Η μετα-Ασαντ Συρία προσφέρει χρυσή ευκαιρία στους τζιχαντιστές της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος που είναι πιθανόν ότι θα επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν το χάος για να ανακτήσουν τα εδάφη που κατείχαν και να απελευθερώσουν τους μαχητές που είναι φυλακισμένοι στην κουρδική ζώνη της βορειοανατολικής Συρίας.
Οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους αγαπούν την αβεβαιότητα, τον πόλεμο και τα ξοφλημένα κράτη όσο τίποτε άλλο. Οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, που σήμερα έχουν καθηλωθεί οργανωμένοι σε μικρούς πυρήνες στην έρημο της ανατολικής Συρίας, δεν θα μπορούσαν παρά να βγουν νικητές από μία αποτυχημένη πολιτική μετάβαση στην Συρία, ενδεχόμενο για το οποίο πολλοί ανησυχούν έπειτα από 13 χρόνια εμφυλίου πολέμου.
«Το χάος και η αναρχία θα αποτελέσουν αναπόφευκτα ευλογία για το Ισλαμικό Κράτος, που περιμένει την ώρα του, ανασυγκροτώντας αργά αλλά ασφαλώς τα δίκτυά του σε ολόκληρη την χώρα», προειδοποιεί ο Colin Clarke, επιστημονικός διευθυντής του Soufan Center της Νέας Υόρκης.
Ήδη την Κυριακή, η Ουάσινγκτον προχώρησε σε «δεκάδες αεροπορικές επιδρομές» κατά «περισσότερων των 75 στόχων» των τζιχαντιστών. Δήλωσε με τον τρόπο αυτόν ότι δεν αγνοεί τον κίνδυνο. «Το Ισλαμικό Κράτος θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την περίοδο αυτή για να ανακτήσει τις ικανότητές της και να δημιουργήσει ορμητήρια…Είμαστε αποφασισμένοι αυτό να το εμποδίσουμε», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν.
Στην εβδομαδιαία του εφημερίδα Al-Naba, το Ισλαμικό Κράτος απορρίπτει εκ προοιμίου οποιοδήποτε σχήμα εξουσίας στην Δαμασκό πέραν του δικού του.
Η οργάνωση, κυρίαρχη σε ένα απέραντο χαλιφάτο που εκτεινόταν στην Συρία και το Ιράκ (2014-19), θεωρεί ότι «στόχος των ανταρτών είναι η δημιουργία ενός μη θρησκευτικού και δημοκρατικού κράτους, πολύ μακριά από το σχέδιο του Ισλαμικού Κράτους που βασίζεται στην σαρία», εξηγεί η Laurence Bindner, συνιδρύτρια του JOS Project, μίας πλατφόρμας ανάλυσης του online εξτρεμισμού.
«Εμφανίζεται ως η μόνη βιώσιμη εναλλακτική, που θα επέβαλλε τον σεβασμό των θρησκευτικών αρχών και θα αντιτασσόταν στα ξένα συμφέροντα». Οι τοποθετήσεις των ανταρτών «υπέρ μίας ειρηνικής συνύπαρξης των θρησκευτικών μειονοτήτων είναι αντίθετες με τον ακραίο στόχο των συστηματικών αφορισμών».
Η κεντρική οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους, που συντόνιζε τις θυγατρικές της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, θεωρείται σήμερα σκιά του εαυτού της.
Από το 2019, ο αριθμός των επιθέσεων στην Συρία την ευθύνη για τις οποίες διεκδικεί η οργάνωση έχει μειωθεί (1.055 το 2019, 121 το 2023). Αλλά αυξήθηκε το 2024 (259 ως τα μέσα του Νοεμβρίου), έγραφε την περασμένη εβδομάδα ο αναλυτής Aaron Zelin για το αμερικανικό think-tank Hudson.
«Υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι το Ισλαμικό Κράτος υποβάθμισε την ανάληψη ευθύνης για επιθέσεις στην Συρία για να εμφανισθεί πιο αδύναμο από όσο πραγματικά είναι», παρατηρούσε ο αναλυτής σημειώνοντας ότι η οργάνωση εισπράττει τους φόρους από τον πληθυσμό των εδαφών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του. Οι ικανότητές του να καταφέρει πλήγματα παραμένουν.
«Το Ισλαμικό Κράτος θα επιδιώξει να αποσπάσει όσα περισσότερα εδάφη μπορεί από τους αντάρτες του Χάγιατ Ταχρίρ αλ Σαμ», λέει ο Yoram Schweitzer, βετεράνος των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών, που σήμερα εργάζεται για το Ινστιτούτο Μελετών για τη Εθνική Ασφάλεια (INSS) του Τελ Αβίβ.
Ανεξαρτήτως των σημαντικών διαφορών ανάμεσα στις δύο χώρες, «πρέπει να δει κανείς τι έκανε το Ισλαμικό Κράτος-Χορασάν όταν οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την εξουσία», επιμένει αναφερόμενος στις επιθέσεις της αφγανικής πτέρυγας της τζιχαντιστικής οργάνωσης μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από την Καμπούλ, τον Αύγουστο 2021.
Και αν μία άλλη εξουσία αναλάβει τελικά, το αποτέλεσμα θα είναι απαράλλακτο. «Θα θεωρήσουν όποιον ελέγχει την εξουσία στην Δαμασκό κύριο εχθρό κατά του οποίου οφείλουν να αναλάβουν δράση».
