Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες κατηγόρησε σήμερα το Ισραήλ για διάδοση παραπληροφόρησης γι ‘αυτόν κατά τη διάρκεια των οκτώ και πλέον μηνών πολέμου μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
«Έχω ακούσει πάμπολες φορές την ίδια πηγή να λέει ότι ποτέ δεν έχω προβεί σε επιθετικές δηλώσεις κατά της Χαμάς, ότι ποτέ δεν καταδίκασα τη Χαμάς, ότι είμαι υποστηρικτής της Χαμάς», είπε ο Γκουτέρες σε συνέντευξη Τύπου αναφορικά με την εγκυρότητα των πληροφοριών, χωρίς να κατονομάσει το Ισραήλ.
«Έχω καταδικάσει τη Χαμάς 102 φορές, 51 από αυτές σε επίσημες ομιλίες, οι άλλες σε διαφορετικά φόρουμ», είπε. «Η αλήθεια, στο τέλος, πάντα κερδίζει».
Ο πρεσβευτής του Ισραήλ στον ΟΗΕ Γκιλάντ Ερντάν τόνισε ότι οι καταδίκες του Γκουτέρες είναι «κούφια λόγια σε σύγκριση με τις ενέργειές του».
«Ο μοναδικός του στόχος είναι να βοηθήσει τη Χαμάς να επιβιώσει από αυτόν τον πόλεμο. Θεωρούμε ελεεινό το γεγονός ότι ο Γενικός Γραμματέας αρνείται να τηρήσει τα πρότυπα του ΟΗΕ και παρουσιάζει μια στρεβλή εικόνα των γεγονότων στο πεδίο», ανέφερε ο Ερντάν, προσθέτοντας «ο Αντόνιο Γκουτέρες είναι ένας συνεργός του τρόμου και πρέπει να παραιτηθεί σήμερα».
Οι σχέσεις μεταξύ τω Ηνωμένων Εθνών και Ισραήλ ήταν επί μακρόν τεταμένες και έχουν επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς.
Το Ισραήλ έχει κατηγορεί τον ΟΗΕ για μεροληψία εναντίον του και το προσωπικό του ΟΗΕ για συνεργασία με τη Χαμάς και άλλους μαχητές.
Ο ΟΗΕ ερευνά ορισμένες από τις κατηγορίες, αλλά έχει διευκρινίσει ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει λάβει ακόμη αποδεικτικά στοιχεία από το Ισραήλ.
Δεκάδες Ισραηλινοί κατέθεσαν χθες ομαδική αγωγή κατά της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA), κατηγορώντας την ότι βοήθησε και υπέθαλψε την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου.
Σε μια μήνυση που κατατέθηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ στο Μανχάταν, οι ενάγοντες καταγγέλλουν ότι η UNRWA πέρασε πάνω από μια δεκαετία βοηθώντας τη Χαμάς να χτίσει αυτό που αποκάλεσαν «υποδομές τρομοκρατίας» και προσωπικό αναγκαίο για την επίθεση.
Οι ενάγοντες ζητούν απροσδιόριστου ύψους αποζημίωση για αυτό που ισχυρίζονται ότι ήταν η «βοήθεια και υπόθαλψη της UNRWA στη γενοκτονία της Χαμάς, στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και στα βασανιστήρια» , τα οποία, όπως είπαν, παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τον ομοσπονδιακό νόμο περί προστασίας θυμάτων βασανιστηρίων.
Η UNRWA αρνήθηκε να σχολιάσει, λέγοντας ότι δεν έχει ακόμη δεν της έχει επιδοθεί η αγωγή.
Η υπηρεσία του ΟΗΕ έχει δηλώνει ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις κατηγορίες για ανάρμοστη συμπεριφορά προσωπικού και απέλυσε 10 μέλη της που κατηγορήθηκαν από το Ισραήλ για συμμετοχή στην επίθεση. Άλλοι δύο πέθαναν, έχει αναφέρει.
Ο επικεφαλής της UNRWA Φιλίπ Λαζαρινί και αρκετοί νυν και πρώην αξιωματούχοι της υπηρεσίας είναι ανάμεσα στους κατηγορούμενους στην ομαδική αγωγή.
Στους ενάγοντες περιλαμβάνονται 101 άτομα που επέζησαν από την επίθεση ή είχαν συγγενείς που σκοτώθηκαν σε αυτήν.
