Categories: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

Στις 24 Μαρτίου του 1905 πεθαίνει ο Ιούλιος Βερν

Ο Ιούλιος Βερν (Jules Gabriel Verne, 8 Φεβρουαρίου 1828 – 24 Μαρτίου 1905) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ιδιαίτερα γνωστός για τα περιπετειώδη μυθιστορήματά του και τη βαθιά επιρροή του στο λογοτεχνικό είδος της επιστημονικής φαντασίας. Είναι περισσότερο γνωστός από τα μυθιστορήματά του Ταξίδι στο Κέντρο της Γης (1864), 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα (1870) και Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (1873). Ο Βερν έγραφε για αεροπορικά και διαστημικά ταξίδια πριν εφευρεθούν πρακτικά τα αεροπλάνα και πριν επινοηθούν τα μέσα ενός διαστημικού ταξιδιού. Είναι ο δεύτερος πιο μεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο (μετά την Αγκάθα Κρίστι). Μερικά από τα βιβλία του γυρίστηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες, κινούμενα σχέδια και τηλεοπτικές σειρές. Ο Βερν αναφέρεται συχνά ως ο «Πατέρας της Επιστημονικής Φαντασίας», τίτλο που μερικές φορές μοιράζεται με τον Χιούγκο Γκέρνσμπακ και τον Χ. Τζ. Γουέλς.

Ο Ιούλιος τελείωσε φρόνιμα το γυμνάσιο στη Ναντ και ήταν αρχηγός σ’ όλα τα παιχνίδια. Εφηύρε ένα νέο είδος ξυλοπόδαρων και πάντα ζωγράφιζε φανταστικές εικόνες στον μαυροπίνακα για να απεικονίσει τις ιδέες του για τις μηχανές και τις εφευρέσεις του μέλλοντος. Στα λατινικά και στα ελληνικά δεν ήταν ιδιαίτερα καλός, όχι επειδή δεν ήταν επιμελής, αλλά επειδή δεν τον ενδιέφεραν. Μετά το λύκειο, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά και να πάρει την άδεια του δικηγόρου ώστε να αναλάβει αργότερα το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του.

Ως φοιτητής στο Παρίσι, ο Βερν ζούσε στις τυπικές φοιτητικές συνοικίες μ’ ένα πενιχρό επίδομα, το περισσότερο από το οποίο το ξόδευε στα βιβλιοπωλεία και στα θέατρα. Η δίψα για διάβασμα ήταν ακόρεστη και ρουφούσε οτιδήποτε βιβλίο μπορούσε να αγοράσει ή να δανειστεί. Ολόκληρο χρόνο, το 1848, ο Ιούλιος Βερν έμεινε στο Παρίσι μελετώντας και δουλεύοντας σκληρά. Εκείνη τη χρονιά, σε συνεργασία με τον Μισέλ Καρέ, άρχισε να γράφει λιμπρέτα για οπερέτες, πέντε εκ των οποίων για τον φίλο του και συνθέτη Αριστίντ Ινιάρ. Για κάποιο χρονικό διάστημα ξαναγύρισε στη μελέτη των νομικών για να ευχαριστήσει τον πατέρα του και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στους νομικούς όρους, στα συμβόλαια, στα αδικήματα, στα έγγραφα και στους νόμους. Ωστόσο, δεν είχε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την επιστήμη και μέσα στο νεανικό μυαλό του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν με επιμονή η πλοκή διαφόρων έργων και τα αστεία του παρισινού θεάτρου.

Το 1851 δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό Le Musée des familles οι πρώτες του μικρές ιστορίες: “Τα πρώτα καράβια του μεξικανικού ναυτικού” (Les premiers navires de la marine mexicaine) και “Ταξίδι με αερόστατο” (Un voyage en ballon). Οι ταξιδιωτικές ιστορίες που έγραψε για το περιοδικό αποκάλυψαν το πραγματικό του ταλέντο: να περιγράφει με απολαυστικό τρόπο εξωφρενικές περιπέτειες και ταξίδια, δίνοντας έξυπνα επιστημονικά και γεωγραφικά στοιχεία που έδιναν έναν αέρα αληθοφάνειας.

