Ο Akira Kurosawa είναι ο πιο γνωστός Ιάπωνας σκηνοθέτης στη Δύση και στο έργο του κατάφερε να συγκεράσει το ιαπωνικό με το δυτικό στοιχείο. Γεννήθηκε στο Όμορι του Τόκυο και αρχικά, ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών και το 1936 έγινε βοηθός του σκηνοθέτη Yamamoto Kajirô. Στην εταιρεία παραγωγής του Kajirô, ο Kurosawa γύρισε την πρώτη του ταινία, Sugata Sanshiirô, το 1943. Το έργο των αριστερών πεποιθήσεων Kurosawa λογοκρίνεται, όπως και ολόκληρη η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία εκείνης της εποχής από την στρατιωτική κυβέρνηση της Ιαπωνίας και για τα επόμενα χρόνια γυρίζει πιο συμβατικές και εμπορικές ταινίες.
Η πρώτη του πραγματικά αξιόλογη ταινία έρχεται το 1948, το Ο μεθυσμένος άγγελος που αποτελεί και την πρώτη του συνεργασία με τον ηθοποιό Τοσίρο Μιφούνε ο οποίος θα εμφανιστεί σε 17 ταινίες του. Δύο χρόνια αργότερα, θα κυκλοφορήσει την ταινία Rashomon, με την οποία θα λάβει τη διεθνή αναγνώριση, αλλά και την κριτική αποδοχή και η οποία του χάρισε και το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας 1951. Η ταινία διαδραματίζεται στην μεσαιωνική Ιαπωνία και παρουσιάζει την εκδοχή του βιασμού μίας γυναίκας σε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές από τέσσερις σκοπιές, εισάγοντας στη φιλμική κοσμοθεωρία του Kurosawa την έννοια της έλλειψης αντικειμενικής θεώρησης των πραγμάτων και τη σχετικότητα που έχουν τα βιώματα στον εκάστοτε άνθρωπο. Το 1956 κυκλοφόρησε το επικό και ανθρωπιστικό Οι επτά σαμουράι ενώ το 1952 κυκλοφόρησε την ταινία Ikiru, την μάλλον πιο δυτικής φιλοσοφίας ταινία του που πραγματεύεται τον υπαρξισμό μέσα από τα μάτια ενός άρρωστου ετοιμοθάνατου άνδρα.
Συνέχισε να δημιουργεί ταινίες μέχρι και το 1993 και αν και κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του για τη δυτική σκοπιά που είχαν οι ταινίες του (μεταξύ άλλων, έχει μεταφέρει έργα του Ντοστογιέβσκυ και του Σαίξπηρ στη μεγάλη οθόνη), εξακολουθεί να παραμένει ο πιο καταξιωμένος Ιάπωνας σκηνοθέτης του παγκόσμιου κινηματογράφου.