμε ως φοιτητές στο Πάντειο και αργότερα το 2007 όταν έγραφα τα κείμενα για το πρόγραμμα στον «Καλιγούλα» του Καμύ στο Εθνικό Θέατρο και το «Αίμα που μαράθηκε» του Άκη Δήμου ή πιο μετά για τα προγράμματα των παραστάσεων της Εστέρ Γκονζάλες και του Θοδωρή Αμπαζή, μέχρι το 2008 όπου έκανα τη δραματουργική έρευνα για τις παραστάσεις «Εγκλήματα και Εγκλήματα» του Στρίντμπεργκ και «Rodokanakis Re–discovered» της ομάδας «όχι παίζουμε» και το 2010, όταν έγραφα το προλογικό σημείωμα για το εικαστικό κολάζ που συνόδευε την παράσταση «In Extremis» της Graveyard Café Band, η θέση του δημιουργού και ειδικότερα εκείνου που συγγράφει, είναι ταυτόχρονα κυρίαρχη στη ζωή μου με αυτή του υπεύθυνου επικοινωνίας θεατρικών παραστάσεων. Αυτό που άλλαξε, ίσως, από το 2014, όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε ως συγγραφικό δίδυμο με την Ιόλη Ανδρεάδη στις παραστάσεις που εκείνη σκηνοθετεί, ήταν το γεγονός ότι η παράλληλη αυτή ιδιότητά μου δεν είναι πια στη σκιά. Και ο λόγος που σου έκανα όλη αυτή την αναδρομή είναι για να σου εξηγήσω ότι η δημιουργική μου εμπλοκή σε κάποιες παραστάσεις, είναι τόσο παλιά, που αν αυτό εκλαμβανόταν ως unfair από τις υπόλοιπες τις οποίες επικοινωνώ, σίγουρα θα το γνώριζα. Ωστόσο, ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Απεναντίας, μπορώ να σου ομολογήσω ότι μόνο καλύτερο μπορεί να σε κάνει ως επαγγελματία της επικοινωνίας η εμπλοκή σου με τη καλλιτεχνική δημιουργία. Γιατί μόνο έτσι μπαίνεις πραγματικά στις βαθιές ανάγκες των καλλιτεχνών, στις ουσιαστικές αγωνίες τους, καταλαβαίνοντας τελικά πόσο σημαντικό είναι για έναν δημιουργό που έχει κοπιάσει το κομμάτι της προβολής της δουλειάς του και παύοντας να είσαι διεκπεραιωτικός.
Θα προτιμούσες να συνεργαστείς με τον Όρσον Γουέλς ή τον Λευτέρη Βογιατζή; Με τον Λαρς Φον Τρίερ. Μόνο. Και για Πάντα.
Μπορείς να μας απαντήσεις με κάποια σαφήνεια στο ερώτημα αν υπάρχουν όντως 250 θεατρικές παραστάσεις στην Αθήνα; Και αν ναι, ποιοι πάνε και τις βλέπουν; Με σαφήνεια σου απαντώ ότι ξέχασες να αναφέρεις περίπου χίλιες παραστάσεις. Αυτή τη στιγμή στην Αθήνα παίζονται 1.250 παραστάσεις και όχι 250. Και αυτό είναι αλήθεια. Τώρα μη ρωτάς, αν οι παραστάσεις αυτές διεξάγονται με όρους επαγγελματικούς, αν οι άνθρωποι πληρώνονται, αν οι συνθήκες εργασίας ή τα ωράρια ανήκουν σε μια στοιχειώδη σχέση απασχόλησης, γιατί η απάντηση είναι όχι. Επίσης μη ρωτάς ποιοι πάνε και τις βλέπουν, γιατί και εδώ η ερώτηση κρύβει παγίδες. Από τη μία υπάρχει πράγματι ένα «σφιχτό» θεατρόφιλο target group που κυνηγάει ό,τι θεατρικό συμβαίνει στην πόλη. Από την άλλη, υπάρχει ασφαλώς και ένα διευρυμένο κοινό που δεν έχει μια ακριβή ταυτότητα ως προς τα γούστα του, αλλά το θέατρο αποτελεί μια σταθερή έξοδο του μήνα ή ακόμα και της εβδομάδας – και αυτό είναι πολύ θεμιτό. Ωστόσο, κατά κύριο λόγο, αναγκαστικά η πλειονότητα των 1.250 αυτών παραστάσεων πορεύεται με προσκλήσεις, σε διαγωνισμούς στα Μέσα ή σε συγγενείς και φίλους, με σκοπό να παίζουν όσο γίνεται με περισσότερο κόσμο από κάτω. Γιατί οι παραστάσεις αυτές ουσιαστικά έχουν ως σκοπό, συνειδητά ή μη, να λειτουργήσουν περισσότερο εν είδει showcase/βιογραφικού σημειώματος, δηλαδή με την προσδοκία να τις δει κάποιος «κατάλληλος» (σκηνοθέτης, παραγωγός, καλλιτεχνικός διευθυντής μεγάλου οργανισμού κ.ο.κ.) για το μέλλον τους.
