Η Ειδική Εισηγήτρια για τη βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών, Reem Alsalem, υπέβαλε στις 13 Απριλίου 2023 έκθεση στο Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία καταδικάζει τη χρήση της ψευδοεπιστημονικής έννοιας της «γονεϊκής αποξένωσης», και συναφών εννοιών, σε δικαστικές υποθέσεις για την επιμέλεια, καταδεικνύοντας τους κινδύνους που αυτή επιφέρει ως προς την προστασία των ανήλικων θυμάτων και των μητέρων τους, ιδίως σε περιπτώσεις που υπάρχουν καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική κακοποίηση.
Η Ειδική Εισηγήτρια, μαζί με τα άλλα μέλη της Πλατφόρμας Μηχανισμών Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων για την Εξάλειψη των Διακρίσεων και της Βίας κατά των Γυναικών, εκφράζει έντονη ανησυχία για το ότι οι δικαστικές αρχές συστηματικά αγνοούν το ιστορικό και τις καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης κατά τη λήψη αποφάσεων για την επιμέλεια των παιδιών, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι ίδιες οι μητέρες ή/και τα ίδια τα παιδιά έχουν προβάλει αξιόπιστους ισχυρισμούς για σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση. Σε αρκετές χώρες οι δικαστικές αρχές αντιμετωπίζουν τα θύματα με δυσπιστία και κρίνουν τους ισχυρισμούς των παιδιών για κακοποίηση ως προϊόν υποβολής, δηλαδή, ως σκόπιμη προσπάθεια των μητέρων να χειραγωγήσουν τα παιδιά τους και να τα χωρίσουν από τους πατέρες τους. Αυτή η υποτιθέμενη προσπάθεια χειραγώγησης του παιδιού από τον γονέα συχνά αποκαλείται “γονεϊκή αποξένωση”.
Για την προετοιμασία της έκθεσης, η Ειδική Εισηγήτρια ζήτησε την συμμετοχή των Κρατών Μελών, διεθνών και περιφερειακών οργανισμών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ακαδημαϊκών φορέων και θυμάτων, και πραγματοποίησε σειρά διαδικτυακών διαβουλεύσεων με ενδιαφερόμενους φορείς και εμπειρογνώμονες/νισσες. Η Ειδική Εισηγήτρια έλαβε πάνω από χίλιες υποβληθείσες αναφορές, εκ των οποίων μεγάλος αριθμός ήταν αντιγραμμένες ατομικές αναφορές, κυρίως από οργανώσεις για τα δικαιώματα των πατέρων.
Γράφει, για παράδειγμα, μέσα στην αναφορά:
Η ενδοοικογενειακή βία είναι μια από τις σοβαρότερες και πιο διαδεδομένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως όσον αφορά γυναίκες και κορίτσια. Αν και οι άνδρες μπορούν επίσης να πέσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, οι γυναίκες διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο και η δυναμική της κακοποίησης διαφέρει στους άνδρες.
Δεδομένης της συχνότητας της ενδοοικογενειακής βίας στις συντροφικές σχέσεις, ο χωρισμός από τον δράστη μπορεί επίσης να είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη περίοδος για το θύμα. Οι ισχυρισμοί για ενδοοικογενειακή βία τείνουν να μην ελέγχονται επαρκώς από τα δικαστήρια και να προκαλούν προβληματικές υποθέσεις, για παράδειγμα ότι η βία προκαλεί μικρή βλάβη στη μητέρα ή το παιδί και ότι παύει με τον χωρισμό. Οι δικαστές, επίσης, που τείνουν να θέτουν σε προτεραιότητα και να επιτρέπουν την επικοινωνία με τους πατέρες, έχουν εσφαλμένη κατανόηση σχετικά με τις συνέπειες της ενδοοικογενειακής βίας και τις επιπτώσεις της στα παιδιά και τις υποτιμούν. Με αυτόν τον τρόπο, οι δικαστές αποτυγχάνουν στο καθήκον τους να προστατεύσουν τα παιδιά από τη βία, δίνοντας σε κακοποιητικούς πατέρες πρόσβαση στα παιδιά τους χωρίς επίβλεψη, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων όπου οι δικαστές έχουν διαπιστώσει ότι έχει ασκηθεί σωματική και/ή σεξουαλική βία.
