Οι ισραηλινές αρχές χρησιμοποιούν ένα πειραματικό σύστημα αναγνώρισης προσώπου, γνωστό ως Red Wolf, για να παρακολουθούν τις Παλαιστίνιες και τους Παλαιστίνιους και να αυτοματοποιούν σκληρούς περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησής τους, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία. Σε μια νέα έκθεση με τίτλο «Αυτοματοποιημένο απαρτχάιντ», η οργάνωση καταγράφει πώς το Red wolf αποτελεί μέρος ενός συνεχώς αυξανόμενου δικτύου παρακολούθησης που εδραιώνει τον έλεγχο της ισραηλινής κυβέρνησης επί των Παλαιστινίων και που συμβάλλει στη διατήρηση του συστήματος απαρτχάιντ του Ισραήλ. Το Red Wolf αναπτύσσεται σε στρατιωτικά σημεία ελέγχου στην πόλη στη Χεβρώνα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, όπου σαρώνει τα πρόσωπα των Παλαιστινίων και τα προσθέτει σε τεράστιες βάσεις δεδομένων παρακολούθησης χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Η Διεθνής Αμνηστία έχει τεκμηριώσει επίσης πώς η χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου από το Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ έχει αυξηθεί, ιδίως μετά από διαδηλώσεις καθώς και στις περιοχές γύρω από τους παράνομους εποικισμούς. Τόσο στη Χεβρώνα όσο και στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου υποστηρίζει ένα ευρύ δίκτυο από κάμερες κλειστού κυκλώματος (CCTV) που κρατούν τις/τους Παλαιστίνιες/-ους υπό σχεδόν συνεχή παρακολούθηση. Το αυτοματοποιημένο απαρτχάιντ δείχνει πώς αυτή η επιτήρηση αποτελεί μέρος μιας σκόπιμης προσπάθειας των ισραηλινών αρχών να δημιουργήσουν ένα εχθρικό και καταναγκαστικό περιβάλλον για τις Παλαιστίνιες και τους Παλαιστίνιους, με στόχο την ελαχιστοποίηση της παρουσίας τους σε στρατηγικές περιοχές.
«Εκτός από τη συνεχή απειλή της υπερβολικής σωματικής βίας και της αυθαίρετης σύλληψης, οι Παλαιστίνιες/-οι πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο να παρακολουθούνται από έναν αλγόριθμο ή να τους απαγορεύεται η είσοδος στις ίδιες τους τις γειτονιές με βάση τις πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων επιτήρησης που εισάγουν διακρίσεις».
Agnès Callamard, γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας
«Οι ισραηλινές αρχές χρησιμοποιούν εξελιγμένα εργαλεία παρακολούθησης για να ενισχύσουν τον φυλετικό διαχωρισμό και να αυτοματοποιήσουν το απαρτχάιντ κατά των Παλαιστινίων. Στην περιοχή H2 της Χεβρώνας, καταγράψαμε πώς ένα νέο σύστημα αναγνώρισης προσώπου που ονομάζεται Red Wolf ενισχύει τους δρακόντειους περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησης των Παλαιστινίων, χρησιμοποιώντας παράνομα αποκτημένα βιομετρικά δεδομένα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μετακινήσεων των Παλαιστινίων στην πόλη», δήλωσε η Agnès Callamard, γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας.
«Οι Παλαιστίνιες/-οι κάτοικοι της κατεχόμενης Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Χεβρώνας μάς είπαν πώς οι πανταχού παρούσες κάμερες παρακολούθησης έχουν εισβάλει στην ιδιωτική τους ζωή, έχουν καταστείλει τον ακτιβισμό, έχουν διαβρώσει την κοινωνική ζωή και τους έχουν αφήσει να αισθάνονται συνεχώς εκτεθειμένες/-οι. Εκτός από τη συνεχή απειλή της υπερβολικής σωματικής βίας και της αυθαίρετης σύλληψης, οι Παλαιστίνιες/-οι πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο να παρακολουθούνται από έναν αλγόριθμο ή να τους απαγορεύεται η είσοδος στις ίδιες τους τις γειτονιές με βάση τις πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων επιτήρησης που εισάγουν διακρίσεις. Αυτή είναι η πιο πρόσφατη εικόνα τού γιατί η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου, όταν χρησιμοποιείται για επιτήρηση, είναι ασύμβατη με τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις ισραηλινές αρχές να τερματίσουν τη μαζική και στοχευμένη παρακολούθηση των Παλαιστινίων και να άρουν τους αυθαίρετους περιορισμούς που έχουν επιβάλει στην ελευθερία μετακίνησης στις Παλαιστίνιες και στους Παλαιστίνιους σε όλη τα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη, ως απαραίτητα βήματα προς την κατάργηση του απαρτχάιντ.
