epa12580126 Sudanese national Ali Muhammad Ali Abd al-Rahman, also known as Ali Kushayb, waits to hear the verdict of the International Criminal Court (ICC), in The Hague, Netherlands, 09 December 2025. ICC judges on 09 December sentenced Kushayb, a former commander of the Janjaweed militia group, to 20 years in prison after he was convicted of committing a number of crimes against humanity and war crimes in Sudan's Darfur region. EPA/PETER DEJONG / POOL
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) καταδίκασε σήμερα ηγετικό μέλος σουδανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης σε 20 χρόνια κάθειρξης για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν στη διάρκεια εμφυλίου πολέμου πριν από 20 χρόνια στην περιοχή του Νταρφούρ.
Ο Αλί Μουχάμαντ Αλί Αμπντ-Αλ-Ραχμάν, γνωστός επίσης με το πολεμικό όνομα Αλί Κουσέιμπ, κρίθηκε ένοχος τον Οκτώβριο για πολλαπλά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων βιασμών, δολοφονιών και βασανιστηρίων που διαπράχθηκαν στο Νταρφούρ μεταξύ του 2003 και του 2004.
Ντυμένος με μπλε κοστούμι και γραβάτα, ο 76χρονος άνδρας παρέμεινε ατάραχος κατά την ανακοίνωση της ποινής του από τη δικαστή Τζοάνα Κόρνερ, πρόεδρο του δικαστηρίου.
Ο Αμπντ-Αλ-Ραμχάν, που παραδόθηκε οικειοθελώς το 2020 στο ΔΠΔ, ήταν ηγετικό μέλος της σουδανικής πολιτοφυλακής των Τζαντζαουίντ και συμμετείχε «ενεργά» στη διάπραξη των εγκλημάτων, σύμφωνα με το δικαστήριο.
Η δικαστής Κόρνερ δήλωσε ότι ο ίδιος είχε «προσωπικά διαπράξει» ξυλοδαρμούς, ακόμα και με τσεκούρι, και είχε διατάξει εκτελέσεις. Η ίδια αναφέρθηκε σε μαρτυρίες θυμάτων που είχαν δηλώσει ότι εκείνος είχε εξαπολύσει «εκστρατεία εξόντωσης, ταπείνωσης και εκτοπισμού».
Τον Νοέμβριο, ο εισαγγελέας Τζούλιαν Νίκολς είχε ζητήσει ισόβια κάθειρξη για τον Αμπντ-Αλ-Ραχμάν. «Ένας δολοφόνος με τσεκούρι στέκεται κυριολεκτικά μπροστά σας», είχε δηλώσει τους δικαστές, χαρακτηρίζοντας «εφιαλτικές» τις περιγραφές των εγκλημάτων.
Ο Αμπντ-Αλ-Ραχμάν αρνήθηκε ότι ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος των Τζαντζαουίντ, μιας κυρίως αραβικής, παραστρατιωτικής οργάνωσης, που είχε εφοδιαστεί με όπλα από τη σουδανική κυβέρνηση για να σκοτώνει κυρίως ομάδες μαύρων Αφρικανών στο Νταρφούρ πριν από δύο δεκαετίες.
Τον Φεβρουάριο του 2020 διέφυγε στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία όταν η νέα σουδανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συνεργαστεί με την έρευνα του ΔΠΔ.
Δήλωσε ότι παραδόθηκε στη συνέχεια διότι ήταν «απεγνωσμένος» και φοβόταν ότι οι αρχές θα τον εκτελούσαν, έναν ισχυρισμό που απέρριψε το δικαστήριο.
Οι μάχες ξέσπασαν το 2003 στο Νταρφούρ όταν αντάρτες, καταγγέλλοντας συστηματικές εθνοτικές διακρίσεις, πήραν τα όπλα κατά του καθεστώτος του αλ Μπασίρ, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο είχαν Άραβες.
Το Χαρτούμ αντέδρασε αναπτύσσοντας την παραστρατιωτική οργάνωση των Τζαντζαουίντ, μια δύναμη που αποτελούνταν από μέλη νομαδικών ομάδων της περιοχής.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η σύγκρουση στο Νταρφούρ, που έλαβε τέλος το 2020, προκάλεσε τον θάνατο 300.000 ανθρώπων και οδήγησε στον εκτοπισμό 2,5 εκατομμυρίων άλλων.
Από τον Απρίλιο του 2023, στο Σουδάν μαίνεται και πάλι πόλεμος μεταξύ του στρατού και των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ/RSF), που προήλθαν από τους Τζαντζαουίντ. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί.
