Το θέμα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο στην Ισπανία, όπου ο συνασπισμός της αριστεράς που βρίσκεται τώρα στην εξουσία θέλει να μειώσει τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας από 40 σε 37,5 “χωρίς απώλεια μισθού”, παρά τη μετωπική εναντίωση των εργοδοτών.
Στην κυβερνητική συμφωνία τους που επισφραγίστηκε προχθές, Τρίτη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ και ο πολιτικός σχηματισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς Sumar υποσχέθηκαν να “απελευθερώσουν χρόνο ζωής” μειώνοντας τις ώρες εργασίας.
“Θα πρέπει να φθάσουμε τις χώρες που έχουν μικρότερο ωράριο εργασίας” επειδή οι τελευταίες καταφέρνουν “καλύτερα να συμφιλιώσουν” την επαγγελματική και την ιδιωτική ζωή και είναι συχνά “πιο παραγωγικές” από την Ισπανία, δήλωσε ο εκπρόσωπος του Sumar, Έρνεστ Ουρτασούν.
Η συμφωνία, που αναμένεται να αποτελέσει το “προγραμματικό” πλαίσιο του αριστερού συνασπισμού, αν ο Σάντσεθ καταφέρει να ξαναεκλεγεί πρωθυπουργός από τη Βουλή, προβλέπει τη μείωση με νόμο της διάρκειας του χρόνου εργασίας στις 37,5 ώρες εβδομαδιαίως με ορίζοντα το 2025, με ένα πρώτο στάδιο στις 38,5 ώρες το 2024.
Ανοίγει επίσης τον δρόμο για μια επιπλέον μείωση του χρόνου εργασίας μέσω “συλλογικών διαπραγματεύσεων” αυτή τη φορά, σύμφωνα με τον Ουρτασούν, που λέει πως το πρότυπο είναι η Γαλλία όπου η νόμιμη διάρκεια της εργασίας έχει οριστεί στις 35 ώρες από τις αρχές των χρόνων του 2000.
Η εργασιακή εβδομάδα στην Ισπανία “δεν έχει κουνηθεί από το 1984”, υπενθύμισε την Τρίτη ο Πέπε Άλβαρεθ, γενικός γραμματέας της UGT, ενός από τα δύο μεγαλύτερα ισπανικά συνδικάτα, χαρακτηρίζοντας “εκ των ων ουκ άνευ” αυτή τη γενικευμένη μείωση του χρόνου εργασίας.
Το μέτρο ωστόσο είναι μακράν του να συγκεντρώνει ομοφωνία κυρίως από τους εργοδότες. “Θα καταστρέψουμε την ανταγωνιστικότητά μας”, προειδοποίησε ο Χαβιέ Κάμπο της Aecoc, επισημαίνοντας τις δυσκολίες που δημιουργήθηκαν στη Γαλλία από την εφαρμογή του 35ωρου.
Για τις δύο μεγαλύτερες ισπανικές εργοδοτικές οργανώσεις (CEOE και Cepyme) που εξεμάνησαν με την ανακοίνωση της συμφωνίας, η μείωση του χρόνου εργασίας “θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις” και θα θέσει σε “κίνδυνο” “την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας”.
“Η ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου” δεν πρέπει να “επιβληθεί με τον νόμο” αλλά πρέπει να τύχει χειρισμού “ανά κλάδο και ανά επιχείρηση, αναλύοντας κάθε φορά τις ανάγκες του εργοδότη για να δούμε αν υπάρχει επαρκές περιθώριο παραγωγικότητας”, επέμειναν.
‘Ενα μήνυμα που παρέλαβε το Λαϊκό Κόμμα (PP), το μεγαλύτερο της αντιπολίτευσης. “Η αγορά εργασίας μας είναι πολύ ετερογενής και απαιτεί ευελιξία”, εκτίμησε ο εκπρόσωπός του, Μπόρχα Σέμπερ, εκτιμώντας πως αυτά τα θέματα πρέπει να τα διαπραγματεύονται απευθείας στο εσωτερικό των επαγγελματικών κλάδων.
Για τον Ουνάι Σόρντο, γενικό γραμματέας των Εργατικών Επιτροπών CCOO, του άλλου μεγάλου ισπανικού συνδικάτου, αυτή η κριτική δεν είναι βάσιμη. “Ορισμένοι προβλέπουν τις επτά πληγές του Φαραώ για την ισπανική οικονομία, όμως έτσι γίνεται πάντα, και όταν τα μέτρα εφαμόζονται, βλέπουμε πως δεν είναι καθόλου έτσι”, είπε.
Τα τελευταία χρόνια, πολλοί πειραματισμοί έχουν γίνει στην Ισπανία για τετράωρη εργασιακή εβδομάδα, συχνά με επιτυχία. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, 1,13 εκατομμύρια μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα θα κέρδιζαν με αυτό τον τόπο μια εργάσιμη εβδομάδα μικρότερη των 37,5 ωρών.
“Η πραγματικότητα είναι πως οι επιχειρήσεις δεν μοιράζονται όλες τις ίδιες απόψεις”, εξηγεί ο Ραφαέλ Παμπιγιόν, καθηγητής στο IE Business School στη Μαδρίτη, για τον οποίο η κυβέρνηση πρέπει να αναθέσει “στα συνδικάτα και στους επικεφαλής των επιχειρήσεων” τη φροντίδα να μειώσουν την εβδομάδα εργασίας αντί να την περάσει με νόμο.
“Η μείωση του χρόνου εργασίας μπορεί να ενισχύσει την παραγωγικότητα”, μειώνοντας την έκθεση των μισθωτών “στο στρες”, αλλά μπορεί να “έχει επίσης αυξημένο κόστος” ιδίως για τους “κλάδους μεγάλης έντασης εργασίας”, όπως “των ξενοδοχείων και της εστίασης”, εκτιμά ο οικονομολόγος, που τάσσεται υπέρ μιας “προσεκτικής” προσέγγισης.
Οι σοσιαλιστές διεξάγουν αυτή την περίοδο διαπραγματεύσεις με διάφορα αυτονομιστικά κόμματα, κυρίως καταλανικά, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι θα υποστηρίξουν τον υποστήριξή τους στον Σάντσεθ κατά τη συζήτηση στη Βουλή η ημερομηνία της οποίας δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί.
Όμως ακόμη κι αν ο αριστερός συνασπισμός καταφέρει να διατηρήσει την εξουσία, θα πρέπει να κατανικήσει τις επιφυλάξεις ορισμένων από τους δυνητικούς του εταίρους, όπως το Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα (PNV) και οι Καταλανοί αυτονομιστές του Junts per Catalunya (JxCat), που παραδοσιακά πρόσκειται στον επιχειρηματικό κόσμο, προκειμένου να περάσουν τη μεταρρύθμιση αυτή.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)