Γεννήθηκε στο Σαίντ Τζόζεφ του Μιζούρι και φοίτησε σε γυμνάσια του Σικάγο και του Κάνσας. Σε ηλικία πέντε ετών ξεκίνησε να εξασκείται στο πιάνο και δύο χρόνια αργότερα στο τσέλο, πριν στραφεί οριστικά στο τενόρο σαξόφωνο, όργανο που την εποχή εκείνη δεν ήταν έντονα συνδεδεμένο με τη τζαζ μουσική.
Στην ηλικία των δεκαέξι ετών, ξεκίνησε να εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός και αποτέλεσε μέλος της ορχήστρας της Μέιμι Σμιθ, με την οποία περιόδευσε μέχρι το 1923, χρονιά κατά την οποία εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Τον Ιανουάριο του 1923 συμμετείχε στην πρώτη του ηχογράφηση, συνεργαζόμενος με τον Φλέτσερ Χέντερσον, ο οποίος, όταν αργότερα σχημάτισε μία μόνιμη προσωπική ορχήστρα, έδωσε στον Χόκινς τη θέση του βασικού σαξοφωνίστα, την οποία διατήρησε μέχρι το 1934.
Μετά την αποχώρησή του από την ορχήστρα του Χέντερσον, περιόδευσε στην Ευρώπη, από το 1934 μέχρι το 1939, περίοδο κατά την οποία συνεργάστηκε επίσης με τους Τζακ Χίλτον και Τζάνγκο Ράινχαρντ. Μετά την επιστροφή του στην Αμερική, ηχογράφησε το δίσκο Body and Soul, που αποτέλεσε ίσως τη μεγαλύτερη του επιτυχία.
Μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια δημιουργίας μίας προσωπικής μεγάλης ορχήστρας, ο Χόκινς συνέχισε να εμφανίζεται με μικρότερα μουσικά σχήματα, σε μουσικά κέντρα του Μανχάτταν, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων, ως μουσικούς, τους Τελόνιους Μονκ, Μάιλς Ντέηβις και Μαξ Ρόουτς. Την ίδια περίοδο, ηγήθηκε της πρώτης ηχογράφησης στα πρότυπα του μπίμποπ, μαζί με τον Ντίζι Γκιλέσπι, ενώ αποτέλεσε γενικά σημαντική επιρροή των ανερχόμενων μουσικών του μπίμποπ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Χόκινς είχε άρχισε να ασκεί ολοένα και μικρότερη επίδραση σε νέους μουσικούς, οι οποίοι είχαν περισσότερο ως πρότυπο τον Λέστερ Γιανγκ. Ο Χόκινς συνέχισε ωστόσο να δίνει συναυλίες και να ηχογραφεί, ενώ στα μέσα της δεκαετίας, η καριέρα του γνώρισε μία νέα άνθιση, συνεργαζόμενος με τον Ρόι Έλντριτζ και συμμετέχοντας σε ηχογραφήσεις δίσκων των Τελόνιους Μονκ, Μαξ Ρόουτς, Τζον Κολτρέιν καθώς και άλλων σημαντικών μουσικών. Το 1962, ηχογράφησε επίσης μαζί με τον Ντιούκ Έλλινγκτον.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Χόκινς ολοκλήρωσε ελάχιστες ηχογραφήσεις, ενώ αντιμετώπισε και πρόβλημα αλκοολισμού. Το Φεβρουάριο του 1967, κατά τη διάρκεια συναυλίας στο Τορόντο, κατέρρευσε επί σκηνής, ενώ στις αρχές του 1968, αναβλήθηκαν συναυλίες του στη Δανία, κατά τη διάρκεια περιοδείας στην Ευρώπη, εξαιτίας προβλημάτων υγείας του. Η τελευταία του συναυλία έγινε στις 20 Απριλίου του 1969, στο Σικάγο. Πέθανε τον ίδιο χρόνο, στις 19 Μαΐου, από πνευμονία.