Όταν ο πατέρας του Βερν ανακάλυψε ότι ο γιος του περισσότερο έγραφε παρά μελετούσε νομικά, απέσυρε την οικονομική του υποστήριξη. Ο Βερν αναγκάστηκε να εργαστεί ως χρηματιστής, επάγγελμα που μισούσε παρά το γεγονός ότι ήταν επιτυχημένος σ’ αυτό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γνώρισε τον Βίκτωρα Ουγκώ και τον Αλέξανδρο Δουμά, από τους οποίους έμαθε πολλά που τον ωφέλησαν αργότερα. Επίσης ανακάλυψε πως το να γράφει κανείς θεατρικά έργα σαν ερασιτέχνης και το να γράφει έργα για να ζήσει, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το ένα ήταν διασκεδαστικό και το άλλο εξαιρετικά τολμηρό, ως μέσο που να εξασφαλίζει τροφή και στέγη. Ο Ιούλιος Βερν αναζήτησε τότε έναν άλλον τρόπο για να κερδίζει τα προς το ζην, πάντα με βάση το χάρισμά του να γράφει με ζωντανό τρόπο.

Το 1855 δημοσιεύτηκε το πρώτο του μυθιστόρημα ταξιδιών και περιπέτειας, το “Ξεχειμώνιασμα στους πάγους” (Un hivernage dans les glaces). Στις 10 Ιανουαρίου του 1857 παντρεύτηκε την Ονορίν ντε Βιαν Μορέλ, μια νεαρή χήρα με δύο κόρες. Με την ενθάρρυνσή της, κι ενώ εργαζόταν ως μεσίτης χρεωγράφων, συνέχισε να γράφει και να αναζητά εκδότη. Στις 3 Αυγούστου 1861 γεννήθηκε ο γιος του, Μισέλ Βερν. Έκτοτε ο Ιούλιος Βερν παραπονιόταν ότι το κλάμα του παιδιού τού αποσπούσε τη συγκέντρωσή του για τη συγγραφή μίας ιστορίας για ένα αερόστατο. Αργότερα ο Μισέλ παντρεύτηκε μία ηθοποιό παρά τις αντιρρήσεις του Ιουλίου Βερν, απέκτησε δύο παιδιά με μία ανήλικη ερωμένη και βυθίστηκε στα χρέη. Οι σχέσεις μεταξύ πατέρα και γιου βελτιώθηκαν μετά από αρκετά χρόνια.

Το 1862, κι αφού συνάντησε μεγάλες δυσκολίες να βρει εκδότη για το έργο του, ο Ιούλιος Βερν γνώρισε τον Πιέρ-Ζυλ Ετζέλ, έναν από τους πιο σημαντικούς Γάλλους εκδότες του 19ου αιώνα, ο οποίος εξέδωσε, μεταξύ άλλων, έργα του Βίκτωρος Ουγκώ, της Γεωργίας Σάνδη και των Ερκμάν-Σατριάν. Ο Ετζέλ διάβασε μία ιστορία του Βερν, σχετικά με την εξερεύνηση της Αφρικής με αερόστατο, η οποία είχε απορριφθεί από άλλους εκδότες επειδή ήταν “υπερβολικά επιστημονική”. Όμως ο Ετζέλ αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον νέο συγγραφέα. Με τη βοήθεια του Ετζέλ, ο Βερν ξαναέγραψε την ιστορία, η οποία και κυκλοφόρησε το 1863 σε βιβλίο με τίτλο “Πέντε εβδομάδες με αερόστατο”, που αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια του Ιουλίου Βερν να εισχωρήσει στον μαγικό του οραματικό κόσμο της μηχανής. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και ο Ετζέλ έγινε ο μοναδικός εκδότης του Ιουλίου Βερν. Αργότερα, με τη βοήθεια και πάλι του Ετζέλ, ο Βερν ήρθε σε επαφή με ερευνητές και εφευρέτες που διαπλάτυναν τις γνώσεις του, τον συμβούλευαν σε ειδικά θέματα και τον τροφοδοτούσαν με ιδέες.

Μετά την επιτυχία του “Πέντε εβδομάδες με αερόστατο” ο Βερν έγινε γνωστός ως συγγραφέας και μπορούσε πλέον να συντηρείται μόνο με τη συγγραφή. Τα επόμενα χρόνια έγραψε πάρα πολλά μυθιστορήματα που συνήθως δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο 15ήμερο περιοδικό του Ετζέλ Magazine d’Éducation et de Récréation πριν εκδοθούν ως βιβλία. Το βάρος επικεντρώνονταν σε μυθιστορήματα ταξιδιών και περιπετειών. Ο Βερν και ο Ετζέλ αποτέλεσαν ένα εξαιρετικό δίδυμο συγγραφέα-εκδότη μέχρι τον θάνατο του Ετζέλ το 1886. Ακολουθώντας τις συμβουλές του Ετζέλ, ο Ιούλιος Βερν πρόσθετε κωμικές πινελιές στα μυθιστορήματά του, άλλαζε τις δυσάρεστες καταλήξεις των έργων του σε ευχάριστες, και περνούσε ήπια διάφορα πολιτικά μηνύματα.