Η Διεθνής Αμνηστία ζητά επίσης την παγκόσμια απαγόρευση της ανάπτυξης, της πώλησης και της χρήσης της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου για σκοπούς παρακολούθησης. Η οργάνωση κατέγραψε πρόσφατα τους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα που συνδέονται με την τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου στην Ινδία και στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της εκστρατείας Ban the Scan.
Το αυτοματοποιημένο απαρτχάιντ επικεντρώνεται στη Χεβρώνα και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, τις μόνες πόλεις στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη με ισραηλινούς εποικισμούς εντός των ορίων τους. Η έκθεση βασίζεται σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια επιτόπιας έρευνας το 2022, συμπεριλαμβανομένων συνεντεύξεων με Παλαιστίνιες/-ους κατοίκους, ανάλυσης υλικού ανοιχτού κώδικα και μαρτυριών από νυν και πρώην στρατιωτικό προσωπικό του Ισραήλ. Η μαρτυρία αυτή δόθηκε από την ισραηλινή οργάνωση Breaking the Silence και χρησιμοποιήθηκε για να επιβεβαιώσει τα ευρήματα της Διεθνούς Αμνηστίας σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των ισραηλινών συστημάτων αναγνώρισης προσώπου.
Κατά τη συμφωνία που υπογράφηκε το 1997 μεταξύ των ισραηλινών αρχών και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, η Χεβρώνα χωρίστηκε σε δύο τμήματα, γνωστά ως H1 και H2. Το Η1, που αποτελεί το 80% της πόλης, διοικείται από τις παλαιστινιακές αρχές, ενώ το Ισραήλ διατηρεί τον πλήρη έλεγχο του Η2, που περιλαμβάνει την Παλιά Πόλη. Περίπου 33.000 Παλαιστίνιες/-οι ζουν στο Η2, μαζί με περίπου 800 Ισραηλινές/-ούς εποίκους που διαμένουν παράνομα σε τουλάχιστον 7 οικιστικούς θύλακες.
Οι Παλαιστίνιες/-οι που κατοικούν στο Η2 υπόκεινται σε δρακόντειους περιορισμούς μετακίνησης. Τους απαγορεύεται η πρόσβαση σε ορισμένους δρόμους, οι οποίοι είναι ανοιχτοί μόνο για τις/τους Ισραηλινές/-ούς εποίκους, ενώ ένα δίκτυο στρατιωτικών σημείων ελέγχου και άλλων εμποδίων δυσχεραίνει σοβαρά την καθημερινή τους ζωή. Οι Ισραηλινές/-οί έποικοι στη Χεβρώνα κινούνται σε διαφορετικούς δρόμους από τις/τους Παλαιστίνιες/-ους και δεν υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα σημεία ελέγχου.
Η έκθεση «Αυτοματοποιημένο απαρτχάιντ» αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός προηγουμένως μη αναφερθέντος ισραηλινού στρατιωτικού συστήματος αναγνώρισης προσώπου που ονομάζεται Red Wolf, το οποίο αναπτύσσεται στα σημεία ελέγχου στη Χεβρώνα.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το Red Wolf συνδέεται με δύο άλλα στρατιωτικά συστήματα παρακολούθησης, το Wolf Pack και το Blue Wolf. Το Wolf Pack είναι μια τεράστια βάση δεδομένων που περιέχει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για τις/τους Παλαιστίνιες/-ους από τα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη, συμπεριλαμβανομένου του πού ζουν, ποια είναι τα μέλη της οικογένειάς τους και αν καταζητούνται για ανάκριση από τις ισραηλινές αρχές. Το Blue Wolf είναι μια εφαρμογή στην οποία οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν πρόσβαση μέσω smartphones και tablets, και η οποία μπορεί να αντλήσει άμεσα τις πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες στη βάση δεδομένων του Wolf Pack.
Όταν μία/ένας Παλαιστίνια/-ος περνάει από ένα σημείο ελέγχου όπου λειτουργεί το Red Wolf, το πρόσωπό της/του σαρώνεται, χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεσή της/του, και συγκρίνεται με βιομετρικές εγγραφές σε βάσεις δεδομένων που περιέχουν αποκλειστικά πληροφορίες για τις/τους Παλαιστίνιες/ους. To Red Wolf χρησιμοποιεί αυτά τα δεδομένα για να καθορίσει αν ένα άτομο μπορεί να περάσει ένα σημείο ελέγχου και αυτόματα εγγράφει βιομετρικά κάθε νέο πρόσωπο που σαρώνει. Εάν δεν υπάρχει καταχώρηση για ένα άτομο, δεν του επιτρέπεται η διέλευση. Το Red Wolf θα μπορούσε επίσης να αρνηθεί την είσοδο με βάση άλλες πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες στα παλαιστινιακά προφίλ, για παράδειγμα εάν ένα άτομο καταζητείται για ανάκριση ή σύλληψη.
