Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους μουσικούς που άσκησαν σημαντική επίδραση στη μουσική του 20ού αιώνα. Μαζί με τα συγκροτήματα που έπαιξε κατά καιρούς, υπήρξε πρωτοπόρος σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη της μουσικής τζαζ, του bebop, της cool jazz, του hard bop, της modal jazz και της jazz fusion.
Ο Μάιλς μεγάλωσε στο Σεντ Λούι. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και η οικογένειά του ήταν εύπορη. Στα 13 του έπιασε στα χέρια του την πρώτη του τρομπέτα. Στο βιβλίο του ο Μάιλς περιγράφει τα έντονα συναισθήματα που έζησε εκείνη τη στιγμή. Η δεξιοτεχνία του στο όργανο αναπτύχθηκε ταχύτατα και το μουσικό του στυλ επηρεάστηκε από μουσικούς όπως οι Κλάρκ Τέρυ, Τσάρλι Πάρκα, Μπίλυ Έκστάην αλλά κυρίως, τον Ντίζη Γκιλέσπη. Η συναυλία του ντήζι στο Σεντ Λούι, όταν ο Μάιλς ήταν 15 χρονών ήταν μια μουσική αποκάλυψη για τον μικρό Μάιλς. Έκτοτε το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πάει στη Νέα Υόρκη και να παίξει τζαζ. Στα 18 του βρίσκοταν ήδη εκεί.
Το 1950 ο Μάιλς Ντέιβις εξέδωσε τον δίσκο Μπερθ οφ Κούλ, ο οποίος εισήγαγε ένα νέο έιδος τζαζ και διαφοροποιήθηκε από το χαρντ μποπ. Το 1969 εξέδωσε τον δίσκο ορόσημο Μπήτσες Μπρου, επηρεασμένος από την μουσική των Τζέημζ Μπράουν, Τζίμυ Χέντριξ και Σλάι εντ δα Φάμιλυ Στόουν. Μέχρι και την χρονιά του θανάτου του το 1991, συνέχισε να αναδεικνύει μουσικά ταλέντα και να εφευρίσκει νέα μουσικά είδη. Μάλιστα, το 1991 εξέδωσε το Ντου Μπαπ, που συνδύασε την τρομπέτα του με χιπ χοπ.
Ο Μάιλς Ντέιβις πέρασε στην Rock and Roll Hall of Fame το 2006. ως «μία από τις μορφές κλειδιά στην ιστορία της τζαζ». Στις 7 Οκτωβρίου, 2008, το άλμπουμ του 1959 «Kind of Blue» έλαβε το τέταρτο πλατινένιο βραβείο της Recording Industry Association of America, για τέσσερα εκατομμύρια πωλήσεις στις Η.Π.Α. Στις 15 Δεκεμβρίου, 2009, ο Οίκος των Αντιπροσώπων πέρασε συμβολικό ψήφισμα αναγνώρισης του άλμπουμ Kind of Blue, «τιμώντας το κορυφαίο έργο και επιβεβαιώνοντας την τζαζ ως εθνικό θησαυρό».