Όταν οι δικαστές αναγνωρίζουν την ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας, μπορεί να τη θεωρήσουν περασμένο γεγονός, υποθέτοντας ότι ανήκει στο παρελθόν. Έρευνες και οι αναφορές που ελήφθησαν δείχνουν ότι οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας μπορεί επίσης να χρησιμοποιούν καταχρηστικά τις διαδικασίες οικογενειακού δικαίου για να συνεχίσουν να ασκούν βία στα θύματα τους, με αποτέλεσμα τον δευτερογενή τραυματισμό τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η γονεϊκή αποξένωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια χρήσιμη τακτική. Μια εμπειρική ανάλυση των υποθέσεων γονεϊκής αποξένωσης στον Καναδά που διεξήχθη το 2018 διαπίστωσε ότι από τις 357 περιπτώσεις, το 41,5% αφορούσαν ισχυρισμούς ενδοοικογενειακής κακοποίησης ή κακοποίησης παιδιού, εκ των οποίων το 76,8% περιελάμβαναν ισχυρισμούς αποξένωσης που υποστηρίζονταν από τον φερόμενο ως δράστη. Σε άλλη μελέτη, η γονεϊκή αποξένωση αναφέρθηκε και στις 20 περιπτώσεις που μελετήθηκαν στο πλαίσιο καταναγκαστικού ελέγχου και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και ακόμα και και όταν δεν χρησιμοποιούνταν ρητά, οι υποκείμενες ιδέες εξακολουθούσαν να είναι παρούσες.
Η χρήση της γονεϊκής αποξένωσης είναι ιδιαίτερα έμφυλη και χρησιμοποιείται συχνά εναντίον των μητέρων. Μια μελέτη στη Βραζιλία διαπίστωσε ότι οι γυναίκες κατηγορούνταν για γονεϊκή αποξένωση στο 66% των περιπτώσεων, σε αντίθεση με το 17% των περιπτώσεων όπου κατηγορήθηκε άνδρας και ότι οι άνδρες προέβαιναν σε περισσότερες αβάσιμες κατηγορίες από τις γυναίκες. Στην Ιταλία, αυτή η κατηγορία χρησιμοποιούνταν επίσης σε συντριπτική πλειοψηφία κατά των μητέρων.
Κοινό στοιχείο της έμφυλης χρήσης της γονικής αποξένωσης είναι η απεικόνιση των μητέρων από τους συντρόφους τους, τα δικαστήρια και τους πραγματογνώμονες, ως εκδικητικές και παραληρηματικές. Οι μητέρες που αντιτίθενται ή προσπαθούν να περιορίσουν την επαφή ή που εγείρουν ανησυχίες θεωρούνται ευρέως από τους αξιολογητές ως παρεμποδιστικές ή κακόβουλες, γεγονός που αντικατοπτρίζει το διαδεδομένο μοτίβο της ενοχοποίησης της μητέρας.
Ισχυρισμοί ότι η μητέρα αποξενώνει το παιδί χρησιμοποιούνται συχνά για να δείξουν ότι η ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού, καθώς αυτή δεν θα διευκολύνει την επαφή με τον πατέρα. Όπως σημειώνεται σε πολλές υποβληθείσες αναφορές, η ενδοοικογενειακή βία και η γονεϊκή αποξένωση αναμειγνύονται συχνά στα συστήματα οικογενειακού δικαίου, εις βάρος των θυμάτων βίας. Προστατευτικές μητέρες τοποθετούνται σε δυσμενή θέση, στην οποία η επιμονή στην προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για την ενδοοικογενειακή βία ή την κακοποίηση παιδιών μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια αποξένωσης των παιδιών από τον άλλο γονέα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της κύριας φροντίδας ή της επικοινωνίας με τα παιδιά τους.
