Το 1909 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι, με γυναικεία καπέλα. Ίδρυσε ομώνυμο οίκο μόδας που παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα “Σανέλ № 5” και εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα.
Μόνο το όνομά της είναι αρκετό για να οριστεί ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ταγέρ, μία ατζέντα, ένα άρωμα, ένα κόσμημα, μία ολόκληρη εμφάνιση. Προσδίδει prestige, ποιότητα, άμεμπτο γούστο και αλάνθαστο στυλ. Είναι μια υπογραφή αρτιότητας. Η Κοκό Σανέλ είχε ελάχιστη υπομονή και πολύ ταλέντο. Δε θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα λιγότερο. Η Κοκό Σανέλ ήταν πρωτοποριακή σχεδιάστρια μόδας.
Η μοντέρνα και νεωτεριστική φιλοσοφία της, οι εμπνευσμένες γυναικείες μόδες -από τις αντρικές- και η αναζήτηση της πολυτελούς απλότητας, την έκαναν αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη φιγούρα στην ιστορία της μόδας του 20ού αιώνα. Η επιρροή της στην υψηλή ραπτική ήταν τόση (μέχρι το θάνατό της, στα 87 της, η Γαλλίδα σχεδιάστρια κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει τον εαυτό της ως το σημαντικότερο και ίσως το μοναδικό ρυθμιστή της μόδας του 20ού αιώνα), που ήταν το μόνο πρόσωπο στον τομέα της που αναφερόταν στο περιοδικό TIME, ανάμεσα στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ό αιώνα.
Μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της, με τεράστια επιρροή στο κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης. Η Chanel, βέβαια, δεν θα προσδιόριζε ποτέ τον εαυτό της ως φεμινίστρια, στην πραγματικότητα περισσότερο μιλούσε για θηλυκότητα παρά για φεμινισμό, παρ’όλα αυτά η δουλειά της είναι αδιαμφισβήτητα μέρος της απελευθέρωσης των γυναικών.
Στάθηκε σωσίβια λέμβος για τις γυναίκες, όχι μία, αλλά δύο φορές, κατά τη διάρκεια δυο ξεκάθαρα διαφορετικών περιόδων, που χώριζαν πολλές δεκαετίες: τη δεκαετία του 1920 και τη δεκαετία του 1950. Όχι μόνο έκανε αποδεκτά νέα στυλ και υφάσματα, αλλά έκανε μόδα την ανάγκη και την απροκάλυπτη ανυπακοή. Επειδή δεν άντεχε οικονομικά τα μοδάτα ρούχα της περιόδου, τα απέρριψε και έφτιαξε δικά της, χρησιμοποιώντας σπορ jackets και γραβάτες, που μόνο οι άντρες φορούσαν στην καθημερινότητά τους.
Τα γεγονότα της ζωής της Κοκό Σανέλ δείχνουν ότι αναγνώρισε από νωρίς, κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, ότι η κοινωνία και η μόδα συνδέονται άμεσα και περίπλοκα μεταξύ τους. Τα παθιασμένα ενδιαφέροντα της σχεδιάστριας ενέπνευσαν τις μόδες της.
Τα ρούχα της ακολουθούσαν την αγαπημένη της χρωματική παλέτα, αποχρώσεις του μπεζ, του μαύρου και του λευκού. Αντικείμενα από τη συλλογή τέχνης της και τα θεατρικά ενδιαφέροντά της, της παρείχαν την κατάλληλη έμπνευση για τα θέματα των collections της. Όταν η Σανέλ παρευρέθηκε σ’ ένα χορό μεταμφιεσμένων, ντύθηκε σαν μια φιγούρα από πίνακα του Βατώ (Watteau) και αργότερα ξαναδούλεψε αυτό το κοστούμι και το μετέτρεψε σε γυναικείο κοστούμι.
Η Σανέλ, επίσης, εμπνεόταν για τις δημιουργίες της από την καθημερινότητα και την προσωπική της ζωή. Κατά τη διάρκεια του δεσμού της με τον Etienne Balsan εμπνεύστηκε τα σύνολα ιππασίας, ενώ η συμβίωσή της με το δούκα του Γουέστμινστερ, την οδήγησε σε μια αγγλική περίοδο – που κατόρθωσε να την εισάγει στους κλειστούς υψηλούς κύκλους της κοινωνίας. Η συνεχής ανάγκη για υψηλή ραπτική και τα μέσα για τη χρηματοδότησή της, βρίσκονταν εκεί στις αίθουσες χορού και στα σαλόνια του Παρισιού. Και η αυξανόμενη φήμη της Σανέλ ως πρωτοποριακής σχεδιάστριας, ενδυνάμωσε την επιθυμία της υψηλής κοινωνίας να την συμπεριλάβει στους κύκλους της. Η κοινωνία, άλλωστε, πάντα αγαπά να βρίσκεται κοντά στην δημιουργικότητα.
«Δεν μπήκα στην κοινωνία αυτή επειδή έπρεπε να σχεδιάσω ρούχα. Σχεδίασα ρούχα, ακριβώς επειδή μπήκα στην κοινωνία αυτή. Επειδή ήμουν η πρώτη που έζησε τη ζωή αυτού του αιώνα» είχε πει η ίδια η Σανέλ.