Εξακολουθεί να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των μεγαλύτερων διεθνών ΜΜΕ το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, με τους Financial Times αυτή τη φορά να βάλλουν κατά της κυβέρνηση με επίκεντρο τις τελευταίες εξελίξεις.
«Η υπόθεση των υποκλοπών αμαυρώνει την εικόνα της Ελλάδας» είναι ο τίτλος άρθρου – άποψης στην εφημερίδα, με τον αρθρογράφο να επισημαίνει: «Όσο περισσότερο καθυστερεί η κυβέρνηση μια εξήγηση, τόσο περισσότερο φαίνεται ότι έχει κάτι να κρύψει»
Αναλυτικά το αρθρο των FT:
«Σχεδόν πριν από 30 χρόνια, το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε τη δίκη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πρώην πρωθυπουργού, για φερόμενη εμπλοκή του σε σχέδιο υποκλοπής πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων. Η υπόθεση έληξε όταν το ΠΑΣΟΚ, το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα, υποστήριξε με “γενναιοδωρία” ή πολιτικές σκοπιμότητες ότι οι κατηγορίες πρέπει να αποσυρθούν.
Τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, γιος του πρώην Πρωθυπουργού και πρωθυπουργός από το 2019, βρίσκεται στο επίκεντρο ενός παρόμοιου σκανδάλου υποκλοπής. Ο χρόνος θα δείξει αν θα οδηγήσει σε νομικές διαδικασίες. Εν τω μεταξύ, τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα για την υπόθεση ρίχνουν σύννεφο πάνω από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αυτό έχει σημασία γιατί η εικόνα της Ελλάδας έχει υποστεί μια αξιοσημείωτη και από πολλές απόψεις δικαιολογημένη μεταμόρφωση από τα χρόνια της κρίσης της δεκαετίας του 2010. Κάποτε φαινόταν πιθανό ότι τα δεινά για το χρέος της χώρας θα οδηγούσαν σε μια καταστροφική χρεοκοπία και έξοδο από την ευρωζώνη, απειλώντας τη νομισματική ένωση της Ευρώπης. Η πολιτική πολώθηκε με την εκλογή το 2015 του ΣΥΡΙΖΑ, ενός νέου κόμματος, που σχημάτισε τη πιο αριστερή κυβέρνηση σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αργά αλλά σταθερά, τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο. Υπό την κυριαρχία ενός «εξημερωμένου» ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας του Μητσοτάκη, η Ελλάδα ικανοποίησε τις συνθήκες των πιστωτών της τόσο επιτυχώς που η ΕΕ ανακοίνωσε τον Αύγουστο το τέλος της «ενισχυμένης εποπτείας» των ελληνικών δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών.
Η Ελλάδα έγινε επίσης ένας πολύτιμος εταίρος στην αντιμετώπιση των περιφερειακών προβλημάτων. Μια διευθέτηση με τη νέα Βόρεια Μακεδονία έθεσε τέλος σε μια από τις πιο δυσεπίλυτες διπλωματικές διαφορές των Βαλκανίων. Η ΕΕ επαινεί την Ελλάδα για τον ρόλο της στην αποφυγή ανεπιθύμητων μεταναστών. Η Αθήνα υπήρξε πιστός σύμμαχος του ΝΑΤΟ στην υποστήριξη της Ουκρανίας μετά τη ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο.
Δυστυχώς, το σκάνδαλο με τις παρακολουθήσεις δείχνει ότι δεν είναι όλα ρόδινα στην πολιτική και τη διακυβέρνηση της Ελλάδας μετά την κρίση. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μητσοτάκης έθεσε την ΕΥΠ, την εθνική υπηρεσία πληροφοριών, υπό τον έλεγχό του και όρισε διοικητή της τον Παναγιώτη Κοντολέων, επικεφαλής έως τότε μιας ιδιωτικής εταιρείας security. Ο Κοντολέων παραιτήθηκε τον Αύγουστο μετά την παραδοχή της ΕΥΠ ότι παρακολουθούσε το τηλέφωνο του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη.
Το επόμενο κεφάλι ήταν αυτό του Γρηγόρη Δημητριάδη, του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, ο οποίος είχε την πολιτική εποπτεία της ΕΥΠ. Ο Δημητριάδης τυγχάνει να είναι ανιψιός του Μητσοτάκη.
Τη Δευτέρα ο Μητσοτάκης επανέλαβε προηγούμενες διαψεύσεις ότι είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις υποκλοπές. Όμως το σκάνδαλο αρνείται να πεθάνει γιατί η υπόθεση Ανδρουλάκη δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Κάποιος — ούτε εμείς ούτε η ΕΥΠ, λέει αγανακτισμένη η κυβέρνηση — χρησιμοποιεί παράνομα ισραηλινής κατασκευής spyware Predator για να χακάρει τηλέφωνα άλλων δημοσίων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων ερευνητών.
Μια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (PEGA) που εξετάζει την παράνομη χρήση spyware επισκέφθηκε την Αθήνα την περασμένη εβδομάδα αναζητώντας απαντήσεις, αλλά έφυγε δυσαρεστημένη. Η Sophie in ’t Veld, μια Ολλανδή ευρωβουλευτής(εισηγήτρια στην PEGA) παραπονέθηκε ότι οι ελληνικές αρχές δεν διεξάγουν «εντατική έρευνα για ενόχους».
Δεν είναι το μόνο τέτοιο μυστήριο στο πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας. Γύρω στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, τα τηλέφωνα περίπου 100 ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, παρακολουθούνταν για μήνες. Μια δεκαετία αργότερα, προέκυψε ότι η επίθεση μπορεί να ήταν μέρος μιας μυστικής επιχείρησης των ΗΠΑ με στόχο την αποτροπή τρομοκρατικής επίθεσης κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης.
Στο παρόν σκάνδαλο, οι Έλληνες αξιωματούχοι έριξαν σκοτεινούς υπαινιγμούς για εχθρική ξένη ανάμειξη και επικαλέστηκαν κανόνες για τα κρατικά μυστικά για να δικαιολογήσουν την τήρηση των υποθέσεων. Αλλά όσο περισσότερο καθυστερεί η κυβέρνηση μια εξήγηση, τόσο περισσότερο φαίνεται ότι έχει κάτι να κρύψει. Καθυστερώντας κινδυνεύει να βλάψει περισσότερο τη φήμη της σταθερής, τακτοποιημένης κυβέρνησης που έχει αποκτήσει με κόπο η Ελλάδα.