Δεν έχει «κανένα όφελος» το να παραμένει στη φυλακή ο ιδρυτής του WikiLeaks, ο Τζούλιαν Ασάνζ, έκρινε σήμερα ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας, ο Άντονι Αλμπανέζι.
Ο κ. Ασάνζ, αυστραλός υπήκοος, κρατείται στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Μπέλμαρς του Λονδίνου αφότου η βρετανική αστυνομία τον συνέλαβε βγάζοντάς τον βιαίως από την πρεσβεία του Ισημερινού στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τέσσερα χρόνια.
Συνεχίζει τη μαραθώνια δικαστική μάχη για να αποφύγει την έκδοσή του στις ΗΠΑ.
Οι αμερικανικές αρχές κατηγορούν τον Τζούλιαν Ασάνζ, 51 ετών, για «συνωμοσία» μαζί με την Τσέλσι Μάνινγκ, πρώην αναλύτρια του αμερικανικού στρατού, που είχε σκοπό την αποκάλυψη δεκάδων χιλιάδων εμπιστευτικών και απορρήτων διπλωματικών και στρατιωτικών εγγράφων των ΗΠΑ το 2010, κυρίως για τους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Για τον κ. Αλμπανέζι, η παρατεινόμενη φυλάκιση του κ. Ασάνζ είναι «απογοητευτική».
«Νομίζω ότι η υπόθεση του Ασάνζ πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του τι συνέβη, ποιες είναι οι κατηγορίες, του εάν και κατά πόσον το χρονικό διάστημα [της φυλάκισης] που έχει εκτίσει ήδη πρακτικά υπερβαίνει το διάστημα [της ποινής] που θα ήταν δικαιολογημένο να του επιβληθεί εάν αποδεικνυόταν πως οι κατηγορίες σε βάρος του ευσταθούν», είπε ο επικεφαλής της κυβέρνησης της Αυστραλίας στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC.
«Όμως, όταν στην Αυστραλία βλέπουμε (…) πως το πρόσωπο που έδωσε τα έγγραφα [η Τσέλσι Μάνινγκ] είναι ελεύθερο, αφού εξέτισε κάποιο καιρό στη φυλακή (…) συμπεραίνουμε πως εδώ έχουμε διαφορετική μεταχείριση».
Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας πρόσθεσε πως αν και ο ίδιος προσωπικά θεωρεί πως υπήρχαν «ζητήματα» με τη δραστηριότητα του κ. Ασάνζ, «φτάνει πια»: «Δεν έχει κανένα όφελος η συνεχιζόμενη φυλάκισή του».
Ο κ. Ασάνζ κατέφυγε στην πρεσβεία του Ισημερινού τον Απρίλιο του 2019· παρέμεινε αποκλεισμένος εκεί για επτά χρόνια, για να αποφύγει τη σύλληψή του από τις βρετανικές αρχές, που είχαν προχωρήσει στην έκδοση εντάλματος σε βάρος του λόγω κατηγοριών στη Σουηδία για σεξουαλική επίθεση, που αργότερα μπήκαν στο αρχείο. Ο ίδιος διέψευδε τις κατηγορίες, στις οποίες δεν έβλεπε παρά πρόσχημα για την έκδοσή του στη Σουηδία και από εκεί στις ΗΠΑ προκειμένου να δικαστεί για «κατασκοπεία».
Η σύλληψή του από τη βρετανική αστυνομία έγινε αφού η τότε κυβέρνηση του Ισημερινού ανακάλεσε το πολιτικό άσυλο που του είχε δώσει προκάτοχή της.