Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Βερολίνο, η πρωτεύουσα του Ναζιστικού κινήματος και του «χιλιετούς Ράιχ» χωρίστηκε σε ζώνες ανάλογα με την επιρροή των συμμάχων, όπως συνέβη και με ολόκληρη την ηττημένη Γερμανία. Οι δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης κατέλαβαν το ανατολικό τμήμα που καταλάμβανε το 45,6 % της συνολικής έκτασης της πόλης και οι συμμαχικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) μοιράστηκαν τις δυτικές περιοχές. H πρώτη κρίση σε αυτή την λεπτή ισορροπία έγινε το 1948, όταν οι Δυτικές Δυνάμεις αποφάσισαν την ενοποίηση των εδαφών τους και η Σοβιετική ένωση ανέστειλε τη συμμετοχή της στη Διασυμμαχικλη διοίκηση προβαίνοντας σε έναν 11μηνο χερσαίο αποκλεισμό του Δυτικού Βερολίνου, που οι σύμμαχοι αντιμετώπισαν με τις περίφημες αερογέφυρες.
Το 1949 τα γερμανικά εδάφη που κατείχε η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσαν ίδια κρατική οντότητα, με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατική της Γερμανίας ή Ανατολική Γερμανία. Η διάσπαση επιδεινώθηκε με την εκτεταμένη μετανάστευση μεγάλου ποσοστού κατοίκων του Ανατολικού Βερολίνου στο Δυτικό, στο οποίο επικρατούσαν ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής. Για να αναχαιτίσουν αυτό το μαζικό φαινόμενο, οι ανατολικογερμανικές αρχές σε συμφωνία με τη Σοβιετική ηγεσία, αποφάσισαν την ανέγερση ενός φράχτη και έτσι τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Αυγούστου 1961 άρχισε να υψώνεται ανάμεσα στα δύο τμήματα του Βερολίνου ένα διαχωριστικό αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Λίγο αργότερα, το συρματόπλεγμα άρχισε να αντικαθίσταται από προπαρασκευασμένα τμήματα τσιμεντένιων τοίχων για να καταλήξει στο Τείχος του Βερολίνου που θα παρέμενε στην πόλη για τα επόμενα σχεδόν 30 χρόνια.
Κατά μήκος του δίμετρου τείχους, από την ανατολική πλευρά, υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς, γνωστή και ως ζώνη θανάτου, με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια. Οι φύλακες είχαν τη διαταγή να πυροβολούν όποιον έκανε απόπειρα να δραπετεύσει με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια σχεδόν 200 άνθρωποι να σκοτωθούν στην προσπάθεια να καταφύγουν στη Δύση. Πάντως, σε πολιτικό επίπεδο, το τείχος διασφάλισε μια σχετική ηρεμία και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των δύο πλευρών που συνετέλεσε καταλυτικά στο να αποφευχθεί κάποια επικίνδυνη σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου. Κι ενώ η Δύση είχε εκφράσει τη διαφωνία της σχετικά με την ύπαρξη του τείχους, τους τελευταίους μήνες του 1989 τα κομμουνιστικά καθεστώτα βρίσκονταν στο χείλος της ανατροπής με τις πολιτικές του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ για ελεύθερη μετακίνηση να ωθούν πολλές χώρες στο άνοιγμα των συνόρων τους προς τη Δύση. Στις 9 Νοέμβρη 1989, το Βερολίνο έγινε μία απο αυτές τις χώρες με την κατεδάφιση του τείχους και τον κόσμο από τις δύο πλευρές να αγκαλιάζεται και να πανηγυρίζει στο δρόμο την επανένωσή του.
Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο(ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999.