Στο νέο της βιβλίο “Larmes de combat”, το ίνδαλμα του γαλλικού κινηματογράφου, η 83χρονη σήμερα Μπριζίτ Μπαρντό, αφηγείται τον αγώνα της υπέρ της προστασίας των ζώων, που την «έσωσαν» από το πέρασμα από τα φώτα της δημοσιότητας και συνηγορεί υπέρ ενός κοινού μέλλοντος για όλους τους ζώντες οργανισμούς.
«Αυτή η διαθήκη θα κομίζει για πάντα τις πεποιθήσεις μου, τη μελαγχολία μου, τις προσδοκίες μου», δηλώνει η Μπεμπέ στο βιβλίο της που κυκλοφορεί αύριο, Πέμπτη, από τις εκδόσεις Plon. «Δεν θα ξαναγράψω πλέον άλλα βιβλία», είχε δηλώσει νωρίτερα στο AFP.
Στο βιβλίο των 250 σελίδων, η Μπαρντό μιλά για την παιδική της ηλικία, τα χρόνια στα κινηματογραφικά πλατό, τη διασημότητα, τους έρωτές της, την ξαφνική ρήξη της με τον κινηματογράφο το 1973, τον καρκίνο του μαστού.
Αλλά κυρίως, ο «ζωντανός μύθος», όπως αυτοαποκαλείται, επανέρχεται στη «σημασία» της μάχης που δίνει για τους φίλους της τα ζώα και το «ζώο που είμαι εγώ. Δεν ανήκω στο ανθρώπινο γένος. Δεν θέλω να ανήκω εκεί, νιώθω διαφορετική, σχεδόν αφύσικη», δηλώνει.
Η σταρ που καταγοήτευε στη μεγάλη οθόνη το 1956 σε ηλικία 22 ετών με την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», δηλώνει ότι ήταν πάντα ευαισθητοποιημένη στο θέμα των ζώων. «Ως παιδί ήξερα, αισθανόμουν ότι είμαι ζώο».
Ο πρώτος της σύζυγος, ο Ροζέ Βαντίμ, τής άνοιξε τα μάτια για τις συνθήκες θανάτου των ζώων μέσα στα σφαγεία.
Η ριζική αλλαγή ζωής το 1973 τής επέτρεψε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην «πρωτοπόρα μάχη” της και συχνά παρανοημένη.
«Το πρώτο μέρος της ζωής μου υπήρξε σαν την πρόχειρη εκδοχή της ύπαρξης μου», όταν το δεύτερο μέρος «έφερε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθετα στον εαυτό μου μέχρι τότε».
Γράφοντας τις αναμνήσεις της, η Μπαρντό αφηγείται τη μάχη της για τα μωρά φώκιες, τη δημιουργία του ιδρύματός της και στη συνέχεια αναφέρεται στο κυνήγι, στα ζωολογικά πάρκα, στη βιομηχανική εκτροφή, στη γούνα, στην κατανάλωση κρέατος αλόγου την ανάκληση του οποίου ελπίζει να δει «πριν από τον θάνατό της».
Κατηγορεί επίσης τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί και τον υπουργό Οικολογικής Μετάβασης Νικολά Ιλό, δύο «μεγάλες (πολιτικές) απογοητεύσεις» για την προστασία των αλόγων και τη σφαγή των λύκων.
Η ακτιβίστρια και χορτοφάγος επαναλαμβάνει ότι «το ζώο την έσωσε από μια ασφυκτική διασημότητα και ότι τα ζώα που ζουν μέσα στο σπίτι της στο Σεν Τροπέ, στη νοτιοανατολική Γαλλία, όπου ζει απομονωμένη εδώ και πολλά χρόνια κι όπου θέλει να ταφεί, είναι η στενή της οικογένεια».
Εντούτοις, η Μπεμπέ δεν ξεχνά τους παλιούς της έρωτες της, κυρίως τον Σερζ Γκενσμπούρ, ή φιλίες της όπως με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, που πήγε στο σπίτι της μια ημέρα «μούσκεμα, σαν σούπα, με ομπρέλα και γαλότσες».
Η Μπαρντό επανέρχεται ακόμη στην αντιπαράθεση που δημιούργησε όταν αρνήθηκε τη σχέση με τον γιο της Νικολά και με τις δηλώσεις της για τη μετανάστευση. Όσον αφορά τον γιο της, η Μπαρντό είπε ότι «η σχέση έχει εξομαλυνθεί».
Αναφορικά με τις πέντε καταδίκες της για υποκίνηση στο φυλετικό μίσος, η Μπαρντό δηλώνει ότι «ουδέποτε ζήτησε από κανέναν να είναι ρατσιστής και δεν νομίζω ότι τρέφω το φυλετικό μίσος». Δηλώνει ότι είναι κατά της σφαγής του ζώου χωρίς αναισθησία, μια πρακτική που ακολουθείται σε τελετουργικά από τους εβραίους και τους μουσουλμάνους. Τίποτα παραπάνω.
Οι καταδίκες αυτές είχαν στόχο δηλώσεις της σε βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού, ο οποίος σύμφωνα με την αυτήν, «μας καταστρέφει, καταστρέφει τη χώρα μας επιβάλλοντας τις ενέργειές του», ή ακόμη σε βάρος των «παράτυπων μεταναστών που βεβηλώνουν και επιτίθενται στις εκκλησίες μας για να τις μετατρέψουν σε ανθρώπινα χοιροστάσια».
Η Μπαρντό ομολογεί τον φόβο της για τον θάνατο και ότι βρίσκει καταφύγιο στην «προσωπική της σχέση με την Παρθένο Μαρία». Ελπίζει οι άνθρωποι να τη θυμούνται ως μια γυναίκα που ανέτρεψε το ταμπού της «ζωώδους ανθρωπότητας». «Το πέρασμά μου από τη γη δεν θα είναι συνεπώς μάταιο. Και η ψυχή μου επιτέλους θα αναπαυθεί εν ειρήνη».