Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρία Βίκτορ Ορμπάν χαρακτήρισε «απαράδεκτη» την συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες ανάμεσα στους υπουργούς Εσωτερικών της ΕΕ για την μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής έπειτα από δύσκολες διαπραγματεύσεις.
«Οι Βρυξέλλες κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους. Θέλουν “να μετεγκαταστήσουν” τους μετανάστες στην Ουγγαρία δια της βίας. Είναι απαράδεκτο», αναφέρεται σε μήνυμά του που ανήρτησε στο Twitter ο εκπρόσωπος της ουγγρικής κυβέρνηση Ζόλταν Κόβακς.
Η μεταρρύθμιση προβλέπει την εγκαθίδρυση ενός συστήματος αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην μετεγκατάσταση των προσφύγων.
Τα κράτη μέλη δεσμεύονται να υποδεχθούν έναν αριθμό αιτούντων άσυλο που φθάνουν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που δέχονται μεταναστευτική πίεση ή, ελλείψει αυτού, να παράσχουν οικονομική συμβολή.
Η οικονομική αποζημίωση που προβλέπεται ανέρχεται σε 20.000 ευρώ ανά αιτούντα άσυλο που δεν έχει μετεγκατασταθεί.
Η Πολωνία και η Ουγγαρία ψήφισαν κατά των προτάσεων, ενώ η Βουλγαρία, η Μάλτα, η Λιθουανία και η Σλοβακία απείχαν, έγινε γνωστό από πηγές της σουηδικής προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που ηγήθηκε των συνομιλιών.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Μπέντσε Ρετβάρι κατήγγειλε το σύστημα «υποχρεωτικής» αλληλεγγύης που προβλέπεται από την συμφωνία, «που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν θα έχουν λόγο για το ποιος κατοικεί στο έδαφός τους».
«Είναι ένα δυσανάλογο βάρος» για την Ουγγαρία, είπε, επικρίνοντας την «έλλειψη ευρωπαϊκών πόρων» για την χρηματοδότηση του κόστους προστασίας των συνόρων.
Ο ούγγρος υπουργός επέκρινε επίσης την διαδικασία με την οποία «παραβιάσθηκαν οι ευρωπαϊκές αξίες», αφού τα κείμενα της συμφωνίας υποβλήθηκαν «λίγα λεπτά, στην καλύτερη περίπτωση μισή ώρα» πριν την ψηφοφορία στην οποία απαιτείτο η θετική ψήφος 15 εκ των 27 χωρών μελών που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 65% του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
«Οι φιλομεταναστευτικές κυβερνήσεις άσκησαν πιέσεις» επί των εταίρων τους, είπε.
Υπό την ηγεσία του Βίκτορ Ορμπάν, η Ουγγαρία έχει υψώσει φράκτες και έχει περιορίσει την διαδικασία κατάθεσης αίτησης ασύλου στις πρεσβείες της στο εξωτερικό, μία πολιτική που της έχει κοστίσει επανειλημμένες καταδίκες από την ευρωπαϊκή δικαιοσύνη.
Τον περασμένο χρόνο, μόλις 18 άνθρωποι έλαβαν το καθεστώς του πρόσφυγα την Ουγγαρία, αριθμός γελοίος σε σχέση με την πραγματικότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαιρετίζει την επιτυχή πολιτική συμφωνία που επετεύχθη από τα κράτη μέλη στο Συμβούλιο Εσωτερικών Υποθέσεων της 8ης Ιουνίου σχετικά με το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο είχε παρουσιάσει τον Σεπτέμβριο του 2020.
Η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επισημαίνει ότι «η συμφωνία στο Συμβούλιο δείχνει ότι η ΕΕ είναι ισχυρή και ικανή να προχωρήσει μαζί ακόμη και στα πιο περίπλοκα ζητήματα. Με εμπιστοσύνη και συνεργασία, μπορούμε να δώσουμε μια ευρωπαϊκή απάντηση σε μια πρόκληση που όλοι έχουμε κοινή. Αυτή η επιτυχία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με αντοχή και σθεναρή προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων. Ευχαριστώ από καρδιάς και εκφράζω την εκτίμησή μου για όλη τη σκληρή δουλειά, ιδιαίτερα στον Αντιπρόεδρο Μαργαρίτη Σχοινά και την Επίτροπο Ίλβα Γιόχανσον. Θα συνεχίσουν να συνεργάζονται στενά με τους συννομοθέτες για να διευκολύνουν και να υποστηρίξουν μια έγκαιρη συμφωνία για το Σύμφωνο».
Πρόκειται για μια πραγματική σημαντική εξέλιξη έπειτα από χρόνια έντονων διαπραγματεύσεων. Αυτή η συμφωνία προσφέρει μια καλή βάση για διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, επιτεύχθηκε μια γενική προσέγγιση σε δύο βασικούς πυλώνες του Συμφώνου: τον κανονισμό για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης και τον κανονισμό για τη διαδικασία ασύλου. Αυτό προστίθεται στη συμφωνία που έχει ήδη βρεθεί σε άλλους πυλώνες του Συμφώνου. Αυτές οι προτάσεις θα επιτρέψουν τη δημιουργία ενός δικαιότερου, πιο αποτελεσματικού και βιώσιμου συστήματος για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης. Το Σύμφωνο προβλέπει μια κοινή λύση που διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ αλληλεγγύης και ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών.
Η Επιτροπή είναι έτοιμη να συνεργαστεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για να διασφαλίσει τη συμφωνία για το Σύμφωνο, όπως ορίζεται στον κοινό οδικό χάρτη.