Η χρήση της γονεϊκης αποξἐνωσης τείνει να γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Από την στιγμή που οι γονείς κρίνονται ως «αποξενωτικοί», «αδιάλλακτοι» ή «ανίκανοι να ακούσουν», οι πράξεις τους ή η αδράνειά τους μπορεί να προσεγγίζονται με προκατάληψη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ισχυρισμοί οικογενειακής βίας να παραμερίζονται ως μεμονωμένο περιστατικό. Αυτό υποβαθμίζει την ενδοοικογενειακή βία σε μια ασήμαντη σύγκρουση και στιγματίζει και παθολογικοποιεί τις γυναίκες και τα παιδιά.
Οι συνέπειες των μεροληπτικών αποφάσεων επιμέλειας μπορεί να είναι καταστροφικές με αποτέλεσμα, σε συγκεκριμένα περιστατικά όπου είχε επιδικαστεί επικοινωνία σε πατέρες με βίαιο ιστορικό, τον θάνατο παιδιών ή γυναικών και παιδιά που απειλούνται με όπλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, γυναίκες έχουν φυλακιστεί για παραβίαση των δικαιωμάτων επιμέλειας και έχουν ακυρωθεί περιοριστικοί όροι προστασίας.
Η γονεϊκή αποξένωση μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις αποφάσεις για την επιμέλεια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσοστά απώλειας της επιμέλειας μεταξύ μητέρων και πατέρων διαφέρουν σημαντικά, ανάλογα με το ποιος γονέας ισχυρίζεται την αποξένωση. Όταν ένας πατέρας ισχυριζόταν ότι αποξενώνεται από τη μητέρα, τα δικαιώματα επιμέλειας αφαιρούνταν από την μητέρα στο 44% των περιπτώσεων. Όταν η κατάσταση ήταν αντεστραμμένη, οι μητέρες κέρδιζαν την επιμέλεια από τους πατέρες μόνο στο 28% των περιπτώσεων. Επομένως, όταν υπήρχε κατηγορία για αποξένωση, οι μητέρες είχαν διπλάσιες πιθανότητες να χάσουν την επιμέλεια σε σύγκριση με τους πατέρες. Αυτό οδήγησε σε μια ετήσια εκτίμηση ότι 58.000 παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες τοποθετούνται σε επικίνδυνα οικογενειακά πλαίσια. Στη Νέα Ζηλανδία, μια έρευνα έδειξε ότι το 55 έως 62% των μητέρων ανέφεραν ότι κατηγορήθηκαν για γονεϊκή αποξένωση, συχνά εκτρέποντας την προσοχή των δικαστηρίων από τις νόμιμες καταγγελίες κακοποίησης.
Η “γονεϊκή αποξένωση” χρησιμοποιείται στις διαδικασίες οικογενειακού δικαίου από τους κακοποιητές ως εργαλείο για να συνεχίσουν την κακοποίηση και τον εξαναγκασμό τους και να υπονομεύσουν και να απαξιώσουν τους ισχυρισμούς για ενδοοικογενειακή βία που διατυπώνονται από μητέρες που προσπαθούν να κρατήσουν τα παιδιά τους ασφαλή.
Το πρότυπο του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού παραβιάζεται με την επιβολή επικοινωνίας μεταξύ του παιδιού και του ενός ή και των δύο γονέων και με την προτεραιοποίηση της, ακόμη και όταν υπάρχουν ενδείξεις ενδοοικογενειακής βίας.
Κυρίως λόγω της έλλειψης κατάρτισης και της έμφυλης μεροληψίας και της έλλειψης πρόσβασης σε νομική υποστήριξη, η επιμέλεια των παιδιών μπορεί να ανατεθεί σε δράστες βίας, παρά τα αποδεικτικά στοιχεία για ιστορικό ενδοοικογενειακής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης.
Οι δικαστές και οι αξιολογητές πρέπει να σταματήσουν να εστιάζουν στην προσπάθεια να αναγνωρίσουν συμπεριφορές που αμφισβητούνται εντός του κλάδου της ψυχολογίας (όπως η ψευδοεπιστημονική έννοια της γονεϊκής αποξένωσης) και να αρχίσουν να εστιάζουν στα συγκεκριμένα γεγονότα και τα πλαίσια κάθε υπόθεσης.