Τα βιβλία του Βερν, που απευθύνονταν κυρίως σε νεανικό και σχετικά μορφωμένο αρσενικό κοινό, δεν ήταν επιτυχημένα μόνο στη Γαλλία αλλά, χάρη στις μεταφράσεις τους, και σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Τα γνωστότερα έργα του είναι: “Ταξίδι στο κέντρο της Γης” (1864), “Από τη Γη στη Σελήνη” (1865), “20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα” (1869) και “Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες” (1873), τα οποία και σταθεροποίησαν τη φήμη του συγγραφέα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο “Γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες” ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του Βερν από άποψη πωλήσεων και διασκευάστηκε επιτυχώς για το θέατρο. Το 1876 εκδόθηκε το πολιτικό δράμα “Μιχαήλ Στρογκόφ”, που κι αυτό με τη σειρά του διασκευάστηκε με τη συνεργασία του Αντόλφ ντ’Εννερί σε επιτυχημένο θεατρικό έργο και αποζημίωσε τον Ιούλιο Βερν για τις απογοητεύσεις που δοκίμασε με τα θεατρικά έργα που έγραψε στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Το έργο αυτό γυρίστηκε αργότερα σε ομιλούσα κινηματογραφική ταινία, κάτι που δεν μπόρεσε να συλλάβει η ισχυρή φαντασία του Βερν.

Το 1867, ο Βερν αγόρασε ένα μικρό πλοίο, το Σεν Μισέλ, το οποίο αντικαταστάθηκε διαδοχικά από το Σεν Μισέλ ΙΙ και το Σεν Μισέλ ΙΙΙ, όσο βελτιώνονταν τα οικονομικά του συγγραφέα. Με το Σεν Μισέλ ΙΙΙ, ο Ιούλιος Βερν ταξίδεψε σ’ όλη την Ευρώπη. Το 1870, του δόθηκε ο τίτλος του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Μετά το 1880, αν και πέρασε πλέον το ζενίθ της δημιουργικότητάς του, ο Ιούλιος Βερν συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει έργα σχεδόν χωρίς διάλειμμα. Η πίστη του όμως στα τεχνικά επιτεύγματα σιγά-σιγά εξασθένησε και από πολιτικής άποψης έγινε πιο συντηρητικός. Παρά τις επιτυχίες του, δεν κατάφερε το 1883 να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, όπως ήταν η επιθυμία του. Έτσι, άρχισε να κάνει πολλά ταξίδια, εν μέρει με ιδιόκτητα μηχανοκίνητα ιστιοφόρα και διατηρούσε ένα εντυπωσιακό σπίτι στην Αμιένη όπου ζούσε και από όπου καταγόταν η σύζυγός του.

Τα τελευταία χρόνια

Εξώφυλλο του περιοδικού L’Algerie, 15 Ιουνίου 1884. Σχέδιο με τον Ιούλιο Βερν και μερικά από τα πλάσματα των έργων του.
Στις 9 Μαρτίου του 1886, καθώς ο Ιούλιος Βερν επέστρεφε στο σπίτι του, ο 25χρονος ανιψιός του, Γκαστόν, τον πυροβόλησε δύο φορές με πιστόλι. Η πρώτη σφαίρα αστόχησε αλλά η δεύτερη βρήκε το αριστερό πόδι του Βερν, αφήνοντάς του μόνιμη χωλότητα που δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπιστεί. Αυτό το περιστατικό αποσιωπήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά ο Γκαστόν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε ψυχιατρικό άσυλο.

Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του μητέρας (1887), κι αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος του Ετζέλ (1886), ο Ιούλιος Βερν άρχισε να γράφει πιο σκοτεινά έργα. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε αλλαγές στην προσωπικότητά του, αλλά ένας σημαντικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι ο γιος του Ετζέλ, ο οποίος ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του, δεν ήταν τόσο αυστηρός στις διορθώσεις του όσο ήταν ο Ετζέλ. Το 1888, ο Ιούλιος Βερν μπήκε στην πολιτική και εξελέγη δημοτικός σύμβουλος της Αμιένης, θέση την οποία υπηρέτησε επί 15 χρόνια. Στις 24 Μαρτίου 1905, κι ενώ έπασχε από διαβήτη, ο Ιούλιος Βερν πέθανε στο σπίτι του επί της Boulevard Longueville 44 (σημερινή Boulevard Jules-Verne), με τη χαρά ότι το έργο του είχε αγαπηθεί και εκτιμηθεί. Ο γιος του, Μισέλ Βερν, επέβλεψε την έκδοση των μυθιστορημάτων Η Εισβολή της Θάλασσας και Ο Φάρος στην Άκρη του Κόσμου.

