Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έκανε λόγο για πιθανά «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», για τα οποία υπάρχουν «αξιόπιστα τεκμήρια», ιδίως για βασανιστήρια και σεξουαλική βία, σε βάρος μελών της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων, καλώντας τη διεθνή κοινότητα να αναλάβει «επείγουσα δράση», στην πολυαναμενόμενη έκθεσή του για την αυτόνομη περιοχή της Σιντζιάνγκ που δημοσιοποίησε τη νύχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη.
«Το εύρος των αυθαίρετων και μεροληπτικών κρατήσεων μελών των Ουιγούρων και άλλων κυρίως μουσουλμανικών μειονοτήτων (…) μπορεί να σημαίνει πως διαπράχθηκαν διεθνή εγκλήματα, ιδίως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», αναφέρεται στα συμπεράσματα της έκθεσης αυτής, με έκταση κάπου 45 σελίδων.
Η Μισέλ Μπατσελέτ, την τελευταία της ημέρα στην ηγεσία της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τήρησε in extremis την υπόσχεσή της να δώσει τη δημοσιότητα το έγγραφο, που αναρτήθηκε μετά τα μεσάνυχτα στη Γενεύη.
Αν και δεν μοιάζει να περιέχει ιδιαίτερες αποκαλύψεις σε σχέση με όσα ήταν ήδη γνωστά για την κατάσταση στη Σιντζιάνγκ, η έκθεση βάζει τη σφραγίδα του ΟΗΕ στις κατηγορίες σε βάρος των κινεζικών αρχών που διατυπώνονται εδώ και χρόνια, παρ’ όλες τις διαψεύσεις του Πεκίνου.
Για τη δημοσιοποίησή της ασκούνταν μεγάλες έντονες, τόσο από πλευράς αυτών που την επιδίωκαν —ιδίως των ΗΠΑ και ΜΚΟ υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων—, όσο και από πλευράς κινεζικής κυβέρνησης, που χαρακτηρίζει το κείμενο «φάρσα» ενορχηστρωμένη από τους δυτικούς, με την Ουάσινγκτον επικεφαλής.
Στο έγγραφο, ο ΟΗΕ καλεί τη διεθνή κοινότητα να ενεργήσει επειγόντως, μπροστά στις «αξιόπιστες» καταγγελίες περί βασανιστηρίων και σεξουαλικής βίας στη Σιντζιάνγκ.
«Οι καταγγελίες για επανειλημμένες πρακτικές βασανιστηρίων ή κακομεταχείρισης, ειδικά εξαναγκαστικές ιατρικές θεραπείες, όπως και οι καταγγελίες για σεξουαλική βία και βία λόγω του φύλου, μοιάζουν αξιόπιστες», ανέφερε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο κείμενο.
Η έκθεση «ξεγυμνώνει τις μαζικές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων από την Κίνα», σχολίασε η Σόφι Ρίτσαρντσον, διευθύντρια του τμήματος του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW) που είναι αρμόδια για την Κίνα.
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ «πρέπει να αξιοποιήσει την έκθεση αυτή για να αρχίσει εξαντλητική έρευνα για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας της κινεζικής κυβέρνησης», έκρινε η ίδια.
Η Διεθνής Αμνηστία αξίωσε επίσης το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να «δημιουργήσει ανεξάρτητο διεθνή μηχανισμό για να ερευνήσει» τα εγκλήματα στη Σιντζιάνγκ.
«Η έκθεση αυτή ανοίγει τον δρόμο για σοβαρές και απτές ενέργειες των κρατών μελών, των υπηρεσιών του ΟΗΕ και των εταιρειών», ανέφερε με ικανοποίηση ο Ντολκούν Ίσα, πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Ουιγούρων, προσθέτοντας πως «τώρα είναι η ώρα της απόδοσης ευθυνών».
Η Κίνα δεν έκρυψε την οργή της.
Το έγγραφο βασίζεται σε «παραπληροφόρηση και ψεύδη κατασκευασμένα από αντικινεζικές δυνάμεις» με σκοπό να «δυσφημήσει» το Πεκίνο και να διευκολύνει «την ανάμιξη σε εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας», τόνισε ο πρεσβευτής της Κίνας στις υπηρεσίες του ΟΗΕ στη Γενεύη σε σχόλιό του που αποτελεί παράρτημα στην έκθεση.
Από την πλευρά της, η κυρία Μπατσελέτ —που είχε κατηγορηθεί ότι ήταν πολύ συγκαταβατική έναντι του Πεκίνου— αντέτεινε ότι «το να επιδιδόμαστε σε διάλογο και το να προσπαθούμε να καταλάβουμε καλύτερα δεν σημαίνει ότι επιδεικνύουμε ανοχή, ότι αποστρέφουμε το βλέμμα ή ότι κλείνουμε τα μάτια. Ακόμη λιγότερο ότι δεν μπορούμε να μιλάμε ειλικρινά».
