Ο Πούλιτζερ γεννήθηκε στην πόλη Μόκο της Ουγγαρίας το 1847 και μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1864 όπου πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο Βορείων και Νοτίων, στο πλευρό των πρώτων. Μετά τη λήξη του πολέμου εγκαταστάθηκε στον Σεντ Λούις και εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε γερμανόφωνη εφημερίδα, της οποίας έγινε μέτοχος το 1871. Παράλληλα επέδειξε και πολιτική δραστηριότητα και εξελέγη στο τοπικό νομοθετικό σώμα της πολιτείας του Μισούρι. Ήταν οπαδός του Φιλελεύθερου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και αργότερα, μετά τη διάλυσή του, έγινε υποστηρικτής του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 1883, αγόρασε την εφημερίδα της Νέας Υόρκης The World και το 1890 καθιέρωσε την απογευματινή της έκδοση με τον τίτλο The Evening World. Προχώρησε σε καινοτομίες, εγκαινιάζοντας στήλες και σελίδες που ήταν αφιερωμένες στο αθλητικό ρεπορτάζ, στο ρεπορτάζ μόδας, στην πολιτιστική κίνηση, στα κόμικς κλπ., και έδωσε μεγάλο βάρος στην πλούσια εικονογράφηση. Πρωτοποριακές για την εποχή θεωρήθηκαν και οι διαφημιστικές καμπάνιες των εκδόσεών του. Βασικός ανταγωνιστής του για τα πρωτεία στον Τύπο της Νέας Υόρκης ήταν η εφημερίδα New York Morning Journal του Γουίλιαμ Χιρστ. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο ανταγωνισμός τους με εντυπωσιακούς τίτλους, πομπώδεις λεζάντες και προκλητικές φωτογραφίες σε εφημερίδες που τυπώνονταν σε κίτρινο χαρτί, που έφτασε στο αποκορύφωμά του στον τρόπο κάλυψης του Ισπανοαμερικανικού πολέμου, οδήγησε στην καθιέρωση του αρνητικού όρου Κίτρινος Τύπος. Στο τέλος της δεκαετίας του 1890 ο Πούλιτζερ άρχισε σταδιακά να αποσύρεται από τη διεύθυνση των εφημερίδων του λόγω προβλημάτων υγείας, συνέχισε όμως να ορίζει την πολιτική τους γραμμή.
Κληροδότησε μέρος της περιουσίας του στη σχολή δημοσιογραφίας του πανεπιστημίου Κολούμπια και θέσπισε το βραβείο που φέρει το όνομά του με σκοπό να βραβεύονται κάθε χρόνο δημοσιογράφοι, λογοτέχνες και μουσικοί, οι οποίοι έχουν παρουσιάσει εξαίρετο έργο στον τομέα τους. Τα πρώτα βραβεία απονεμήθηκαν το 1917. Οι υποψήφιοι και οι νικητές των βραβείων ψηφίζονται από ειδική επιτροπή του πανεπιστημίου Κολούμπια. Αρχικά, το κληροδότημα προέβλεπε χρηματικό έπαθλο 5.000 δολαρίων για καθένα από τα 14 βραβεία δημοσιογραφίας (καλύτερο ειδησεογραφικό ρεπορτάζ τοπικού και εθνικού ενδιαφέροντος, κύριο άρθρο, ρεπορτάζ διεθνών θεμάτων, ρεπορτάζ ειδικού ενδιαφέροντος, ρεπορτάζ έρευνας, γελοιογραφία, φωτογραφικό ρεπορτάζ κλπ.) και τα 6 βραβεία λογοτεχνίας (μυθιστορήματος, μελέτης ή δοκιμίου, δράματος, ποίησης, βιογραφίας, ιστορίας), ενώ από το 1943 και μετά απονέμεται και βραβείο καλύτερης μουσικής σύνθεσης. Τα βραβεία κάθε έτους απονέμονται τον Μάιο.