Έχω δει μια παράσταση βαριά, με πολλά νοήματα και 350 σκηνοθετικά ευρήματα. Τελειώνει. Χειροκροτώ. Βρίσκομαι στο κέντρο της πόλης με την ευρύτερη έννοια. Μπορείς, σε παρακαλώ πολύ να μου πεις δύο προτάσεις να πάω να ντερλικώσω στο φαΐ για να ηρεμήσω; Για να βρεις κουζίνα ανοιχτή και νόστιμη τέτοιες ώρες, σίγουρα θα πας κάτω από το Χίλτον, στο Agora Select του φίλου Θύμιου Κουτσούμπα. Αν και διατρέχεις θανάσιμο κίνδυνο να συναντήσεις στο ίδιο μέρος και αυτούς τους οποίους μόλις χειροκρότησες, δε νομίζω να σε ενδιαφέρει και πολύ, ειδικά όταν έρθει μπροστά σου η πικάνια μόσχου για δύο άτομα σε rare ψήσιμο. Μετά θα πας ακριβώς απέναντι, στο CV Distiller, στον αδελφικό φίλο Στέφανο Ψυλλάκη, θα κατέβεις τα σκαλιά για να βρεις το κρυφό κελάρι, και θα παραγγείλεις να πιεις από την εντυπωσιακή του γκάμα ένα σπάνιο γιαπωνέζικο ουίσκι ή κάποιο σκωτσέζικο malt, ζητώντας φυσικά και μια ποικιλία από ελληνικά πικάντικα τυριά – γιατί από ό,τι κατάλαβα πεινάς ακόμα, παραδόξως, πολύ.
Έρχεται το τζίνι και σου λέει έχεις τρεις ευχές για να βελτιώσεις την κατάσταση του αθηναϊκού πολιτισμού; Επειδή τα πραγματικά προβλήματα, τόσο στις τέχνες όσο και στην κοινωνία ευρύτερα, πηγάζουν κατά κύριο λόγο από τις διακρίσεις και τους περιοριμούς που προκαλεί στους ανθρώπους η έμφυλη, φυλετική και ταξική στρωμάτωση, πιστεύω πολύ στον ρόλο του κράτους ως αρωγoύ προς μια ιδανική κοινωνική πραγματικότητα όπου όσοι επιθυμούν και αξίζουν να ασχοληθούν με τις τέχνες και τον πολιτισμό να έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν και να εργαστούν, ξεδιπλώνοντας πραγματικά τα ταλέντα τους ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους προέλευσης, η οποία μπορεί από μόνη της να αδικήσει κάποιους ή να προκρίνει κάποιους άλλους, με κριτήρια που δεν συνάδουν με τις πραγματικές ικανότητες των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό, θα πρότεινα καταρχήν μια Ακαδημία Τεχνών με δωρεάν φοίτηση και αυστηρά κριτήρια εισαγωγής, η οποία θα «βγάζει» συγγραφείς, σκηνοθέτες, μεταφραστές, σκηνογράφους, φωτιστές και πολλά ακόμα σπουδαία επαγγέλματα, τα οποία δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμη «χτίζονται» περισσότερο στο όνομα της «καλλιτεχνίας», του ταλέντου, της εμπειρίας, των γνωριμιών και της κοινωνικής κληρονομικότητας, παρά της Επιστήμης. Στο ίδιο πλαίσιο, θα επιθυμούσα σταθερή επιχορηγήση των θιάσων του ελληνικού θεάτρου με ένα σύστημα δικαιοσύνης και αναγνώρισης των πραγματικών αναγκών και τέλος δωρεάν μετακινήσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς για ανθρώπους που μετακινούνται καθημερινά για να πάνε σε δουλειές στις οποίες εργάζονται χωρίς να πληρώνονται (όπως σκηνοθέτες, ηθοποιοί κοκ).
Καλά, πως και δουλεύεις με Yahoo αντί για gmail; Κοίτα, αυτό είναι δείγμα μιας τάσης που με αντιπροσωπεύει γενικότερα. Εννοώ, η αγάπη προς το οικείο, ανεξαρτήτως αν αυτό βολεύει πραγματικά ή όχι. Το yahoo mail που έχω, είναι ένας λογαριασμός που άνοιξα υπό την πίεση των προϊσταμένων μου το 2005 όταν έκανα την πρακτική μου ως Κοινωνιολόγος στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Μέχρι τότε δεν είχα καν Mail. Έναν χρόνο αργότερα, όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στην επικοινωνία θεατρικών παραστάσεων, διατήρησα αυτόν τον λογαριασμό και για την ανταλλαγής της επαγγελματικής μου αλληλογραφίας, γιατί αυτόν είχα «μάθει», με αυτόν ένιωθά καλά. Ακόμα και χρόνια μετά, όταν πάλι αναγκάστηκα να ανοίξω και έναν δεύτερο λογαριασμό, αυτή τη φορά στο gmail, για να τον λειτουργώ παράλληλα, ποτέ δεν κατάφερα να νιώσω την ίδια ασφάλεια, παρότι είναι προφανώς πιο εύχρηστος σε πολλά ζητήματα. Νομίζω πως όσοι έχουν yahoo και το αγαπάνε ακόμα, θα με καταλάβουν. Το lay out του έχει κάτι από μια δεκαετία πριν, που όλα ήταν κάπως πιο χαρούμενα και φωτεινά, ίσως και λιγότερο «επαγγελματικά» με την καλή έννοια, γεγονός που με κάνει να νιώθω πιο ωραία όταν μπαίνω εκεί. Και αυτό είναι αρκετά σημαντικό για κάποιον που δαπανεί πολλές ώρες του 24ώρου σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, ακόμα και αν αυτό είναι ηλεκτρονικό.