Με την πάροδο του χρόνου, το Red Wolf επεκτείνει τη βάση δεδομένων του με πρόσωπα Παλαιστινίων. Σε μαρτυρία που δόθηκε στο Breaking the Silence, Ισραηλινός διοικητής με έδρα τη Χεβρώνα δήλωσε ότι οι στρατιώτες έχουν αναλάβει την εκπαίδευση και τη βελτιστοποίηση του αλγορίθμου αναγνώρισης προσώπου του Red Wolf, ώστε να μπορεί να αρχίσει να αναγνωρίζει πρόσωπα χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.
Η Διεθνής Αμνηστία κατέγραψε ακόμη, μέσω των μαρτυριών που δόθηκαν από το στρατιωτικό προσωπικό, πώς η παρακολούθηση των Παλαιστινίων έχει γίνει παιχνίδι. Για παράδειγμα, δύο στρατιώτες με έδρα τη Χεβρώνα το 2020 δήλωσαν ότι η εφαρμογή Blue Wolf βγάζει βαθμολογίες με βάση τον αριθμό των Παλαιστινίων που έχουν καταγραφεί – με τους Ισραηλινούς διοικητές να παρέχουν βραβεία για το τάγμα με την υψηλότερη βαθμολογία. Με αυτόν τον τρόπο, οι Ισραηλινοί στρατιώτες έχουν κίνητρο να κρατούν τις/τους Παλαιστίνιες/-ους υπό συνεχή παρακολούθηση.
Η Διεθνής Αμνηστία κατέγραψε επίσης πώς τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου του Ισραήλ με τεχνητή νοημοσύνη υποστηρίζονται από μια τεράστια φυσική υποδομή υλικού παρακολούθησης.
Η Χεβρώνα έχει χαρακτηριστεί από τον ισραηλινό στρατό ως «έξυπνη πόλη». Η πραγματικότητα είναι ότι οι δρόμοι είναι γεμάτοι κάμερες παρακολούθησης, τοποθετημένες στις πλευρές των κτιρίων, στους στύλους φωτισμού, στους πύργους παρακολούθησης και στις στέγες, επιτείνοντας τον ήδη δραστικό διαχωρισμό που υπάρχει στη Χεβρώνα. Για τις Παλαιστίνιες και τους Παλαιστίνιους, η πανταχού παρούσα επιτήρηση έχει επιδεινώσει την αίσθηση ότι ορισμένες περιοχές της Η2 είναι απαγορευμένες γι’ αυτές και γι’ αυτούς – ακόμη και περιοχές που απέχουν μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι τους.
«Μπορούν [οι Ισραηλινοί στρατιώτες] να σου πουν ότι το όνομά σου δεν είναι στη βάση δεδομένων, τόσο απλά, και τότε δεν σου επιτρέπεται να περάσεις [στο] σπίτι σου».
Eyad, κάτοικος της Tel Rumeida
Η γειτονιά Tel Rumeida βρίσκεται κοντά στο βαριά εξοπλισμένο σημείο ελέγχου 56, το οποίο είναι εξοπλισμένο με τουλάχιστον 24 συσκευές οπτικοακουστικής παρακολούθησης και άλλους αισθητήρες. Ο Eyad, κάτοικος της Tel Rumeida, περιέγραψε πώς η εγκατάσταση του σημείου ελέγχου 56 στην άλλοτε ακμάζουσα οδό Shuhada, σε συνδυασμό με τη βαριά στρατιωτική παρουσία και σχεδόν 30 χρόνια περιορισμών στην κυκλοφορία και αναγκαστικού κλεισίματος των παλαιστινιακών επιχειρήσεων, «σκότωσε όλες τις μορφές κοινωνικής ζωής».
Ο Eyad περιέγραψε επίσης πώς οι Ισραηλινοί στρατιώτες φαίνεται να βασίζονται στο σύστημα αναγνώρισης προσώπου, το οποίο η Διεθνής Αμνηστία χαρακτήρισε ως το Red Wolf, για να εμποδίζουν τους κατοίκους να επιστρέψουν στα σπίτια τους:
«Μπορούν [οι Ισραηλινοί στρατιώτες] να σου πουν ότι το όνομά σου δεν είναι στη βάση δεδομένων, τόσο απλά, και τότε δεν σου επιτρέπεται να περάσεις [στο] σπίτι σου».
Στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ λειτουργεί ένα δίκτυο χιλιάδων καμερών CCTV σε όλη την Παλιά Πόλη, γνωστό ως Mabat 2000. Από το 2017, οι ισραηλινές αρχές αναβαθμίζουν αυτό το σύστημα για να ενισχύσουν τις δυνατότητες αναγνώρισης προσώπου και να αποκτήσουν προς όφελός τους πρωτοφανείς εξουσίες επιτήρησης.
Η Διεθνής Αμνηστία χαρτογράφησε τις κάμερες CCTV σε μια περιοχή 10 τετραγωνικών χιλιομέτρων στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, συμπεριλαμβανομένης της Παλιάς Πόλης και του Sheikh Jarrah, και διαπίστωσε την παρουσία μίας έως δύο καμερών CCTV ανά πέντε μέτρα.
«Κάθε φορά που βλέπω μια κάμερα, νιώθω άγχος. Σαν να σε αντιμετωπίζουν πάντα λες και είσαι στόχος».
Neda, Παλαιστίνια κάτοικος
Οι ισραηλινές αρχές έχουν στοχοποιήσει χώρους πολιτιστικής και πολιτικής σημασίας με νέα εργαλεία επιτήρησης, όπως η είσοδος της Πύλης της Δαμασκού στην Παλιά Πόλη, η οποία αποτελεί εδώ και καιρό τόπο συνάντησης και διαμαρτυρίας των Παλαιστινίων.
Ο αντίκτυπος αυτών των πολυάριθμων καμερών γίνεται έντονα αισθητός από τις Παλαιστίνιες και τους Παλαιστίνιους, όπως εξήγησε μια κάτοικος, η Neda:
«Με παρακολουθούν όλη την ώρα… μου δημιουργεί ένα πραγματικά κακό συναίσθημα παντού στον δρόμο. Κάθε φορά που βλέπω μια κάμερα, νιώθω άγχος. Σαν να σε αντιμετωπίζουν πάντα λες και είσαι στόχος».
Αυτή η μαζική παρακολούθηση παραβιάζει τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή, την ισότητα και την καταπολέμηση των διακρίσεων. Έχει επίσης ανατριχιαστική επίδραση στα δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας της ειρηνικής συνάθροισης, αποτρέποντας τους Παλαιστίνιους και τις Παλαιστίνιες από το να διαμαρτυρηθούν και επιδεινώνοντας ένα κλίμα φόβου και καταστολής.
Όπως δήλωσε ένας Παλαιστίνιος δημοσιογράφος στη Διεθνή Αμνηστία:
«Όσες/-οι διαδηλώνουν γτωρίζουν ότι, ακόμα κι αν δεν συλληφθούν επιτόπου, τα πρόσωπά τους θα καταγραφούν από τις κάμερες και μπορούν να συλληφθούν αργότερα».
Στις γειτονιές Sheikh Jarrah και Silwan, ο αριθμός των καμερών κλειστού κυκλώματος αυξήθηκε σημαντικά μετά τις διαδηλώσεις του 2021 κατά των εξαναγκαστικών εξώσεων οικογενειών Παλαιστινίων ώστε για να δημιουργηθεί χώρος για εποίκους.
Η Διεθνής Αμνηστία κατέγραψε επίσης πώς η συνεχιζόμενη επέκταση της επιτήρησης στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, μια παράνομα προσαρτημένη πόλη, εδραιώνει ψηφιακά τον τομέα ελέγχου του Ισραήλ και συμβάλλει στην προώθηση εκτός νόμου στόχων ασφαλείας των παράνομων εποίκων. Η επιτήρηση όχι μόνο αποτρέπει τις διαμαρτυρίες κατά της επέκτασης των εποικισμών, αλλά οι ισραηλινές αρχές και οι έποικοι έχουν επίσης εγκαταστήσει πρόσθετες υποδομές επιτήρησης γύρω από περιοχές κοντά σε παράνομους εποικισμούς.
