(ÎÝíç Äçìïóßåõóç) Ï Ôïýñêïò õðïõñãüò Åîùôåñéêþí Mevlut Cavusoglu (Ä) êáé ï õðïõñãüò Åîùôåñéêþí Íßêïò ÄÝíäéáò (Á) êÜíïõí áðü êïéíïý äçëþóåéò ìåôÜ ôçí ïëïêëÞñùóç ôçò óõíÜíôçóÞò ôïõò óôçí ¢ãêõñá, ôçí ÐÝìðôç 15 Áðñéëßïõ 2021. Óå ìéá ðñïóðÜèåéá íá õðÜñîåé åðáíÝíáñîç ôçò óõíåííüçóçò ìåôáîý ôçò ÅëëÜäáò êáé ôçò Ôïõñêßáò óôï ðëáßóéï ôïõ Äéåèíïýò Äéêáßïõ, ï Íßêïò ÄÝíäéáò ìåôÝâç óôçí ¢ãêõñá, óõíïäåõüìåíïò áðü ôïí õöõðïõñãü Åîùôåñéêþí, áñìüäéï ãéá ôçí ïéêïíïìéêÞ äéðëùìáôßá, Êþóôá ÖñáãêïãéÜííç, êáèþò êáé ôçí õðçñåóéáêÞ çãåóßá ôïõ õðïõñãåßïõ, ðñïêåéìÝíïõ íá óõíáíôçèåß ìå ôïí Ðñüåäñï ôçò Ôïõñêßáò ÑåôæÝð Ôáãßð ÅñíôïãÜí êáé ôïí Ôïýñêï ïìüëïãü ôïõ Ìåâëïýô Ôóáâïýóïãëïõ. Ïé óõíáíôÞóåéò Ýñ÷ïíôáé ìåôÜ ôçí ðñáãìáôïðïßçóç äýï ãýñùí äéåñåõíçôéêþí åðáöþí åíôüò äýï ìçíþí êáé ôùí ðïëéôéêþí äéáâïõëåýóåùí óå áíþôáôï õðçñåóéáêü åðßðåäï ìåôáîý ôùí äýï õðïõñãåßùí Åîùôåñéêþí ðïõ áêïëïýèçóáí. Ïé äýï ðëåõñÝò áíáìÝíåôáé íá åîåôÜóïõí æçôÞìáôá äéìåñþí ó÷Ýóåùí, êáèþò êáé ðåñéöåñåéáêÜ êáé äéåèíÞ æçôÞìáôá. Åéäéêüôåñá, áíáìÝíåôáé íá óõæçôçèïýí ïé äéìåñåßò ó÷Ýóåéò, ôüóï ðïëéôéêÝò üóï êáé ïéêïíïìéêÝò, êáèþò êáé ïé äéåèíåßò åîåëßîåéò ìå Ýìöáóç óôéò ó÷Ýóåéò ÅÅ-Ôïõñêßáò, óõìðåñéëáìâáíïìÝíïõ ôïõ ìåôáíáóôåõôéêïý-ðñïóöõãéêïý, êáèþò êáé ïé ðåñéöåñåéáêÝò åîåëßîåéò ìå Ýìöáóç óôçí Ëéâýç êáé ôç Óõñßá. ÐåñáéôÝñù, áíáìÝíåôáé íá óõæçôÞóïõí ôï Êõðñéáêü åíüøåé ôçò ðñïóå÷ïýò Üôõðçò ðåíôáìåñïýò äéÜóêåøçò, õðü ôçí áéãßäá ôùí ÇíùìÝíùí Åèíþí, óôç Ãåíåýç. ÁÐÅ-ÌÐÅ/ÕÐÅÎ/×ÁÑÇÓ ÁÊÑÉÂÉÁÄÇÓ
Επιστολή στον γενικό γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών επέδωσε η Ελλάδα, για τις αιτιάσεις της Τουρκίας για τα νησιά του Αιγαίου.
Η μόνιμη αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, Μαρία Θεοφίλη, κατόπιν οδηγιών του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, επέδωσε χθες επιστολή στον γενικό γραμματέα του οργανισμού, σε απάντηση σχετικής επιστολής που είχε απευθύνει ο Τούρκος μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ στις 30 Σεπτεμβρίου 2021.
