Ο ηγέτης των συντηρητικών της Σουηδίας Ουλφ Κρίστερσον εργάζεται από σήμερα, όπως δήλωσε χθες το βράδυ, για τον σχηματισμό κυβέρνησης, μετά την χθεσινή ανακοίνωση της οριακής νίκης του στις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής.
Με 176 έδρες, οι 73 από τις οποίες ανήκουν στο κόμμα της σουηδικής ακροδεξιάς Δημοκράτες της Σουηδίας (SD), το μπλοκ της δεξιάς, απαρτιζόμενο από τέσσερα κόμματα, βρίσκεται μόλις 3 έδρες μπροστά από το μπλοκ της κεντροαριστεράς (173).
Η διαδικασία διαδοχής της πρωθυπουργού Μαγκνταλένα Αντερσον και της κυβέρνησής της ξεκινά σήμερα με την επίδοση της πρωθυπουργικής παραίτησης στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου.
Η αλλαγή είναι ιστορικών διαστάσεων: ποτέ μέχρι σήμερα μία σουηδική κυβέρνηση δεν είχε την κοινοβουλευτική υποστήριξη των ακροδεξιών του SD, οι μεγάλοι νικητές των εκλογών με το 20,5% των ψήφων οι οποίες του έδωσαν το στάτους του δεύτερου κόμματος.
Αλλά, αν οι Δημοκράτες της Σουηδίας έγιναν το πρώτο κόμμα του δεξιού-ακροδεξιού μπλοκ, δεν είναι σε θέση να διεκδικήσουν το πόστο του πρωθυπουργού, το υπεσχημένο στον Ουλφ Κρίστερσον, διότι τα τρία κινήματα της παραδοσιακής δεξιάς (Μετριοπαθείς, Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι) δεν βλέπουν με καλό μάτι την συμμετοχή των ακροδεξιών στην κυβέρνηση.
Ο Ουλφ Κρίστερσον άρα θα κληθεί να πετύχει την ακροβασία ολοκληρώνοντας και διατηρώντας την ενότητα της φιλελεύθερης, της συντηρητικής και της εθνικιστικής δεξιάς. Αλλωστε αυτός είναι που «οραματίστηκε» στο τέλος του 2019 για πρώτη φορά το σενάριο της συνεργασίας ανάμεσα στην δεξιά και τους ακροδεξιούς Δημοκράτες της Σουηδίας.
«Βρισκόμαστε σε απόσταση μόνο μίας ή δύο εδρών από μία κυβερνητική κρίση», προειδοποίησε ήδη η Μαγκνταλένα Αντερσον λέγοντας ότι η πόρτα της είναι ανοικτή σε περίπτωση αποτυχίας των προσπαθειών σχηματισμού κυβέρνησης. της δεξιάς.
Το πιθανότερο σενάριο είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές, οι Δημοκράτες της Σουηδίας να περιορισθούν στην κοινοβουλευτική υποστήριξη της κυβέρνησης, χωρίς απευθείας συμμετοχή στο κυβερνητικό σχήμα. Και αυτό με αντάλλαγμα πολιτικές δεσμεύσεις για τα θέματα που προωθεί η σουηδική ακροδεξιά ή την προεδρία του Κοινοβουλίου.
«Η διαδικασία θα πάρει τον χρόνο που θα χρειασθεί», δήλωσε ο Γίμι Οκεσόν υποσχόμενος να είναι μία «εποικοδομητική δύναμη πρωτοβουλίας».
Κληρονόμος νεοναζιστικής οργάνωσης κατά την ίδρυσή του το 1988, το κόμμα τη άκρας δεξιάς παρεισέφρησε σιγά σιγά στο σουηδικό πολιτικό σκηνικό, για να εισέλθει στο Κοινοβούλιο το 2010 με το 5,7%, και στην συνέχεια κερδίζοντας πόντους σε κάθε εκλογική αναμέτρηση επενδύοντας στο μεταναστευτικό και τα προβλήματα που έχουν δημιουργήσει οι εγκληματικές συμμορίες στην Σουηδία.
Η προεκλογική εκστρατεία κυριαρχήθηκε από θέματα προσφιλή και αβανταδόρικα για την σουηδική δεξιά: εγκληματικότητα και αιματηρά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών ανάμεσα σε συμμορίες μεταναστών, κοινωνική ενσωμάτωση και εκτόξευση των λογαριασμών ενέργειας.
«Είναι ένα θλιβερό σημείο των καιρών, το γεγονός ότι μπορούν να εκμεταλλευθούν τον φόβο των ανθρώπων, αυτά που λένε για όλους αυτούς τους εγκληματίες», λέει ο Λάρι Νίλσον, συνταξιούχος στο Μάλμο, «Δεν υπάρχει παρά 1% έως 2% του πληθυσμού που υφίσταται όλα αυτά. Οι περισσότεροι Σουηδοί ζουν μια πολύ ασφαλή ζωή. Πώς μπορείς να κερδίσεις εκλογές πατώντας σε αυτό;».
Η νίκη του δεξιού/ ακροδεξιού μπλοκ στην Σουηδία προηγείται κατά δύο εβδομάδες των εκλογών στην Ιταλία, όπου η δεξιά συμμαχία, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, φέρνει μαζί τους μεταφασίστες Αδελφούς της Ιταλίας (Fratelli d’Italia) της Τζόρτζια Μελόνι, την Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και την ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι.
«Ακόμη και στην ωραία και δημοκρατική Σουηδία, οι αριστερές ηττήθηκαν και στάλθηκαν στο σπίτι! Την Κυριακή (25 Σεπτεμβρίου) είναι η σειρά μας. Θα κερδίσουμε!», δήλωσε ο Ματέο Σαλβίνι.
Στο σουηδικό κοινοβούλιο, οι Δημοκράτες της Σουηδίας θα έχουν 73 έδρες, 11 περισσότερες σε σχέση με το 2018. Οι Μετριοπαθείς έχουν 68 έδρες (-2), οι Χριστιανοδημοκράτες 19 (-3) και οι Φιλελεύθεροι 16 (-4).
Στην αριστερά, οι Σοσιαλδημοκράτες ανεβαίνουν στις 107 έδρες (+7) χάρη στο καλό τους εκλογικό σκορ του 30,3%, μπροστά από τα κόμματα της Αριστεράς και του Κέντρου, που εξασφάλισαν 24 έδρες έκαστο και τους Πράσινους (18 έδρες).