Tους λόγους της σαρωτικής επέλασης της πυρκαγιάς στη Χαβάη, όπου η ιστορική παραθαλάσσια πόλη στο νησί Μάουι καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και ο απολογισμός των νεκρών έφτανε στους 100 έως χθες Κυριακή (13/8), ανέλυσε μιλώντας στην ΕΡΤ και την εκπομπή «Συνδέσεις» ο Ευθύμιος Λέκκας, καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και διαχείρισης Φυσικών καταστροφών.
«Οι μορφολογικές συνθήκες σε αυτό το εξ ολοκλήρου ηφαιστειακό νησί, αλλά και οι συνθήκες που αναπτύσσεται η χλωρίδα στην επιφάνειά του δρομολογήσουν αυτή τη μεγάλη πυρκαγιά» εξήγησε ο καθηγητής, αναλύοντας το «φαινόμενο της καμινάδας» που αναπτύχθηκε μέσα στις συνεχείς χαραδρώσεις στην επιφάνεια του νησιού.
Όπως ανέλυσε «το μέγεθος της καταστροφής είναι της τάξεως των 80 χιλιομέτρων επί 20 χιλιόμετρα. Αυτές είναι οι διαστάσεις του νησιού. Είναι ένα εξ ολοκλήρου ηφαιστειακό νησί, όπως και τα υπόλοιπα νησιά της Χαβάης. Λόγω της ηφαιστειότητας και λόγω των ηφαιστειακών πετρωμάτων έχουμε να κάνουμε με μια φοβερή βλάστηση στην περιοχή, ένα παραγωγικό νησί τόσο σε κάλυψη από δάσος όσο και σε λειβαδικές εκτάσεις».
«Η Λαχάινα αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο βουνά στερεοποιημένης λάβας – Μόνη διέξοδος η θάλασσα»
«Αυτές οι συνθήκες, οι μορφολογικές αλλά και οι συνθήκες που αναπτύσσεται η χλωρίδα στην επιφάνεια, δρομολογήσαν αυτή τη μεγάλη πυρκαγιά. Η Λαχάινα, η πόλη η οποία έχει τις μεγαλύτερες καταστροφές, αναπτύσσεται μέσα σε δύο ρεύματα λάβας, τα οποία ουσιαστικά ορίζουν μία μορφολογική ταπείνωση μέσα στην οποία αναπτύσσεται η πόλη. Δεξιά και αριστερά δεν μπορεί να διαφύγει κανείς εύκολα, γιατί είναι βουνά λάβας στερεοποιημένης λάβας, άρα εγκλωβίστηκαν μέσα σε αυτή την πεδιάδα, από την οποία δεν υπήρξε διέξοδος παρά μόνο προς την θάλασσα» εξήγησε.
«Κανένας δεν μπορεί να σταματήσει το φαινόμενο της καμινάδας»
Το «φαινόμενο της καμινάδας» είναι αυτό που διαμορφώνει το ηφαιστειακό έδαφος. Δηλαδή οι αλλεπάλληλες ροές λάβας οι οποίες δημιουργούν χαραδρώσεις. Όταν μπει η φωτιά μέσα σε αυτή τη χαράδρα ουσιαστικά αναπτύσσεται, αυτό το φαινόμενο δηλαδή, είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να σταματήσει κανένας, γιατί αφενός είναι δύσβατη περιοχή και αφετέρου είναι σαν να έχουμε ένα τζάκι στο σπίτι και πάει να σβήσει κάποιος τη φωτιά στην καμινάδα».
Ο αριθμός των νεκρών από τις φωτιές στο Μάουι της Χαβάης έφθασε τους 96, ενώ οι συγγενείς των αγνοουμένων ψάχνουν εναγωνίως για ένα σημάδι ότι οι αγαπημένοι τους μπορεί να είναι ακόμα ζωντανοί και οι επιζώντες προσπαθούν να διαχειριστούν το μέγεθος της καταστροφής.
Μερικές ημέρες μετά την κόλαση που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της παραθαλάσσιας πόλης Λαχέινα την περασμένη Τρίτη και Τετάρτη, ομάδες πυροσβεστών συνέχιζαν να προσπαθούν να κατασβέσουν αναζωπυρώσεις ενώ σκύλοι, εκπαιδευμένοι στον εντοπισμό πτωμάτων, ερευνούσαν στα αποκαΐδια της πόλης αναζητώντας θύματα.
Ο απολογισμός των νεκρών — που έδωσαν οι τοπικές αρχές αργά χθες, Κυριακή (τοπική ώρα, σήμερα το πρωί ώρα Ελλάδας)– καθιστά αυτή την πυρκαγιά τη χειρότερη φυσική καταστροφή στη Χαβάη, ξεπερνώντας το τσουνάμι που στοίχισε τη ζωή σε 61 ανθρώπους το 1960, ένα χρόνο αφότου η Χαβάη έγινε αμερικανική πολιτεία. Πρόκειται επίσης για τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων που έχει προκληθεί από πυρκαγιά στις ΗΠΑ από το 1918, όταν 453 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους σε φωτιά στη Μινεσότα και το Ουισκόνσιν, σύμφωνα με στοιχεία από την Εθνική Ένωση Πυροπροστασίας.
Πολλοί από τους επιζώντες παρακολούθησαν την κυριακάτικη λειτουργία σε εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και η 38χρονη Ακανέσι Βάα, που δήλωσε ότι η οικογένειά της εγκλωβίστηκε στην κίνηση ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από τις φλόγες. Η Βάα, ο σύζυγος και τα παιδιά της, ηλικίας 15, 13 και 9 ετών, διέφυγαν πεζή και αναγκάστηκαν να πηδήξουν πάνω από ένα φράκτη για να σωθούν. «Νομίζω ότι πολλοί από εμάς χρειάζονταν να ακούσουν το μήνυμα της σημερινής λειτουργίας», δήλωσε βγαίνοντας από την εκκλησία. «Όλες αυτές οι στάχτες θα μετατραπούν και πάλι σε κάτι όμορφο. Είμαι σίγουρη ότι η Λαχέινα θα ανακάμψει 10 φορές πιο δυνατή».
Οι κάτοικοι έψαχναν σε ανεπίσημους καταλόγους που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο και που περιλαμβάνουν χιλιάδες ονόματα ανθρώπων που έχουν εντοπιστεί, καθώς και αυτών που συνεχίζουν να αγνοούνται.