Με την επιστολή αυτή, η οποία αποτελεί προϊόν πολύμηνης ενδελεχούς εργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, απορρίπτονται στο σύνολο τους οι ισχυρισμοί της τουρκικής πλευράς, καθώς είναι αβάσιμοι νομικά, ιστορικά και επί των πραγματικών γεγονότων.
Συγκεκριμένα, απορρίπτεται το σύνολο της τουρκικής επιχειρηματολογίας όσον αφορά την «διασύνδεση» της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών και των παρακείμενων νήσων του Αιγαίου με την δήθεν υποχρέωση αποστρατικοποίησης των νησιών αυτών.
Τονίζεται ότι η διασύνδεση αυτή αποτελεί καθαρή αθέτηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος της συνθήκης της Λωζάννης του 1923 και της συνθήκης των Παρισίων του 1947, που ορίζουν μόνιμα σύνορα και εδαφικά δικαιώματα στις χώρες που αναφέρονται, χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος όρος ή υποχρέωση.
Τονίζεται ότι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, ότι όταν τα κράτη συνομολογούν μια συνθήκη που ορίζει σύνορα ή εδαφική κυριαρχία, ο βασικός σκοπός τους είναι να επιτύχουν σταθερότητα και τελικό καθεστώς (finality). Για τον λόγο αυτό, όταν μια συνθήκη ορίζει ένα σύνορο ή μια οριστική εδαφική διευθέτηση, αυτή η διευθέτηση αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός από μόνο του, το οποίο δεν εξαρτάται πλέον από την συνθήκη.
Ο ορισμός ενός συνόρου αποτελεί μια αυτόνομη πραγματικότητα και δημιουργεί μονιμότητα, σημείωναν οι ίδιες πηγές.
Αντιθέτως, όπως τονίζεται στην επιστολή της Ελληνίδας μονίμου αντιπροσώπου, οι τουρκικές μονομερείς αιτιάσεις υπονομεύουν αναφανδόν την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια.
Παράλληλα, τονίζεται ότι τα νησιά αυτά, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 121 (2), έχουν δικαιώματα σε χωρικά ύδατα, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα απορρίπτει στο σύνολο τους, τις σχετικές αιτιάσεις της Τουρκίας.
Η επιστολή επίσης απορρίπτει στο σύνολο τους τις τουρκικές αιτιάσεις σχετικά με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, υπογραμμίζοντας ότι οι αιτιάσεις αυτές, οι οποίες δεν στέκουν νομικά, αλλά έχουν καθαρά πολιτικά κίνητρα, τροφοδοτούν έτι περαιτέρω την αστάθεια που προκαλεί η Τουρκία με τις ενέργειές της.
Επίσης, γίνεται σαφής αναφορά στην κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας, με την επίκληση του casus belli, καθώς και την στάθμευση έναντι των νησιών του Αιγαίου, μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων.
Παράλληλα επισημαίνεται η παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας με ιδιαίτερα απειλητικές ενέργειες, τόσο με τις υπερπτήσεις ελληνικού εδάφους, όσο και με την παρενόχληση πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού και ερευνητικών σκαφών.
Η επιστολή καταλήγει λέγοντας ότι η Ελλάδα καλεί την Τουρκία να σταματήσει να αμφισβητεί την κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, να απέχει από την απειλή χρήσης βίας, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 2(4) του Χάρτη ου ΟΗΕ, και να σταματήσει να πραγματοποιεί παράνομες ενέργειες, οι οποίες παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι πρακτικές αυτές, οι οποίες υποδηλώνουν ένα πνεύμα αναθεωρητισμού, βρίσκονται τελείως εκτός του βασικού πλαισίου των σχέσεων μεταξύ των κρατών, όπως ορίζει ο Χάρτης του ΟΗΕ, και αποτελούν σοβαρή απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα παραμένει πεπεισμένη ότι οι δύο χώρες μπορούν να επιλύσουν την μοναδική τους διαφορά, ήτοι τον ορισμό της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)