Ενώ πολλές από τις κατηγορίες τους έχουν διατυπωθεί από την κυβέρνηση του Ισραήλ, οι ενάγοντες επιδιώκουν να θεωρηθεί η UNRWA υπεύθυνη για φερόμενη διοχέτευση άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων από ένα λογαριασμό σε τράπεζα του Μανχάταν προς όφελος της Χαμάς, μεταξύ άλλων για όπλα, εκρηκτικά και πυρομαχικά.
Οι ενάγοντες κατηγορούν την UNRWA ότι παρείχε «ασφαλές καταφύγιο» στη Χαμάς στις εγκαταστάσεις της και ότι επέτρεψε τα σχολεία της να χρησιμοποιούν εγκεκριμένα από τη Χαμάς εγχειρίδια για να κατηχήσουν τους Παλαιστίνιους μαθητές για να υποστηρίξουν τη βία και το μίσος προς τους Εβραίους και το Ισραήλ.
Αναφέρουν επίσης ότι η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν «προβλέψιμη» για τους κατηγορούμενους, ανεξάρτητα από το αν γνώριζαν τις λεπτομέρειες.
«Μιλάμε για ανθρώπους που σκοτώθηκαν, έχασαν μέλη της οικογένειάς τους και έχασαν σπίτια», είπε σε συνέντευξή του ο Έιβερι Σάμετ, ένας από τους δικηγόρους των εναγόντων.
Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τους μαχητές της Χαμάς σκότωσε 1.200 ανθρώπους, ενώ άλλοι περίπου 250 άνθρωποι απήχθησαν, σύμφωνα με τους ισραηλινούς απολογισμούς.
Περισσότεροι από 37.000 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί από τότε στην επίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, δήλωσαν αξιωματούχοι υγείας στον θύλακα που διοικείται από τη Χαμάς.
Πολλές χώρες πάγωσαν τη χρηματοδότηση προς την UNRWA έπειτα από τις κατηγορίες του Ισραήλ ότι προσωπικό της συμμετείχε στην επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου που προκάλεσε τον πόλεμο στη Γάζα. Οι περισσότεροι δωρητές έχουν έκτοτε ξεκινήσει εκ νέου τη χρηματοδότηση.
Τον Απρίλιο, η Νορβηγία κάλεσε τους διεθνείς δωρητές να επαναφέρουν τη χρηματοδότηση στην UNRWA, αφού μια ανεξάρτητη έρευνα που εξουσιοδοτήθηκε από τον ΟΗΕ διαπίστωσε ότι το Ισραήλ δεν είχε παράσχει στοιχεία που να υποστηρίζουν τις κατηγορίες του ότι εκατοντάδες μέλη του προσωπικού της UNRWA ήταν μέλη τρομοκρατικών ομάδων.
Νωρίτερα σήμερα σε δηλώσεις του ο Λαζαρινί κάλεσε τους εταίρους της υπηρεσιών να αγωνιστούν κατά των προσπαθειών του Ισραήλ να διαλυθεί η UNRWA.
«To Ισραήλ είναι εδώ και καιρό επικριτικό απέναντι στην εντολή της υπηρεσίας. Αλλά τώρα θέλει να τερματιστεί η λειτουργία της, απορρίπτοντας την οργάνωση ως μια οντότητα των Ηνωμένων Εθνών που υποστηρίζεται από μια συντριπτική πλειονότητα των χωρών μελών”, δήλωσε σήμερα ο επικεφαλής της οργάνωσης Φιλίπ Λαζαρινί σε συνάντηση της συμβουλευτικής επιτροπής της στη Γενεύη.
«Αν δεν αποκρούσουμε (σ.σ τις προσπάθειες του Ισραήλ) θα ακολουθήσουν άλλες οντότητες των Ηνωμένων Εθνών και διεθνείς οργανισμοί, γεγονός που θα υπονομεύσει ακόμη περισσότερο το πολυμερές σύστημά μας», είπε.
Όπως πρόσθεσε, η υπηρεσία υφίσταται μια «ενοχρηστρωμένη προσπάθεια» διάλυσής της, περιλαμβανομένων νομοθετικών πρωτοβουλιών που την απειλούν με έξωση από τις εγκαταστάσεις της και επιδιώκουν να την χαρακτηρίσουν τρομοκρατική οργάνωση.
Ο Λαζαρινί είπε ότι η UNRWA ακόμη δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για να εκπληρώσει την αποστολή της.
Η UNRWA ιδρύθηκε το 1949 έπειτα από τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο και παρέχει υπηρεσίες όπως εκπαίδευση, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα, στη Δυτική Οχθη, στην Ιορδανία, στη Συρία και στον Λίβανο.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)