Το 1863, ο Ιούλιος Βερν έγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο Το Παρίσι στον 20ό αιώνα, όπου ένας νεαρός άνδρας ζει σ’ έναν κόσμο με γυάλινους ουρανοξύστες, τρένα υψηλής ταχύτητας, αυτοκίνητα που κινούνται με φυσικό αέριο, αριθμομηχανές κι ένα παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνιών, αλλά δεν μπορεί να βρει την ευτυχία και καταλήγει σ’ ένα τραγικό τέλος. Ο Ετζέλ σκέφτηκε ότι η απαισιοδοξία του μυθιστορήματος θα έβλαπτε την ακμάζουσα καριέρα του Βερν και πρότεινε να περιμένει 20 χρόνια για να το δημοσιεύσει. Ο Βερν έβαλε το χειρόγραφο σ’ ένα ασφαλές σημείο, όπου ανακαλύφθηκε το 1989. Δημοσιεύθηκε το 1994, και την ίδια εποχή δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά πολλά άλλα μυθιστορήματα και διηγήματα του Βερν.

Ο Ιούλιος Βερν συνάρπασε τη φαντασία όχι μόνο της Γαλλίας, όπου γεννήθηκε, αλλά και όλης της ευρωπαϊκής ηπείρου και της Αμερικής. Τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Έγραψε ταξιδιωτικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε θάλασσες, σε στεριές και στον αέρα, προβλέποντας μερικά από τα σύγχρονα κατορθώματα του ανθρώπου. Τα μεγάλα συγγράμματά του εισήγαγαν στη φιλολογία μία νέα σχολή, περιγράφοντας με σχεδόν επιστημονικό τρόπο τις τολμηρές και απίστευτες περιπέτειες, που ήταν άγνωστες στους συγχρόνους του.

Εκείνη την εποχή ο κόσμος εξακολουθούσε να αντικρύζει την επιστήμη με φόβο και αγωνία και περιοριζόταν στα εργαστήρια των σοφών, που δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να αποθαρρυνθεί από τις λαϊκές προλήψεις. Ο νέος τύπος μυθιστορήματος που εισήγαγε ο Ιούλιος Βερν ανατάραξε τη φαντασία των ανθρώπων και τους έκανε να στραφούν ψηλά και να ερευνήσουν τον ουρανό έχοντας το ερώτημα αν είναι πραγματικά δυνατή η πτήση στο διάστημα. Έκανε επίσης τους ανθρώπους να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στους βυθούς των ωκεανών και να μελετήσουν αν υπήρχε δυνατότητα να κατακτήσουν τον υποβρύχιο κόσμο. Σήμερα, παρόλο που οι περισσότερες φανταστικές του ιστορίες έγιναν πραγματικότητα, τα έργα του εξακολουθούν να είναι αγαπητά για την πρωτοτυπία τους και το κοσμαγάπητο ύφος τους.

Καθώς ο Ιούλιος Βερν ήταν επί σειρά ετών κάτοικος της Αμιένης, πολλά μέρη της πόλης πήραν το όνομά του. Στην Αμιένη επίσης βρίσκεται ο τάφος του. Το σπίτι όπου έζησε είναι σήμερα μουσείο. Ένα εστιατόριο που βρίσκεται στον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι ονομάστηκε Le Jules Verne. Το 1954, το πρώτο ατομικό υποβρύχιο του κόσμου, το αμερικάνικο Ναυτίλος (Nautilus), πήρε το όνομά του από το ομώνυμο υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμο από το 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Επίσης, πολλά από τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν γυρίστηκαν σε ταινίες.

Στην Ελλάδα, υπάρχει οδός Ιουλίου Βερν στο χωριό Αρκάσα της Καρπάθου. Οδός Ιουλίου Βερν υπάρχει επίσης στη Λεμεσό της Κύπρου. Το 1993 κυκλοφόρησε τραγούδι με τίτλο «Ιούλιος Βερν» με ερμηνεύτρια την Αλέκα Κανελλίδου, σε μουσική του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου.

POPAGANDA