Παράλληλα, το Ισλαμικό Κράτος μπορεί να στραφεί προς μία από τις αχίλλειες πτέρνες του αντιτρομοκρατικού αγώνα: τα υπερκορεσμένα στρατόπεδα κράτησης στην κουρδική ζώνη της Συρίας όπου ζουν στοιβαγμένοι δεκάδες χιλιάδες μαχητές του Ισλαμικού Κράτους με τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Τον Ιανουάριο 2022, η οργάνωση πραγματοποίησε επίθεση κατά της φυλακής του Γουαϊράν στο Χασάκε (βορειοανατολική Συρία), όπου είναι φυλακισμένοι χιλιάδες τζιχαντιστές. Τώρα, δεν μπορεί παρά να έχουν στο στόχαστρο το γιγάντιο στρατόπεδο του Αλ-Χολ. «Είτε θα επιτεθούν εναντίον του είτε θα βοηθήσουν τους κρατούμενους να αποδράσουν», προειδοποιεί ο Yoram Schweitzer.
Τα τελευταία χρόνια, οι Κούρδοι «είχαν δυσκολίες να διαφυλάξουν την τάξη εκεί», επισημαίνει θεωρώντας ότι δεν θα είναι σε θέση να φυλάξουν το στρατόπεδο για πολύ. Ιδίως, αν συνεχισθούν οι επιθέσεις του τουρκικού στρατού που θεωρούν τις κουρδικές δυνάμεις «τρομοκρατικές».
Μακροπρόθεσμα, μέρος της εξίσωσης εξαρτάται από την βούληση ή μη των Ηνωμένων Πολιτειών να διατηρήσουν στην Συρία τις λίγες εκατοντάδες αμερικανούς στρατιώτες που έχουν αναπτυχθεί εκεί για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος και να απαγορεύσουν στην Αγκυρα να πλήττει του Κούρδους της Συρίας.
Ο Colin Clarke υπενθυμίζει ότι, αν και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ παραμένει απρόβλεπτος, ο πόλεμος κατά του Ισλαμικού Κράτους «περιλαμβάνεται στην κληρονομιά της πρώτης του θητείας».
«Δεν νομίζω ότι θα θέλει να ακυρώσει αυτήν την κληρονομιά αποσύροντας τις δυνάμεις του και δίνοντας το πράσινο φως στους Τούρκους». Στην αντίθετη περίπτωση, «το Ισλαμικό Κράτος θα ήταν ο πρώτος ωφελημένος».
Το Κρεμλίνο ανακοίνωσε σήμερα ότι επιθυμεί η κατάσταση στη Συρία «να σταθεροποιηθεί το συντομότερο δυνατό» μετά την πτώση του συμμάχου του, του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ενώ καταδίκασε τα ισραηλινά πλήγματα και την ανάπτυξη του ισραηλινού στρατού κοντά στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν.
«Θα θέλαμε η κατάσταση στη χώρα να σταθεροποιηθεί το συντομότερο δυνατό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ.
Ο Πεσκόφ εκτίμησε ότι τα εκατοντάδες πλήγματα που εξαπέλυσε το Ισραήλ εναντίον στρατηγικών θέσεων στη Συρία και η ανάπτυξη ισραηλινών στρατευμάτων στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ των Υψιπέδων του Γκολάν και της Συρίας «δεν συμβάλλουν καθόλου στη σταθεροποίηση της κατάστασης σε μια ήδη αποσταθεροποιημένη Συρία».
Ο εκπρόσωπος της ρωσικής κυβέρνησης επεσήμανε επίσης ότι η Μόσχα «βρίσκεται σε επαφή» με τις νέες αρχές στη Συρία αναφορικά με την τύχη των δύο ρωσικών στρατιωτικών βάσεων που υπάρχουν στη χώρα: τη ναυτική βάση στην Ταρτούς και το στρατιωτικό αεροδρόμιο στη Χμέιμιμ.
«Διατηρούμε επαφή με αυτούς που ελέγχουν την κατάσταση στη Συρία, είναι απαραίτητο, διότι έχουμε μία βάση εκεί και μια διπλωματική αντιπροσωπεία. Και τα ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας των εγκαταστάσεων αυτών είναι εξαιρετικά σημαντικά», υπογράμμισε ο Πεσκόφ.
Η Ρωσία ήταν, μαζί με το Ιράν, ο βασικός σύμμαχος του Άσαντ και επεμβαίνει στρατιωτικά στη Συρία από το 2015. Ρώσος υψηλόβαθμος αξιωματούχος επιβεβαίωσε χθες, Τρίτη, ότι ο Σύρος πρόεδρος, που ανατράπηκε από τους ακραίους ισλαμιστές αντάρτες, έχει καταφύγει στη Ρωσία.
Σε αυτό το νέο πλαίσιο, ο Πεσκόφ δήλωσε ότι πλέον η Ρωσία θα πρέπει «να βασιστεί στην πραγματικότητα επί του πεδίου» στη Συρία.
Όταν ρωτήθηκε πόσο αποδυνάμωσε την επιρροή της Μόσχας στην περιοχή η πτώση του Άσαντ, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου απάντησε ότι η Ρωσία διατηρεί επαφές με όλες τις χώρες στην περιοχή και θα συνεχίσει να το πράττει.
Ωστόσο ο Πεσκόφ τόνισε ότι προτεραιότητα της Μόσχας παραμένει «η ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία.
«Η ειδική στρατιωτική επιχείρηση αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητα για τη χώρα μας: πρέπει να διασφαλίσουμε τα συμφέροντα μας σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, τα συμφέροντα του ρωσικού λαού μας και θα το κάνουμε», δήλωσε. «Θα επιτευχθούν όλοι οι στόχοι της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», πρόσθεσε.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)