Το βραζιλιάνικο Ανώτατο Εκλογοδικείο (TSE) ανακοίνωσε χθες Τρίτη ότι αποφάσισε να επιβληθεί απαγόρευση της οπλοφορίας στα εκλογικά τμήματα στις προεδρικές εκλογές της 2ης Οκτωβρίου.
Θα απαγορεύεται η οπλοφορία μέσα σε εκλογικά τμήματα και σε ακτίνα 100 μέτρων γύρω από αυτά 48 ώρες πριν αρχίσει η διαδικασία και ως και 24 ώρες αργότερα, εξαιρουμένων μόνο μελών των δυνάμεων επιβολής της τάξης, διευκρίνισε το δικαστήριο.
Το μέτρο αυτό, που έλαβε ομόφωνα το TSE, θα εφαρμοστεί επίσης σε περίπτωση που διεξαχθεί δεύτερος γύρος, την 30ή Οκτωβρίου.
Ο δικαστής Χικάρντου Λεβαντόφσκι δικαιολόγησε το μέτρο επικαλούμενος την ατμόσφαιρα πολιτικής πόλωσης και «σύγκρουσης» και τη μεγάλη αύξηση των αδειών οπλοφορίας.
Υπενθύμισε εξάλλου ότι τόσο ο ακροδεξιός απερχόμενος πρόεδρος Ζαΐχ Μπολσονάρου, όσο και ο κεντροαριστερός αντίπαλός του, ο πρώην αρχηγός του κράτους Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα, δέχθηκαν απειλές τις τελευταίες εβδομάδες. Και οι δύο εμφανίστηκαν φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα σε προεκλογικές συγκεντρώσεις τους.
«Η ιδέα πίσω από την απαγόρευση είναι να προστατευθεί η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από οποιαδήποτε απειλή», εξήγησε ο δικαστής, ο οποίος μίλησε για κίνδυνο επεισοδίων παρόμοιων με την εισβολή στο ομοσπονδιακό Καπιτώλιο των ΗΠΑ την 6η Ιανουαρίου 2021.
Το 2018, τη χρονιά που κέρδισε τις εκλογές, ο κ. Μπολσονάρου είχε υποστεί επίθεση με μαχαίρι κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης και είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο Datafolha, ο Λούλα προηγείται στην κούρσα με το 47% των προθέσεων ψήφου, έναντι 32% του Ζαΐχ Μπολσονάρου. Άλλες δημοσκοπήσεις φέρουν τον Λούλα να έχει μικρότερο προβάδισμα.
Η ασφάλεια των υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στις βραζιλιάνικες αρχές.
Στις αρχές Ιουλίου, μέλος του Κόμματος Εργαζομένων (PT) του Λούλα δολοφονήθηκε ενώ γιόρταζε τα πεντηκοστά του γενέθλια από αστυνομικό, οπαδό του κ. Μπολσονάρου, στη Φος ντο Ιγκουασού (νότια).
Την περασμένη εβδομάδα, το TSE έδωσε εντολή οι ψηφοφόροι να αφήνουν τα κινητά τους τηλέφωνα στους εκλογικούς αντιπροσώπους προτού πάνε να ψηφίσουν, ώστε να υπάρχουν εγγυήσεις για την «εμπιστευτικότητα» της ψηφοφορίας και για την αποφυγή «εξαναγκασμών».