Στις αρχές Νοεμβρίου, η εισαγγελία του ΔΠΔ προειδοποίησε ότι οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν στην πόλη Ελ-Φάσερ του Σουδάν θα μπορούσαν να συνιστούν εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Σουδάν: Η προέλαση των ΔΤΥ μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω εκτοπισμό αμάχων και νέες μεταναστευτικές ροές προς τις γειτονικές χώρες, προειδοποιεί ο ΟΗΕ
Η προέλαση των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ) στο Σουδάν ενδέχεται να προκαλέσει νέο εκτοπισμό αμάχων και εισροή μεταναστών στις γειτονικές χώρες, προειδοποίησε σήμερα ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) Φιλίπο Γκράντι.
Οι ΔΤΥ κατέλαβαν την πόλη ελ Φάσερ στην περιοχή του Νταρφούρ στα τέλη Οκτωβρίου, μία από τις σημαντικότερες νίκες που έχουν καταγράψει στα δυόμισι χρόνια πολέμου με τον σουδανικό στρατό. Αυτόν τον μήνα οι παραστρατιωτικοί συνεχίζουν την προέλασή τους προς τα ανατολικά και την περιοχή του Κορντοφάν, όπου χθες Δευτέρα έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τη μεγαλύτερη πετρελαιοπηγή του Σουδάν.
Οι περισσότεροι από τους 40.000 ανθρώπους, που ο ΟΗΕ εκτιμά ότι έχουν εκτοπιστεί λόγω της πρόσφατης βίας στο Κορντοφάν, έχουν αναζητήσει καταφύγει στο εσωτερικό του Σουδάν, σημείωσε ο Γκράντι, αλλά αυτό ίσως να αλλάξει αν η βία επεκταθεί σε μια μεγάλη πόλη, όπως η ελ Ομπέιντ.
«Αν συμβεί αυτό – όχι απαραίτητα να καταληφθεί η πόλη—αλλά να περικυκλωθεί από τις συγκρούσεις , είμαι σχετικά βέβαιος ότι θα δούμε μεγαλύτερη έξοδο» προσφύγων, τόνισε ο Γκράντι σε συνέντευξη που παραχώρησε από το Πορτ Σουδάν χθες Δευτέρα το βράδυ.
«Πρέπει να παραμείνουμε (…) σε ετοιμότητα στις γειτονικές χώρες για την περίπτωση που αυτό συμβεί», πρόσθεσε.
Μέχρι στιγμής ο εμφύλιος στο Σουδάν, που ξέσπασε τον Απρίλιο του 2023, έχει ξεριζώσει σχεδόν 12 εκατ. ανθρώπους, εκ των οποίων 4,3 εκατ. έχουν καταφύγει σε γειτονικές χώρες, όπως το Τσαντ και το Νότιο Σουδάν, στη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση παγκοσμίως.
Ωστόσο κάποιοι έχουν επιστρέψει στο Χαρτούμ, το οποίο ανακατέλαβε ο σουδανικός στρατός.
Οι εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις δεν διαθέτουν τους πόρους για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους έχουν πέσει θύματα βίας, βιασμού ή κλοπής, κατήγγειλε ο Γκράντι, ο οποίος συναντήθηκε με επιζώντες των μαζικών σφαγών στην ελ Φάσερ.
«Ίσα που ανταποκρινόμαστε» στις ανάγκες, σχολίασε ο ίδιος, καθώς το σχέδιο αντίδρασης του ΟΗΕ έχει χρηματοδοτηθεί μόνο κατά ένα τρίτο λόγω των περικοπών στη διεθνή βοήθεια στις οποίες προχωρούν οι δυτικές χώρες. Το UNHCR δεν διαθέτει τους πόρους να μεταφέρει τους Σουδανούς πρόσφυγες που διαμένουν σε μια ασταθή περιοχή κατά μήκος των συνόρων με το Τσαντ, τόνισε ο Γκράντι.
Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να περπατήσουν χιλιόμετρα από την ελ Φάσερ και το Κορντοφάν ως τον καταυλισμό αλ Ντάμπα στις όχθες του Νείλου, βόρεια του Χαρτούμ, τον οποίο επισκέφθηκε τη προηγούμενη εβδομάδα ο Γκράντι, είναι γυναίκες και παιδιά. Οι σύζυγοί τους και οι γιοι τους είτε σκοτώθηκαν είτε στρατολογήθηκαν.
Κάποιες μητέρες δήλωσαν ότι έντυσαν κορίτσια τους γιους τους για να μην απαχθούν από τους μαχητές, σημείωσε ο Γκράντι.
«Ακόμη και το να φύγουν είναι δύσκολο διότι οι πολιτοφυλακές σταματούν για έλεγχο συνεχώς τους ανθρώπους», εξήγησε.