Με μια πρώτη ματιά, στο κείμενο του ΟΗΕ δεν εμφανίζεται η λέξη γενοκτονία.
Κατηγορία που προσάπτει στο Πεκίνο η αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και η γαλλική Εθνοσυνέλευση, όπως και οι εθνικές αντιπροσωπείες της Βρετανίας, της Ολλανδίας και του Καναδά.
Η Σιντζιάνγκ και άλλες επαρχίες της Κίνας βίωσαν τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά την περίοδο από το 2009 ως το 2014, επιθέσεις αποδιδόμενες σε ισλαμιστές ή Ουιγούρους αυτονομιστές.
Εδώ και χρόνια, η περιοχή τελεί υπό αυστηρή παρακολούθηση: οι κάμερες είναι παντού, στα κτίρια υπάρχουν συστήματα ασφαλείας, οι ένοπλες δυνάμεις είναι πολύ ορατές, επιβάλλονται περιορισμοί στις εκδόσεις διαβατηρίων.
Δυτικές μελέτες, βασισμένες σε μεταφράσεις κρατικών εγγράφων, σε μαρτυρίες θυμάτων και στατιστικές επαγωγές, κατηγορούν το Πεκίνο πως έκλεισε σε «καταυλισμούς» τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ανθρώπους, κυρίως Ουιγούρους, ότι προχώρησε σε «εξαναγκαστικές» στειρώσεις και αμβλώσεις, ότι επέβαλε «καταναγκαστικά έργα» σε μειονοτικούς.
Ο ΟΗΕ δεν επιβεβαιώνει τον αριθμό αυτό. Σημειώνει ωστόσο πως εγκλείστηκε «μεγάλο ποσοστό» μελών της μειονότητας των Ουιγούρων και άλλων κυρίως μουσουλμανικών μειονοτήτων.
Η Κίνα διαψεύδει τις κατηγορίες. Διαβεβαιώνει ότι οι «καταυλισμοί» ήταν στην πραγματικότητα «κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης», προορισμένα να απομακρύνουν τους κατοίκους από τον θρησκευτικό εξτρεμισμό και έχουν πλέον κλείσει.
Μιλώντας προτού δημοσιοποιηθεί το κείμενο, ο πρεσβευτής της Κίνας στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη Τζανγκ Τζουν επισήμανε ότι το Πεκίνο αντιτάχθηκε επανειλημμένα στο περιεχόμενό του και ότι η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν πρέπει να αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας του.
«Ξέρουμε όλοι (…) ότι το λεγόμενο ζήτημα της Σιντζιάνγκ είναι εντελώς κατασκευασμένο ψέμα με πολιτικά κίνητρα και με σκοπό την υπονόμευση της σταθερότητας της Κίνας και την παρεμπόδιση της ανάπτυξης της Κίνας», υποστήριξε ο κ. Τζανγκ μιλώντας σε δημοσιογράφους χθες. «Δεν νομίζουμε ότι θα φέρει τίποτε καλό σε κανέναν, απλά θα υπονομεύσει τη συνεργασία μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών κι ενός κράτους μέλους», προειδοποίησε.
Η Μισέλ Μπατσελέτ διαπραγματευόταν επί μήνες με το Πεκίνο για την επίσκεψη που έκανε νωρίτερα φέτος στη Σιντζιάνγκ. Δεν επέκρινε τις κινεζικές αρχές στην επίσκεψη, για την οποία επικρίθηκε από ΜΚΟ. Απέρριψε τις επικρίσεις, επιχειρηματολογώντας πως εξασφάλισε ανεμπόδιστη πρόσβαση.
«Ειλικρινά, το ότι τη δημοσιοποιεί καθώς φεύγει υποβαθμίζει την έκθεση», δήλωσε ο Κένεθ Ροθ του HRW. «Δεν κάνει τίποτα γι’ αυτή, την πετάει στο καλάθι των αχρήστων και εγκαταλείπει το αξίωμα», πρόσθεσε.
Η κυρία Μπατσελέτ, 70 ετών, ανέλαβε την ηγεσία της Ύπατης Αρμοστείας το 2018. Δεν επιδίωξε να παραμείνει στο αξίωμα για δεύτερη θητεία. Η πρώην πρόεδρος της Χιλής σκοπεύει να επιστρέψει στην πατρίδα της, να συνταξιοδοτηθεί από την πολιτική.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, ο Αντόνιο Γκουτέρες, δεν έχει επιλέξει ακόμη τον ή τη διάδοχό της.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)