Η Διεθνής Αμνηστία δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιες εταιρείες παρέχουν στις ισραηλινές αρχές λογισμικό αναγνώρισης προσώπου. Ωστόσο, οι ερευνητές προσδιόρισαν τους πωλητές αρκετών καμερών που βρήκαν στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ. Τεκμηρίωσαν κάμερες CCTV υψηλής ανάλυσης που κατασκευάζονται από την κινεζική εταιρεία Hikvision και είναι εγκατεστημένες σε κατοικημένες περιοχές και τοποθετημένες σε στρατιωτικές υποδομές. Ορισμένα από αυτά τα μοντέλα, σύμφωνα με το μάρκετινγκ της ίδιας της Hikvision, μπορούν να συνδεθούν σε εξωτερικό λογισμικό αναγνώρισης προσώπου. Η Διεθνής Αμνηστία εντόπισε επίσης κάμερες που κατασκευάζονται από την ολλανδική εταιρεία TKH Security, σε δημόσιους χώρους αλλά και προσαρτημένες σε υποδομές της αστυνομίας.
Η Hikvision και η TKH Security πρέπει να δεσμευτούν ότι θα διασφαλίσουν ώστε οι τεχνολογίες τους να μη χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση ή την περαιτέρω εμπέδωση του συστήματος απαρτχάιντ του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων.
Agnès Callamard
Η Διεθνής Αμνηστία απευθύνθηκε εγγράφως και στις δύο εταιρείες εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο που διατρέχουν τα προϊόντα τους να χρησιμοποιηθούν με το σύστημα Mabat 2000 για τη διενέργεια αναγνώρισης προσώπου με στόχο τους Παλαιστίνιες/-ους και να συνδεθούν με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Διεθνής Αμνηστία ζήτησε επίσης πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας των εταιρειών. Και οι δύο εταιρείες δεν ήταν σε θέση να περιγράψουν πώς είχαν εκπληρώσει ή εκπληρώνουν επί του παρόντος τις ευθύνες τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως προς αυτές τις πωλήσεις υψηλού κινδύνου.
Σύμφωνα με τον ιστότοπο της TKH Security, το 2017 μια ισραηλινή εταιρεία με την ονομασία Mal-Tech Technological Solutions (Mal-Tech) έγινε ο επίσημος διανομέας της για την ισραηλινή αγορά. Στην απάντησή της προς τη Διεθνή Αμνηστία, η TKH Security δήλωσε ότι «δεν έχει κάνει καμία συναλλαγή με την Mal-Tech τα τελευταία χρόνια» και δήλωσε ότι επί του παρόντος δεν έχει άμεση επιχειρηματική σχέση με τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας. Η TKH Security δεν απάντησε στα περαιτέρω αιτήματα της Διεθνούς Αμνηστίας για διευκρινίσεις. Η Hikvision δεν απάντησε σε καμία από τις ερωτήσεις της Διεθνούς Αμνηστίας.
«Η Hikvision και η TKH Security πρέπει να δεσμευτούν ότι θα διασφαλίσουν ώστε οι τεχνολογίες τους να μη χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση ή την περαιτέρω εμπέδωση του συστήματος απαρτχάιντ του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων», δήλωσε η Agnès Callamard.
«Πρέπει να σταματήσουν να προμηθεύουν οποιεσδήποτε τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται από τις ισραηλινές αρχές για τη διατήρηση παράνομων εποικισμών, οι οποίοι αποτελούν εγκλήματα πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και να διασφαλίσουν ότι θα πωλούν μόνο σε πελάτες που συμμορφώνονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Ιστορικό
Το 2022, η Διεθνής Αμνηστία δημοσίευσε μια έκθεση που τεκμηριώνει πώς το Ισραήλ επιβάλλει ένα θεσμοθετημένο σύστημα καταπίεσης και κυριαρχίας κατά των Παλαιστινίων, το οποίο ισοδυναμεί με απαρτχάιντ σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το σύστημα αυτό επιβάλλεται σε βάρος των Παλαιστινίων όπου το Ισραήλ έχει τον έλεγχο των δικαιωμάτων τους και διατηρείται με παραβιάσεις που συνιστούν το απαρτχάιντ ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζεται στο Καταστατικό της Ρώμης και στη Σύμβαση του Απαρτχάιντ.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κρατική παρέμβαση στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή πρέπει να αποτελεί αποδεδειγμένα αναγκαίο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση ενός νόμιμου στόχου. Η χρήση επιτήρησης από το Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων δεν πληροί αυτά τα κριτήρια, συμβάλλει επίσης στον περιορισμό της ελευθερίας μετακίνησης στο πλαίσιο της παρατεταμένης κατοχής, του παράνομου εποικισμού και της προσάρτησης, ενώ εδραιώνει τον διαχωρισμό και τον κατακερματισμό του παλαιστινιακού λαού, και τελικά συμβάλλει στη διατήρηση του συστήματος απαρτχάιντ του Ισραήλ.